Ανακαλύπτοντας ένα σύμπλεγμα ορεινών χωριών στη Μεσσηνία που παραμένει ανεξερεύνητο. Μια ομάδα περιηγητών, οι Ταξιδευτές των Κοντοβουνίων, επιχειρούν να τα συστήσουν και να τα κάνουν επισκέψιμα.
Το οδοιπορικό ξεκινά ως εξής. Απόγευμα Αυγούστου και έχουμε ξεκινήσει την περιήγηση στα Κοντοβούνια του Δήμου Μεσσήνης με τον ξεναγό Γιώργο Σταθόπουλο, αυτή την φορά από το χωριό του (Κουτίφαρης).
Προσπερνάμε δύο πανέμορφα γραφικά χωριά, το Πουλίτσι και την Περδικόβρυση και κατευθυνόμαστε στον Άγιο Θεράπων όπου και θα σταθμεύσουμε για να συνεχίσουμε το οδοιπορικό στην ευρύτερη περιοχή με στόχο να «κατακτήσουμε» μια από τις ψηλότερες κορυφές της περιοχής.
Η πεζοπορική περιπέτεια δεν είχε μεγάλη διάρκεια ωστόσο οι εικόνες που ξεπρόβαλλαν ήταν ανεπανάληπτες και την «έχρισαν» μοναδική και ανεπανάληπτη αν σκεφθείς ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα διασχίσαμε σκιερά μονοπάτια αντικρίσαμε ένα από τα ελάχιστα δάση σπάνιας αριάς, συναντήσαμε ίχνη από καλύβια βοσκών που έχουν εγκαταλειφθεί πολλές δεκαετίες τώρα και βρεθήκαμε στην κορυφή παρέα με τα αγριοκάτσικα να θαυμάζουμε το μεσσηνιακό τον κυπαρισσιακό και όλη σχεδόν τη Μεσσηνία.
Οι ήχοι από τα βελάσματα και εναλλαγές του τοπίου σου θύμιζαν μια Ελλάδα που έχει χαθεί μόνο που εδώ ανθίσταται σθεναρά και σε προσκαλεί να την «ξαναζήσεις».
Όταν φθάσαμε στο επιθυμητό ύψωμα-κορυφή μας κόπηκε η ανάσα. Στα πόδια μας το θρυλικό Σαφλαούρο, το κάστρο που δεσπόζει της ευρύτερης περιοχής και φυσικά σχεδόν όλη η Μεσσηνία να σου έχει παραδοθεί και εσύ να νομίζεις πως βρίσκεσαι στα ουράνια.
Η τύχη ήταν για άλλη μια φορά με το μέρος μας. Ένα κοπάδι αγριοκάτσικα όπου εδώ ακριβώς που είχαμε σταθεί είναι η «έπαυλή» τους αντί να τρέξουν να φύγουν έχουν σταθεί μας κοιτάζουν επίμονα και αφού έχουν ανοίξει σα βεντάλια και με συντονισμό, σχεδόν μας έχουν κυκλώσει επιτρέποντας μας να τα φωτογραφήσουμε και να τα θαυμάσουμε. Οι κινήσεις μας λιτές τελετουργικές μην χαθεί η μαγεία της επαφής. Άνθρωποι και αγρίμια ένα.
Η κάθοδος που ακολούθησε διαγράφηκε ευχάριστα. Στην πρώτη Αριά και κάτω από τον πυκνό ίσκιο της με σύντροφο το δροσερό αεράκι που εδώ δεν σταματά όλο το καλοκαίρι, κάναμε το καθιερωμένο πικ νικ. Συνεχίσαμε και λίγο πριν το σημείο που αφήσαμε το όχημα μας έχουμε ένα ευχάριστο συναπάντημα με δύο γαϊδουράκια που έχουν έλθει για βοσκή. Ήμερα και εξοικειωμένα μας κοιτάζουν μελαγχολικά.
Παραδίπλα πετάγεται η πρώτη μικρή αλεπού ενώ καθώς η νύχτα απλώνει τα πέπλα της στα Κοντοβούνια ακούς το πετάρισμα της κουκουβάγιας και μέσα από τους θάμνους βλέπεις δύο μάτια να γυαλίζουν.
Έχει πια νυχτώσει και λίγο πριν επιβιβαστούμε στο αμάξι ακούγεται η ομαδική κραυγή των τσακαλιών. Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν και έτσι δεν μας ξαφνιάζει όσο και ανατριχιαστικός και αν είναι ο ήχος που αφήνουν στο πέρασμα τους.
Ώσπου ακούγεται η τρομερή κραυγή του λύγκα. Είχα διαβάσει πως όταν ο λύγκας ουρλιάξει σταματούν τα πάντα. Έτσι ακριβώς και έγινε. Μας εξήγησαν πως πρόκειται για ένα ζευγάρι που καλεί το ένα αγρίμι το άλλο συχνά πυκνά και όταν αυτό λαμβάνει χώρα μέχρι να σμίξουν τα πάντα σιωπούν. Πράγματι και ομολογώ πως το έζησα, όση ώρα ο ένας λύγκας προσπαθούσε να βρει τον άλλο δεν ακούστηκαν μήτε τσακάλια μήτε σκυλιά.
Έτσι έκλεισε αυτό το οδοιπορικό. Κάπου μισή ώρα από τα αστικά κέντρα και μπορείς να ξανά ανακαλύψεις την αγαπημένη μας Ελλάδα, να βρεις τη γαλήνη και να ξανακερδίσεις τις εικόνες που οι σύγχρονες πολιτείες δεν μας αφήνουν να δούμε. Χρειάζεται αυτή η επαφή με την φύση και επιβάλλεται στις ημέρες μας αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ψυχική μας ηρεμία.
Εδώ στα Κοντοβούνια βιώνεις την Ελλάδα του πολιτισμού της αισθητικής της ιστoρίας της σπάνιας χλωρίδας και πανίδας.
Επιμέλεια παρουσίασης: Γιάννης Λασκαρης