Όταν οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ανεβούν στο Παλαμήδι

Γράφει ο Τόλης Κοΐνης.
Ναύπλιο παλιά Τουρκοκρατία γκραβούρα

Η Εθνική επέτειος έρχεται. Συνηθισμένα πράγματα θα συμβούν και πάλι… Το πανηγύρι της Βαγγελίστρας, πώς θα φάμε μπακαλιάρο σκορδαλιά, οι επίσημοι της πόλεως θα φορέσουν τα καλά τους και θα βγουν περατζάδα από δίπλα στην εικόνα, γιατί αν δεν τους δούμε εθνική γιορτή δε γίνεται και η παρέλαση…

Μόνο στα σχολεία θα γίνει – για μια ακόμα φορά – προσπάθεια από δασκάλους/ες και καθηγητές/τριες να δοθεί το αληθινό νόημα του γιορτασμού…

Σκέφθηκα να συμβάλλω στον εορτασμό με ένα μικρό αφήγημα, πώς ήταν το Ανάπλι και οι γύρω περιοχή της παραμονές της Επανάστασης.

Όταν ήμασταν μικροί είχαμε μάθει πως «όλα τα έσκιαζε η φοβέρα/και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Τα τελευταία 30 χρόνια μια σειρά αναθεωρητές της ιστορίας προσπάθησαν να μας δώσουν μια ωραιοποιημένη εικόνα για την Τουρκοκρατία…

Ας δούμε τα γεγονότα και ας αφήσουμε τα συμπεράσματα να προκύψουν μόνα τους.

Κατ’ αρχήν ας απαριθμήσουμε τα γεγονότα.

Όταν στις 29 Νοεμβρίου 1822 οι Έλληνες ετοίμαζαν την έφοδο στο Παλαμήδι, από το στράτευμα του Σταϊκόπουλου κανένας δεν είχε μπει ποτέ του στο φρούριο. Βρήκαν έναν γέρο Κρανιδιώτη κτίστη, τον Σκρεπετό, ο οποίος είχε κάποτε δουλέψει – πριν από πολύ καιρό- μέσα στο κάστρο για να τους οδηγεί από τάπια σε τάπια (η έφοδος θα γινόταν νύχτα και δε θα ξέραν πως να προχωρήσουν).

Κανένας από το Ναύπλιο και τα γύρω χωριά, δε γνώριζε πως ήταν μέσα το Παλαμήδι. Απαγορευόταν σε Έλληνες να το επισκεφθούν.

Το ίδιο ίσχυε και για το κάστρο του Ιτς Καλέ (την Ακροναυπλία). Οι λίγοι Έλληνες που επιτρεπόταν να κατοικούν στο Ναύπλιο μένανε στον Ψαρομαχαλά, αλλά δεν επιτρεπόταν να ανέβουν λίγα μέτρα πιο πάνω.

Τα κάστρα αυτά τα φρουρούσαν Γενίτσαροι. Ο αριθμός τους στο Ναύπλιο κατά περίοδο – μέσα στα χρόνια από το 1715 ως το 1822 – ποίκιλε. Πληροφορίες για αυτούς έχουμε από περιηγητές που επισκέφτηκαν το Ναύπλιο και από τους ιστορικούς της Επανάστασης. Οι περιηγητές συνάντησαν τους Γενίτσαρους σαν φρουρά του Παλαμηδιού.Ο Φωτάκος μας περιγράφει πως ο ορτάς τους (το στρατόπεδο) ήταν στην Ακροναυπλία, από όπου πέρασε στις 4 Δεκεμβρίου 1822 ο Θ. Κολοκοτρώνης και παραδόθηκαν σε αυτόν.

Οι Γενίτσαροι της περιόδου αυτής δεν προερχόντουσαν από το παιδομάζωμα, το οποίο είχε σταματήσει. Ήταν παιδιά φτωχών Οθωμανικών οικογενειών (όχι απαραίτητα Τουρκικών) οι οποίοι κατατάσσονταν από μικρή ηλικία στο σώμα. Θεωρούνταν επίλεκτοι και είχαν κεντρική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη. Πολλές φορές συμμετείχαν σε πολιτικές κινήσεις, ανατροπές βεζίρηδων  ή ακόμα και Σουλτάνων. Στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν αντιδράσει βίαια στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Οθωμανικού Στρατού. Είχαν πετύχει μια πρόσκαιρη νίκη. Τελικά ο Σουλτάνος τους κατήργησε, διαρκούσης της Ελληνικής Επανάστασης, γιατί είχε στην πράξη αποδειχτεί η ανικανότητά τους να καταστείλουν την εξέγερση των σκλαβωμένων Ελλήνων.

