Οι εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή μας έχουν προσφέρει ευκαιρίες να γνωρίσουμε νέες πλευρές του ανείπωτου δράματος που έζησαν ο Έλληνες της Μ.Ασίας με την «επιμέλεια» των ορδών του Κεμάλ. Ερεθίσματα επίσης να θυμηθούμε ή να διαβάσουμε και πάλι τη λογοτεχνική προσέγγιση του δράματος μέσα από διηγήσεις οι οποίες για το ύφος, τις εικόνες και τη δύναμη της γλώσσας που χρησιμοποιούν παραμένουν ακόμη και σήμερα αξεπέραστες… ιστορικές! Σε μια τέτοια βραδιά (14-9-2022) μας προσκάλεσε το «Ίδρυμα Βασ. Παπαντωνίου» (πρώην Π.Λ.Ι.) για την εξιστόρηση των γεγονότων μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Τα ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Δανειζόμενος μια φράση της παρουσίασης του βιβλίου από τον κ. Γιώργο Πατρινιό, για τη μονοπρόσωπη διήγηση της Δ. Σωτηρίου, θέλησα να υπογραμμίσω τη σημασία της, λογοτεχνικής μεταξύ άλλων, εμπειρίας του παρουσιαστή για το πολυάριθμο κοινό που τελικά γέμισε τον όμορφο αύλειο χώρο του κτιρίου του Ιδρύματος.
Μια βιογραφική αναδρομή κρίθηκε απαραίτητη τόσο για καταγωγή της Δ.Σωτηρίου και την άμεση σχέση της με τα «Ματωμένα χώματα» (1962), όσο και για την ιδεολογική της συγγένεια με την αριστερά και ιδιαίτερα το κομμουνιστικό κόμμα. Σημασία έχει πως η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε (1909) στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και μεγάλωσε στη Σμύρνη έως το 1922. Επομένως είχε αφομοιώσει όλα εκείνα τα βιώματα της μικρασιατικής κουλτούρας που έκαναν το κομμάτι αυτό του Ελληνισμού να είναι ιδιαίτερο. Παρότι έγραψε σε σχετικά μεγάλη ηλικία (πενήντα χρονών) τα βιβλία της ξεχειλίζουν από τις ομορφιές και τους πόνους, από τα τραγούδια και τις οιμωγές των Μικρασιατών. Το πρώτο της βιβλίο «Οι νεκροί περιμένουν» (1959) αναφέρεται στους βαλκανικούς πολέμους και τελειώνει με τον ξεριζωμό των Μικρασιατών. Είναι το τυχερό βιβλίο της συγγραφέως και των αναγνωστών γιατί, όπως μας θύμισε ο Γ. Πατρινιός, το βιβλίο διαβάστηκε και από έναν πρόσφυγα εγκατεστημένο στην Κοκκινιά τον Μανώλη Αξιώτη. Η συγκίνηση που ένοιωσε τον οδήγησε να αναζητήσει τη Διδώ Σωτηρίου και να της παραδώσει το προσωπικό του ημερολόγιο με τις εμπειρίες 60 χρόνων! Ήταν το ερέθισμα για ένα ιστορικό διήγημα που θα ξεπερνούσε τις 400.000 αντίτυπα στην ελληνική γλώσσα και τις δεκάδες μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες.
Σε μια τόσο όμορφη αυλή που περικλείει την ειρηνική παρουσία της ελιάς και έχει στη σκέπη της ένα κομμάτι βαθυγάλανου ουρανού, ακούστηκαν και πάλι λόγια για την ειρηνική συγκατοίκηση των διαφορετικών εθνοτήτων, την καθημερινή ζωή και τη δουλειά και μετά πάλι ο χώρος και η ψυχή μας αγρίευε από τη καταναγκαστική εργασία στα Αμελέ Ταμπουρού, τη σφαγή και το χαμό χιλιάδων ανθρώπων.
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολές γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησίες, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. (…)
Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος, με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα κι ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του κι ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα ’καιγε πυρετός, έμοιαζε μ’ άγνωστο στη φύση πλάσμα. Από τα λόγια και τα φερσίματά του καταλάβαμε πως ολόκληρη η φαμελιά του πνίγηκε καθώς πάσχιζε να σκαλώσει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε· σάλεψε! Εκειδά που καθότανε ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκειδά πηδούσε ολόρθος και χειρονομούσε και φώναζε δυνατά με στόμφο:
—Πέντε τα παιδιά μου! Κι η γυναίκα μου έξι! Κι η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοιοιοι.
Λιτή και περιεκτική, όπως όλες οι παρουσιάσεις του κ. Γιώργου Πατρινιού, θύμισε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μαρτυρίες για την εποχή και τα γεγονότα με παγκόσμια πλέον ακτινοβολία. Σε λίγες μέρες, 23 Σεπτεμβρίου 2004, θα είναι η επέτειος του μεγάλου ταξιδιού της Διδώς Σωτηρίου. Το έργο της όμως μνημονεύεται ακόμη όχι απλά ως διήγηση αλλά ως βάση για την ιστορική, γλωσσική, λογοτεχνική… έρευνα και μαθητεία! Δίνει ακόμη και σήμερα τη δυνατότητα να σκεφτούμε πως λειτουργούμε και πως σκεφτόμαστε εμείς απέναντι στα γεγονότα. Ο διάλογος που ακολούθησε με οικογενειακές μαρτυρίες ήταν διαφωτιστικός ιδιαίτερα με την παρέμβαση του κ. Ξυλά (αν δεν κάνω λάθος) σχετικά με τη διαχρονική «αδιαφορία» που έχει επιδειχθεί στο να προωθήσει η Ελληνική Πολιτεία διεθνώς την αναγνώριση της γενοκτονίας του Μικρασιατικού/Ποντιακού Ελληνισμού.
Ήταν μια συγκινητική και όμορφη βραδιά που έχει ακόμη μεγαλύτερη αξία αν σκεφτούμε τα όσα βιώνουμε σήμερα. Είχε άραγε δίκιο η Διδώ Σωτηρίου ότι για όλα φταίει ο ιμπεριαλισμός και τίποτα δεν έχουμε να χωρίσουμε με τον τουρκικό λαό; Θυμήθηκα ένα πρόσφατο αφιέρωμα στο βιβλίο από την Σταυρούλα Παπασπύρου στην σελίδα του Lifo που τελείωνε με ένα κείμενο Τούρκου Βιομηχάνου:
«Το βιβλίο σας το διάβασα μέσα σε δυο νύχτες, με χίλιες αναμνήσεις, χύνοντας δάκρυα και για τις δυο πλευρές. Σας συγχαίρω. Θα ‘ρθω να σας βρω θέλοντας να σας αποδείξω πώς ζούνε ακόμα οι παλιοί Τούρκοι με τη γενναιοδωρία τους, τον αλτρουισμό και τη λεβεντιά τους» της έγραφε ο Τούρκος βιομήχανος και πρόεδρος τότε του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Πόλης, Ερτογρούλ Σοϊσάλ.
(Γ. Κόνδης)