μ’ έμαθε ν’ αγαπώ το λερωμένο της φόρεμα
τα τρύπια παπούτσια
τα ψέματα μέσα στ’ ανακατεμένα της μαλλιά
στην τσέπη της είχε ένα παλιό εισιτήριο
και δυο δάχτυλα ραγισμένα
κάποτε ένιωσε σπουδαία ορθώνοντας μέσα της μια ήσυχη αυλή
έβαλε δυόσμους, φρέσκια ρίγανη κι έναν χειμωνιάτικο ήλιο
με το μπαστούνι της χάραξε κι ένα σπίτι στο χώμα
αφήνοντας τη βαθειά σιδερένια αυλόπορτα να σκουριάζει στα σωθικά της
το φως έμενε πάντα αναμμένο
κι όλο χαμήλωνε
το μικρό καθιστικό, ο λόφος, η θάλασσα, πάνω στις ράγες το δωμάτιο των παιδιών
πόσο κρύο κάνει εδώ μέσα, έλεγε κάθε τόσο σκύβοντας να μαζέψει ένα ξεχαρβαλωμένο βαγόνι
όταν σουρούπωνε καθόταν στην ψάθινη καρέκλα κι έπινε μια γουλιά απ’ το ποτήρι της
το υπόλοιπο με μια κυκλική κίνηση το άδειαζε στο χώμα
όταν φυτρώσει αυτό το νερό
εγώ θα είμαι νεκρή
κι εσύ εχέμυθη
με τρόμαζε να είμαι εχέμυθη
δεν θα ξανά ‘ρθω της έλεγα
κλείνοντας πίσω μου την πόρτα
τη βαθειά σιδερένια αυλόπορτα