Οι Γενίτσαροι του Ναυπλίου άφησαν ένα κοινωφελές έργο, τη δημόσια κρήνη στην πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα, στη γωνία των σκαλιών για Φραγκόκλησα και Ακροναυπλία.

Ένας όμως περιηγητής αποθανάτισε το αληθινό τους πρόσωπο. Ήταν στο Γιαλό, δηλαδή στην παραλία μπροστά από την τωρινή οδό Μπουμπουλίνας, ένα Υδραίικο πλοίο. Ένας ναύτης φόρτωνε πράγματα. Μια περίπολος Γενιτσάρων τον συνάντησε και ένας από αυτούς τον διέταξε να του ανάψει το τσιμπούκι !!!! Ο Υδραίος δεν αρνήθηκε, αλλά του είπε πως θα έρθει μόλις τελειώσει. Τότε ο Γενίτσαρος τον πυροβόλησε και τον άφησε στον τόπο, λέγοντας «τώρα τέλειωσες την δουλειά σου».

Εννοείται πως δεν δικάστηκε.

Το γεγονός το περιγράφει και ο Λαμπρυνίδης στην «Ναυπλία»

Εκτός από τους Γενίτσαρους, η φρουρά του Οθωμανικού Ναυπλίου αποτελείτο και από Αλβανούς λουφετζήδες, δλδ. μισθοφόρους (όχι απαραίτητα Τουρκαλβανούς). Αυτοί χρησιμοποιούνταν και ως ιδιωτικοί μισθοφόροι των πλουσίων Τούρκων του Ναυπλίου. Συνήθως αυτοί δεν έμεναν στον τόπο, γύριζαν με τα λεφτά, που έβγαζαν εδώ, στην πατρίδα τους.

Ο αριθμός τους κατά την έναρξη της Επανάστασης πρέπει να ήταν γύρω στους 800. Αυξήθηκε λίγο κατά τη διετία 1821-22 με καινούργιους που έφερε ο Κεχαγιάμπεης τον Απρίλη του 1821 και ο Δράμαλης τον Ιούλιο του 1822.

Τις τελευταίες ημέρες της Τουρκοκρατίας ήταν οι πιο σκληροί και ήθελαν αγώνα μέχρις εσχάτων. Ευτυχώς, οι Τούρκοι του Ναυπλίου ήταν πιο μυαλωμένοι και παραδόθηκαν μετά το πάρσιμο του Παλαμηδιού.

Οι περιηγητές καταγράφουν και ξένες παροικίες στο Ναύπλιο. Στα τέλη του 18ου αιώνα, βρίσκονται Γάλλοι (κυρίως) αλλά και Αρμένηδες. Στα πριν την Επανάσταση χρόνια οι Γάλλοι είχαν φύγει, είχαν απομείνει ένας-δυο Ιταλοί και Εβραίοι. Οι Εβραίοι είχαν εξαφανιστεί από την περιοχή μετά το 1715.Τους έδιωξαν οι Τούρκοι μαζί με τους Βενετούς και τους Έλληνες. Επανεμφανίζονται πρώτα στην Τρίπολη τη δεκαετία του 1770 και μετά το 1800 στο Ναύπλιο.

Διώχθηκαν μαζί με τους Τούρκους το Δεκέμβριο του 1822. Οι Έλληνες δεν τους ήθελαν γιατί είχαν πάρει καθαρά το μέρος των κατακτητών σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Τους κατηγορούσαν ότι αυτοί διαμέλισαν ζωντανόστους δρόμους του Ναυπλίου τον Γκελμπερή (από τον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας) στις 4/12/1821.

Τί ήθελαν αυτοί οι ξένοι στο Ναύπλιο;

Οι Οθωμανοί του Ναυπλίου ήταν ιδιοκτήτες τεράστιων κτημάτων στην Αργολίδα, αλλά και στην Κυνουρία και στα Καλάβρυτα. Το εξαγωγικό εμπόριο αυτής της παραγωγής το αναλάμβαναν οι ξένες παροικίες του Ναυπλίου. Απαγορευόταν στους Έλληνες.

