Η Ναυπλιακή Εταιρία Κονσερβών Ο ΠΕΛΑΡΓΟΣ, στη Νέα Κίο, με έδρα το Ναύπλιο, ιδρύθηκε το 1930 από τον Κιώτη πρόσφυγα Γεράσιμο Καραμέλη. Είχε έρθει στην περιοχή από το 1922 και σε λίγα μόλις χρόνια έγινε μεγαλέμπορος τροφίμων, προμηθευτής του Στρατού, των φρουρίων και των Αγροτικών Φυλακών Τίρυνθας. Η παλιά Κίος, ελληνική πόλη 10.000 κατοίκων απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, ήταν μια ακμάζουσα πόλη, τελείως εξευρωπαϊσμένη.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, ο Καραμέλης σχετίστηκε στο Ναύπλιο με την καλύτερη κοινωνία και, με την υποστήριξη του Προέδρου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων έριξε την ιδέα να έρθουν οι Κιώτες, που βρίσκονταν στην Αθήνα και αλλού, να εγκατασταθούν στις όχθες του Ερασίνου ποταμού, που του θύμισε τον δικό τους Ασκάνιο. Τα σπίτια χτίστηκαν το 1926-27 και το 1930, πάλι με ενθάρρυνση του καθηγητή Βασίλη Κριμπά, δημιουργήθηκε στο παλιό Ιπποφορβείο του Όθωνα η Βιομηχανία Κονσερβών «Ο Πελαργός». Μια προηγούμενη απόπειρα δημιουργίας σηροτροφίας δεν συνεχίστηκε.
Ο συγγραφέας δίνει με απλό λεξιλόγιο και ενάργεια όλες τις λεπτομέρειες της λειτουργίας αυτής της λαμπρής βιομηχανίας, που αναπτύχθηκε και ερχόταν δεύτερη σε σημασία μετά τον ΚΥΚΝΟ. Μέρος της επιτυχίας της οφείλεται βέβαια, εκτός από την εμπνευσμένη και ακάματη εργατικότητα του ιδίου, που είχε σπουδάσει Μηχανολόγος- Ηλεκτρολόγος στο Πολυτεχνείο, μετά το θάνατο του πατέρα του το 1940, και στην εργατικότητα των κατοίκων της Νέας Κίου, ιδίως των γυναικών. Τους αναφέρει ονομαστικά όλους, τεχνικούς, σωφέρ, εργάτριες και φαίνεται καθαρά η αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης που υπήρχε μεταξύ τους. «Ποτέ δεν άκουσα κανένα παράπονο και ποτέ δεν έγινε καμιά οργανωμένη διαμαρτυρία», λέει ο Καραμέλης. Ο ίδιος έδινε το καλό παράδειγμα δουλεύοντας για 40 χρόνια από το πρωί μέχρι το βράδυ στο εργοστάσιο. «Ποτέ δεν καθόμουνα στα καφενεία στην παραλία, δεν είχα καιρό, ούτε το καλοκαίρι…» μας είχε πει ο Καραμέλης. Βρισκόταν συνέχεια στο εργοστάσιο. Αυτό ήταν το Ναύπλιο που δούλευε, που δημιουργούσε, που εξήγε, μακριά από τα στερεότυπα της τεμπελιάς των εξαρτώμενων από τη Διοίκηση Αναπλιωτών.
Περιγράφει ο Καραμέλης όλες τις περιόδους ανάπτυξης του Πελαργού, την Κατοχή, όπου αναγκάστηκαν να φτιάχνουν διατροφικές μερίδες για τους Γερμανούς στρατιώτες και να παραχωρήσουν στο κράτος υποχρεωτικά μεγάλες ποσότητες τοματοπολτού, τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και την ανάπτυξη των δεκαετιών ’60, ’70 και ’80, όταν ο «Πελαργός» πραγματοποιούσε μεγάλες εξαγωγές, κυρίως στην Αγγλία, αλλά και τη Γαλλία και αλλού.
