Η πολύπλευρη κρίση των τελευταίων δεκαετιών αντανακλά και στην εμπιστοσύνη των πολιτών ως προς την οντότητα των πολιτικών κομμάτων ως θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος κι έχει συνδυαστεί με την καινοτομία ανάδειξης της ηγεσίας από τη «βάση».
Αυτό εμφανίστηκε κι ως μεγάλη, υποτίθεται, δημοκρατική
κατάκτηση, ενώ η μαζική προσέλευση στις κάλπες για μια τέτοια ψηφοφορία θεωρείται μάλιστα και κριτήριο επιτυχίας στην απήχηση του κόμματος στην κοινωνία.
Στο μεταξύ από το 1990 νομοθετήθηκε και η γενναία κρατική χρηματοδότηση, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο πόρων της φθίνουσας ενεργούς συμμετοχής και αποστράτευσης από τις κομματικές οργανώσεις. Η αναλογική της εκλογικής δύναμης
των κομμάτων χρηματοδότηση δημιουργούσε έτσι εξ αρχής ανισοβαρή αντιμετώπιση των υπαρκτών πολιτικών δυνάμεων, καθιερώνοντας «πατρίκιους» και «πληβείους», αφού οι πρώτοι μπορούσαν να δανειστούν μάλιστα ως «μόνιμα μεγάλοι» κι αδιαμφισβήτητοι του εκλογικού σώματος, με εγγύηση την προβλεπόμενη λεόντεια χρηματοδότησή τους.
Και είναι γνωστό σήμερα ότι, ενώ εξακολουθούν να απολαμβάνουν την κρατική χρηματοδότηση, η μεν ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ έχει αυξανόμενο, αλλά «εξυπηρετούμενο», υποτίθεται, χρέος γύρω στα 600 εκατομμύρια ευρώ, το δε άλλο «μεγάλο» κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, ακολουθεί από κοντά στον λογαριασμό. Την ίδια ώρα πολλοί απροστάτευτοι πολίτες ξεσπιτώνονται από τα αρπακτικά funds ακόμα και για λίγες χιλιάδες ευρώ. Είναι κι αυτό ένα δείγμα του πώς εννοείται η ισονομία και ισοπολιτεία σε αυτή τη χώρα. Κι αν αυτό δεν συνιστά πελώριο σκάνδαλο… Κι αυτά γίνονται, όταν υπάρχει η μεγάλη «βάση» των εκατοντάδων χιλιάδων μελών – οπαδών, που καλούνται και προσέρχονται με το αζημίωτο στις κάλπες για την ανάδειξη, με άμεση δημοκρατία υποτίθεται, των λαοπρόβλητων ηγετών.
Τελικά όμως είναι ενδεδειγμένη μια τέτοια ανεξέλεγκτη μαζική διαδικασία για την ανάδειξη μιας κομματικής ηγεσίας;
Θεωρώ ότι δημοκρατική συμμετοχή πρέπει να σημαίνει συνελεύσεις μελών και διαδραστική και δια ζώσης αλληλεπίδραση με εκφορά πολιτικού λόγου κι απόψεων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πρέπει να σημαίνει κάποια ενεργή σχέση με την οργάνωση του κόμματος κι όχι στιγμιαία προσέλευση ψηφοφόρων μόνο για την
ανάδειξη αρχηγού. Τέτοια «μέλη» της μιας χρήσης και του δίφραγκου, που ίσως περνάνε και τυχαία έξω από εκλογικά κέντρα και μετά γίνονται άφαντα, είναι παράλογο να απολαμβάνουν δυσανάλογο προνόμιο στο κορυφαίο μάλιστα ζήτημα ανάδειξης της ηγεσίας ενός κόμματος.
Τέτοια ελευθεριότητα αποτελεί κατ’ ευφημισμό άμεση δημοκρατική διαδικασία, η οποία ασφαλώς καθίσταται πιο ευάλωτη στην κακόβουλη επιρροή σκοτεινών κέντρων παραπληροφόρησης κλπ. Έτσι διαμορφώνεται ως εκλογικό σώμα ένα συνονθύλευμα με φαινομενική νομιμοποίηση. Ένα σώμα, όμως, που δημιουργεί
προϋποθέσεις για ανάδειξη κι απογείωση μιας ηγεσίας, η οποία μπορεί μετά να απευθύνεται «αδιαμεσολάβητα» σε μια ασύντακτη ανοργάνωτη και σε ένα βαθμό απολίτικη βάση-χυλό χωρίς άλλες ενοχλητικές δημοκρατικές διαδικασίες.
Έτσι αποκτάει πλέον βαρύνοντα ρόλο η «βάση» του καναπέ και της κερκίδας που μπορεί να συμπεριλαμβάνει και πολιτικό χουλιγκανισμό, ενώ αναζητάει, καθιστή ή φωνασκώντας όρθια, τον μεσσία που θα μονομαχήσει με τον αντίπαλο αρχηγό για να
τον κατατροπώσει. Γίνεται έτσι αυταπόδεικτη η πλήρης απαξίωση της οργάνωσης.
Μια τέτοια διαδικασία προδιέγραψε και τα διαλυτικά φαινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ. Δημοκρατικά οργανωμένο πολιτικό κόμμα δεν μπορεί, όμως, να σημαίνει ασπόνδυλο μόρφωμα κάτω υπό μια ανεξέλεγκτη μεσσιανική ηγεσία νομιμοποιημένη από μια άμορφη χαλαρή «βάση». Πρέπει να σημαίνει κανόνες συντεταγμένης λειτουργίας, με
υποχρεώσεις και δικαιώματα των συμμετεχόντων και με ανάδειξη
αντιπροσωπευτικού εκλογικού σώματος. Για να μην εκφυλίζεται σε κόμμα της κάλπης, δηλαδή σε… κάλπικο κόμμα, όπως είχε πει κάποτε κι ο Γεώργιος Γεννηματάς.
Ασφαλώς βέβαια η πολιτική σοφία δεν περιχαρακώνεται εντός κομματικών τειχών, ούτε αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο οργανωμένων μελών εν μέσω μάλιστα των γνωστών παθογενειών των κομματικών οργανισμών. Υπάρχουν αξιολογότατοι
υπεύθυνοι πολίτες, μη κομματικά μέλη με πλούτο ειδικών γνώσεων, δεξιοτήτων κι εμπειριών με τους οποίους μπορεί να συνδέεται ένα κόμμα, όπως κι ανοιχτές διαδικασίες συνελεύσεων κλπ. για φίλους και υποστηρικτές του κόμματος για πλείστα ζητήματα, χωρίς εμπλοκή με εκλογές οργάνων και ηγεσίας.
Η δημοκρατικότητα ενός συλλογικού, μη προσωποπαγούς κόμματος είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει, λοιπόν, οργάνωση και στέρεες διαδικασίες, διαφορετικά όλα εκχωρούνται στον μεγάλο Αρχηγό και σε μια Αυλή που μπορεί να στηρίζεται στην άνεση της κρατικής χρηματοδότησης ή ακόμα και της ακίνητης περιουσίας η οποία
καθίσταται παράγοντας συντηρητισμού και ιδεολογικής ακινησίας.