Αντίθετα, στα μέρη που δεν υπήρχε έντονη Τουρκική παρουσία ή είχαν δοθεί δικαιώματα αυτοδιοίκησης (πόλη του Άργους, Ύδρα, Σπέτσες, Ερμιονίδα) οι Έλληνες είχαν αναπτύξει μια μικρή βιοτεχνία από αυτά τα προϊόντα και τα εμπορεύονταν. Ειδικά η τεσσαρακονταετία 1780-1820 ήταν η χρυσή οικονομική περιοχή για τίς περιοχές αυτές.

Αντίθετα, οι λίγοι  Έλληνες που επιτρεπόταν να μείνουν μέσα στο Ναύπλιο, δούλευαν σε παρακατιανές δουλειές, που δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με αυτές οι Τούρκοι.

Οι Τούρκοι του Ναυπλίου υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως μίλαγαν Ελληνικά.

Παραδείγματα δύο:

Ο τελευταίος πασάς της πόλης μας, ο Αλή Πασάς ο Αργείτης, συνομίλησε στις διαπραγματεύσεις με τον Φωτάκο σε Ελληνικά. Ο ίδιος είχε επιτρέψει το χτίσιμο (ίσως να το είχε κάνει και δωρεά!!) της παλιάς εκκλησίας του Αγίου Βασίλη στο νεκροταφείο του Άργους (εκεί γύρω ήταν τα κτήματά του).

Στα θυρανοίξια τον είχε προσφωνήσει στα Ελληνικά ο πρόκριτος του Άργους (και πολιτικός της Επανάστασης) Περούκας.

Το άλλο παράδειγμα ήταν η ιστορία του ΓιουσούφΤσαπάρη. Ήταν γιος Ελληνίδας και Τούρκου Πασά. Τα Χριστούγεννα του 1822 διέφυγε από τον αποκλεισμό της Μπουμπουλίνας, με ένα μικρό βαρκάκι και έφτασε στην Κρήτη, από εκεί πήγαινε στην Πόλη, αλλά τον συνέλαβαν στην Τήνο. Μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κόρινθο, όπου συνάντησε έναν παλιό του φίλο τον Πονηρόπουλο (όνομα και πράγμα, ήταν όπρώτος πολιτικός που εγκαινίασε το εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου για οικονομικές ατασθαλίες).

Ήταν φίλοι γιατί μερικά χρόνια πριν είχε φύγει ως κοινή αντιπροσωπεία Ελλήνων και Τούρκων της Πελοποννήσου για την Πόλη. Παραπονιόνταν στον Σουλτάνο για τη διαγωγή του Βελή Πασά (γιού του Αλή Πασά των Ιωαννίνων).

[Οι Τούρκοι του Ναυπλίου δεν είχαν επιτρέψει να μπει ο Πασάς αυτός στην πόλη τους, αν και ήταν διορισμένος διοικητής όλης της Πελοποννήσου. Δεν πρέπει να στενοχωρήθηκε πολύ. Πήγε στις Μυκήνες και επιδόθηκε σε αρχαιοκαπηλία)

Μιλούσε μια χαρά τα Ελληνικά. Μάλλον, πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο με το Γιουσούφ Μπέη, ναυπλιώτη Τούρκο, που επέστρεψε στην πόλη μας επί Καποδίστρια και προσλήφθηκε ως δημόσιος υπάλληλος μεταφραστής Τουρκικών συμβολαίων. Ήταν και ο ιδιοκτήτης του παλιού Βενετσάνικου κτιρίου στον Ψαρομαχαλά, που στέγασε το πρώτο Πολιτικό Νοσοκομείο της Ελλάδας (το κατεδαφίσαμε…)

Το ψάξιμο του ιστορικού παρελθόντος της πόλης μας δεν είναι μόνο μια γοητευτική απασχόληση. Κάποιοι θέλουν να χαθεί η ιστορική μνήμη, γιατί –πολύ σωστά- την θεωρούν σαν το θεμέλιο της Αντίστασης κατά του γενικού ξεπουλήματος της χώρας και του λαού μας.

Θα συνεχίσουμε.

(Τόλης Κοΐνης)

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version