Η κάμψη στον τουρισμό, η μικρή σεζόν στη τουριστική περίοδο, το «τριτοκοσμικό» -όπως το χαρακτηρίζουν- αεροδρόμιο και οι πολιτικές έναντι της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων προβληματίζουν τους ξενοδόχους της Μεσσηνίας.
Η Ένωση Ξενοδόχων Μεσσηνίας, δια του προέδρου της Δημήτρη Καραλή εκφράζει τον προβληματισμό της για τις πολιτικές στον Τουρισμό και όχι μόνο.
Όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση:
«Τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ επισφραγίζουν με τον πιο επίσημο τρόπο όσα κατά καιρούς η Ένωση Ξενοδόχων Μεσσηνίας έχει επισημάνει σχετικά με την τουριστική κίνηση της περιοχής και τις προοπτικές της. Η κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη πληρότητα από το μέσο όρο της χώρας και η μεγάλη απόκλιση στις διανυκτερεύσεις αλλοδαπών απεικονίζουν με τον πιο κραυγαλέο τρόπο το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες του κλάδου που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι μικρομεσαίοι χωρίς δυνατότητες αποθεματικών που θα μπορούσαν να τους κρατήσουν σε βιώσιμο επίπεδο. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες ταξιδιώτες δείχνουν την προτίμησή τους στα ξενοδοχεία της Μεσσηνίας, αλλά δυστυχώς μόνο για περίπου 40 ημέρες του Ιουλίου και Αυγούστου που όχι μόνο δεν αρκούν για να συγκρατήσουν τα ετήσια λειτουργικά έξοδα, αλλά λόγω του σύντομου χρονικού διαστήματος προσέλευσης δημιουργούν συνθήκες υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ομαλή λειτουργία της αγοράς.
Όσο το αεροδρόμιο της Καλαμάτας θα παραμένει στη σημερινή τριτοκοσμική του κατάσταση, θα υπάρχει έλλειψη ικανού αριθμού απευθείας πτήσεων από το εξωτερικό με αποτέλεσμα, μια κατά τα άλλα ελκυστική περιοχή, να στερείται ενός σημαντικού όγκου επισκεπτών που θα βοηθούσαν στην τόνωση της τοπικής οικονομίας και στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Καθίσταται αυταπόδεικτο ότι, με τις πληρότητες του 41,3% στη Μεσσηνία και 37,4% σε ολόκληρη την Πελοπόννησο κατά μέσο όρο, σύμφωνα πάντα με τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ με τα συγκριτικά στοιχεία της περσινής χρονιάς σε σχέση με τη φετινή να υπολείπονται, η περίφημη τουριστική ανάπτυξη για την οποία πολλά ακούγονται το τελευταίο διάστημα, εξαιρεί μια ολόκληρη περιοχή από τη δυνατότητα να αναδειχθεί όπως της αξίζει λόγω της έλλειψης ενός σύγχρονου αεροδρομίου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ακόμα και ο διαγωνισμός για τη αεροπορική σύνδεση της Καλαμάτας με τη Θεσσαλονίκη κηρύχθηκε δύο φορές άγονος, με την Αρχή πολιτικής Αεροπορίας και το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών να προετοιμάζουν, όπως ανακοινώθηκε, “εκ νέου διαβούλευση με την αεροπορική αγορά”, πράγμα που σημαίνει ότι και αυτό το θέμα παραπέμπεται στις καλένδες.
Σε αυτή την ασφυκτική για το τουριστικό μέλλον της περιοχής κατάσταση έρχεται ως “χαριστική βολή” και το θέμα της βραχυχρόνιας μίσθωσης που στην πλειονότητά της λειτουργεί παρασιτικά σε βάρος των νόμιμων ξενοδοχειακών καταλυμάτων, ιδιαίτερα αυτών που λειτουργούν στην περιφέρεια. Το πρόβλημα έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις και, δυστυχώς, οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού από τη ΔΕΘ που προφανώς οφείλονται σε επιλεκτική του ενημέρωση, μας εξέπληξαν δυσάρεστα ευνοώντας πρωτίστως το λεκανοπέδιο της Αττικής και τις μεγάλες πόλεις γενικότερα, αφήνοντας τα περιφερειακά ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας στον ανελέητο ανταγωνισμό των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δυστυχώς ο κος Πρωθυπουργός δεν έλαβε υπόψη την πραγματική κατάσταση της παραξενοδοχείας που ευδοκιμεί σε ολόκληρη την περιφέρεια, με καταλύματα που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν υπερβαίνουν τα 2 καταχωρημένα στο ίδιο ΑΦΜ και ανταγωνίζονται αθέμιτα τις μικρές ξενοδοχειακές μονάδες. Επιπλέον, δεν ακολούθησε το παράδειγμα άλλων χωρών που αποφάσισαν να παρέμβουν ριζοσπαστικά και να ρυθμίσουν οριζόντια και με αποτελεσματικό τρόπο τη συγκεκριμένη αγορά. Βεβαίως δεν παρέλειψε να επιβάλει πρόσθετο χαράτσι με διάκριση και αποκλειστικά στα τουριστικά καταλύματα με αύξηση του φόρου διαμονής,
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι η Μεσσηνία και η Πελοπόννησος ολόκληρη έχουν όλα τα εχέγγυα να κρατήσουν ψηλά τη σημαία του τουρισμού της χώρας μας με ανταπόδοση και στους εθνικούς πόρους. Το γεγονός ότι δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα οφείλεται στην έλλειψη έμπρακτης αναγνώρισης από τους αρμόδιους πολιτειακούς παράγοντες της αξίας της περιοχής και των πολυποίκιλων δυνατοτήτων της».