Εκτός από τον τοματοπολτό, η Κίος παρήγε και έκανε κονσέρβες με μπάμιες, φασολάκια, αγκινάρες, λίγες μαρμελάδες και βερύκοκα κ.λπ. Όλα γίνονταν με το χέρι. Ο συγγραφέας δίνει τεχνικές λεπτομέρειες για τα μηχανήματα και τις διαδικασίες παραγωγής, πολύ χρήσιμες για τον αδαή αναγνώστη. Μας μαθαίνει ακόμα ότι ο «Πελαργός», που είχε ξεκινήσει ως Γεωργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός, αλλά με την πάροδο του χρόνου είχε την οικογένεια Καραμέλη ως κύριο μέτοχο, κατασκεύασε το 1930 μια σειρά από 21 μικρά, ξύλινα γεφυράκια από καστανιές στο στενό χωμάτινο δρομάκι από το εργοστάσιο μέχρι το Ναύπλιο, δρόμο που παρέμεινε έτσι μέχρι το 1958, όπου το κράτος κατασκεύασε τον πρώτο αμαξιτό δρόμο. Ακόμα ο «Πελαργός» είχε παραχωρήσει μια μεγάλη έκταση μπροστά στο εργοστάσιο για να γίνει ο δρόμος που οδηγούσε στο κέντρο της Νέας Κίου.
Στο Ναύπλιο υπήρχαν κατά την περίοδο ακμής των εργοστασίων τοματοπολτού ο ΚΥΚΝΟΣ με δυναμικότητα 400 τόνων, η ΑΡΓΟΛΙΚΗ στο Μπολάτι 100 τόνων, ο ΑΝΘΟΣ του Κ. Μηναίου 60 τόνων, η ΔΗΜΗΤΡΑ επίσης στο Μπολάτι των αδελφών Λυκομήτρου 15 τόνων και ο «Πελαργός» στη Νέα Κίο 50 τόνων, ενώ στη Σαντορίνη ο ΝΟΜΙΚΟΣ με 50 τόνους.
Στην Ελλάδα, ο ΠΕΛΑΡΓΟΣ τροφοδοτούσε την Ολυμπιακή Αεροπορία με αγκινάρες και φασολάκια, αγκινάρες που είχαν μεγάλη ζήτηση σε κονσέρβες στη Γαλλία τη δεκαετία του ’50. Επίσης στέλνονταν στην περιοχή του Ηρακλείου μεγάλες ποσότητες μπάμιες, ενώ τοματοπολτό και μπάμιες έπαιρναν οι Σέρρες, Δράμα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ξάνθη κ.λπ. μέχρι το 1970. Μετά το έτος αυτό δημιουργήθηκαν μεγάλα εργοστάσια κονσερβών και στη Μακεδονία, από τα οποία, 30 χρόνια μετά, δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα. Το ίδιο έγινε και στην Αργολίδα, όπου τα 40 «κομποστάδικα» εξαφανίστηκαν σχεδόν όλα λόγω της έλλειψης τεχνικών γνώσεων διαχείρισης μιας μοντέρνας βιομηχανίας από τους ιδιοκτήτες τους, σύμφωνα με τον Καραμέλη. Ακόμα, μετά το 1952, άρχισε στην Αργολίδα η καλλιέργεια πορτοκαλιών με ταυτόχρονη μείωση της τοματοπαραγωγής.
Αργότερα, το 1968, ο «Πελαργός» αναγκάστηκε να χτίσει νέο εργοστάσιο στη Γαστούνη της Ηλείας, όπου υπήρχε άφθονη πρώτη ύλη. Επίσης έδινε μεγάλο μέρος της παραγωγής του και στα σούπερ μάρκετ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ, που μεταγενέστερα αγόραζε μόνον από τον «Κύκνο». Ο συγγραφέας αναφέρει όλες τις τεχνικές βελτιώσεις της παραγωγής με δικιά του πρωτοβουλία και τεχνικούς από ξένες χώρες, που μετακάλεσε, και καταλήγει με την πώληση του Πελαργού της Νέας Κίου το 1989 στη STAR, δηλαδή την ΕΛΑΪΣ, της Ιταλίας (μάρκα PUMMARO), επειδή δεν υπήρχε μέλος της οικογενείας ικανό να συνεχίσει τη διεύθυνση. Τότε, σε δυναμικότητα τοματοπολτού, ο «Πελαργός» βρισκόταν στη 10η θέση σε μέγεθος εταιρίας και στη 2η, μετά τον «Κύκνο», την αρχαιότερη εταιρία τοματοπολτού (1915).
Σήμερα στον χώρο του παλιού εργοστασίου διεξάγονται κατά διαστήματα πολιτιστικά events, όπως μουσικές συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κ.α.
Ο Γιώργος Τρικαλιώτης έχει καταγράψει εικόνες με το drone του, σε μία απόπειρα να αναδειχθεί η βιομηχανική και πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής: