ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Νιόβη Ιωάννου
“Στην πυρά”
Φωτο εξωφύλλου, Βασίλης Πρωτοπαπάς.
Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση,
Εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Ιανουάριος 2021
16Χ24, αριθμ. έκδοσης: 334, ISBN 978-960-592-115-6,
σελ. 64, τιμή 10,60 ευρώ.
Κάτω απ’ τη ρίζα του Ντύλαν Τόμας το κερί να λιώνει
ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ
Η μάνα μου με ζύμωνε με λάδι και νερό. Μετά άναβε ένα αγκάθι και προσευχόταν. Θα ήταν μια καλή, συνετή γυναίκα αν δεν την ακολουθούσε εκείνη η άσπρη γραμμή από γάλα στα χείλη της. Ίσως και να την πίστευα ακόμα κι όταν μου έλεγε πόσο πολύ μ’ αγαπάει. Η μάνα μου με βρήκε στις όχθες μιας ήσυχης λίμνης. Το πρόσωπό μου είχε το χρώμα της σκουριάς. «Τώρα θα παίξουμε», είπε και άρχισε να με φυσάει στο στόμα. Όταν έκλαψα αυτή γέλασε υστερικά. Με έκρυψε στο ταγάρι της –μια μπουκιά ψυχή– και μ’ έφερε στο σπίτι. Μ’ ακούμπησε απαλά πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Ύστερα φόρεσε τη μαύρη της ρόμπα, πήρε το ψαλίδι κι έκοψε τρία κουμπιά ελευθερώνοντας το στήθος της. Έκλεισε τα παράθυρα και τράβηξε τις κουρτίνες. Τώρα θα ορφανέψουμε μαζί αγαπημένο μου παιδί, είπε και με πήρε στην αγκαλιά της.
Με την έκτη της ποιητική συλλογή η Νιόβη Ιωάννου σκιαγραφεί ποιητικά την πορεία της στον χώρο της ποίησης και της ζωής, μέσα από μια μεστή δωρική ακρίβεια, με τις λέξεις της να συνθέτουν σπιθαμή προς σπιθαμή τον καμβά της γραφής της. Όλα έχουν τη θέση τους, την ανάσα, τον διασκελισμό, το μέτρο και την αρμονία τους. Τίποτε δεν κατατίθεται τυχαία, τίποτε δεν αφήνεται να υπάρξει άνευ λόγου: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ μάρτυρες/ όταν πεθαίνει ένα φόρεμα λευκό/ εσωτερικά σαπίζουν τα ράμματα/ μην τους αφήνεις / να σου βρέχουν τα χείλη/ γνωρίζει η σάρκα / ν’ ακολουθεί πιστά τις γραφές/ πιστή ολομόναχα θλιμμένη/ πόσες και πόσες πρόβες χαμένες… Αυστηρώς επιλεγμένα άτιτλα ποιήματα τοποθετούνται μεταξύ των λοιπών ποιημάτων, ένα είδος εσωτερικού μονολόγου, εξομολόγησης, μαρτυρίας, ενδόμυχης σκέψης που έρχονται ως συνέχεια, συμπλήρωμα [παρότι διατηρούν την καλλιτεχνική τους αυτοτέλεια] να διαλεχθούν με τα υπόλοιπα ποιήματα. Δεν απομυθοποιεί τη ζωή απλά αναλογίζεται μέσω των στίχων: ο χρόνος είναι το μεγαλύτερο ψέμα/ όταν βραδιάσει θα γίνεις πάλι ένα μωρό που σπαράζει/ τι να το κάνω αυτό το φεγγάρι/ στη χούφτα σου («Στον Αλέξανδρο ΙΙ»).
Ποίηση εσωτερικού χώρου, προσεκτικής εικονοπλασίας αλλά κυρίως ποιήματα ενδοσκόπησης που αγγίζουν τις έσχατες αντοχές του ανθρώπου: με τα χρόνια/ η ράχη της καρέκλας θα κυρτώνει/ κι όλο/ θα σκύβουν / θα σκύβουν/ στο βουβό τους το πιάτο μπροστά («Μόνοι»). Κατεξοχήν ανθρωποκεντρική η τέχνη είτε ως παρουσία είτε ως απουσία/απώλεια/μνήμη. Άποψη που η Νιόβη Ιωάννου έρχεται με τον πιο ευρηματικό και επιτυχημένο τρόπο να επιβεβαιώσει με την ποίησή της: Κανένα / σε λένε/ όσο αντέχει το κακό/ πρέπει να έχει έναν σκύλο/ με αλυσίδα/ η ιστορία σου/ κι ένα κοπάδι/ ολοκόκκινο/ να στροβιλίζεται/ στο μάτι του κυκλώνα/ η οχλαγωγία σαν επίλογος/ συνηθίζεται/ για κάθε χειροκρότημα/ ένας ίσκιος πεθαίνει/ πώς μείναμε όλοι γυμνοί… («Όλοι γυμνοί»). Και στο ποίημα «Ο ίδιος άνθρωπος»: εκείνο το βράδυ/ με μια υποδόρια ύπουλη κίνηση/ τα ποντίκια έγδαραν/ αργά και σταθερά/ τη σάρκα της πόλης/ εμείς γελούσαμε στον ύπνο μας/ ευτυχισμένοι/ –ακόμα μπορούσαμε να επινοούμε τα όνειρα/ που μας έκαναν να γελάμε–/ μπερδεμένοι ωστόσο/ από την γλυκιά αίσθηση του πόνου/ και τις απρόσμενες ελλείψεις/ που άφηναν την ελπίδα μέσα μας να πεθαίνει τελευταία.