Η έναρξη της νέας ελαιοκομικής περιόδου φέρνει στην επιφάνεια τις διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ παραγωγών και βιομηχανιών.
Οι Έλληνες ελαιοπαραγωγοί επιδιώκουν τη διατήρηση τιμών που να αντανακλούν το αυξημένο κόστος παραγωγής, ενώ οι μεγάλες βιομηχανίες, κυρίως από Ιταλία και Ισπανία, επιχειρούν να πιέσουν τις τιμές προς τα κάτω. Οι καταναλωτές από την πλευρά τους θα προτιμούσαν οι τιμές στο ράφι για το ελαιόλαδο να επανέλθουν σε φυσιολογικότερα επίπεδα.
Οι προκλήσεις για τους παραγωγούς
Οι παραγωγοί επισημαίνουν ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής –που σε πολλές περιπτώσεις έχει διπλασιαστεί ή τριπλασιαστεί λόγω ξηρασίας– καθιστά μη βιώσιμες τις τιμές προ του 2022. «Είναι ζήτημα επιβίωσης για την ελληνική ελαιοκομία να διασφαλιστούν δίκαιες τιμές», αναφέρουν εκπρόσωποι αγροτικών συνεταιρισμών.
Στη Μεσσηνία, το φρέσκο ελαιόλαδο διατίθεται προς 6€/κιλό. Όπως αναφέρουν ελαιοπαραγωγοί, η ξηρασία έχει πλήξει τόσο την ποιότητα όσο και την απόδοση του ελαιοκάρπου. Παράλληλα εκφράζονται προβληματισμοί για τα φράγματα στην περιοχή και προτείνεται η δημιουργία μικρότερων έργων άρδευσης που θα στηρίξουν την τοπική παραγωγή.
Εκτιμήσεις για την ελαιοπαραγωγή
Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου για το 2024 εκτιμάται στους 250.000 τόνους, αυξημένη σε σχέση με την περσινή (155.000 τόνοι). Παράλληλα, η Ισπανία –ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως– ανακάμπτει, με προβλέψεις για 1,3-1,4 εκατ. τόνους, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή αγορά.
Η Κομισιόν, στην έκθεσή της, τονίζει ότι η επιστροφή σε κανονικούς ρυθμούς παραγωγής δεν θα επιφέρει άμεσα μείωση των τιμών, λόγω των χαμηλών αποθεμάτων της προηγούμενης περιόδου. Οι υψηλές τιμές, όπως σημειώνεται, ενδέχεται να διατηρηθούν για αρκετούς μήνες.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκαινίασε το «Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Αγοράς Ελαιολάδου και Επιτραπέζιων Ελιών», το οποίο θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά, προκειμένου να υπάρξει καλύτερη ενημέρωση και πρόβλεψη για τους παράγοντες του κλάδου.