Έντονο άρωμα Ελλάδας έχει η νέα ταινία του Netflix με τίτλο «The Lost Daughter» («Η Χαμένη Κόρη»), στην οποία πρωταγωνιστεί η βραβευμένη με Όσκαρ, Ολίβια Κόλμαν. Η ταινία που έχει γυριστεί ως επί το πλείστον στις Σπέτσες, έχει φέτος τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου για την Ολίβια Κόλμαν, β’ γυναικείου για την Τζέσι Μπάκλεϊ και διασκευασμένου σεναρίου.
Η Ελληνίδα τραγουδοποιός Monika έχει γράψει τα τραγούδια του original soundtrack της, ενώ τα γυρίσματά της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στις Σπέτσες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν την τιμητική τους, μιας και εκεί βρέθηκαν το περασμένο καλοκαίρι οι Ντάνιελ Κρεγκ και Κέιτ Χάντσον για την ταινία «Knives Out 2».
Οι κριτικές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, συμφωνούν στο ότι η ερμηνεία της Ολίβια Κόλμαν είναι εξαιρετική και μπορεί μάλιστα να την οδηγήσει σε ένα ακόμα βραβείο Όσκαρ. Το πρώτο, το κέρδισε το 2019 για την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, «Η Ευνοούμενη» (The Favorite). Όπως φαίνεται, η Αγγλίδα ηθοποιός έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα.
Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις, τα γυρίσματα έγιναν μέσα στην πανδημία, πράγμα που σήμαινε πως οι παραγωγές και οι τοπικές αρχές, έπρεπε να τηρήσουν με αυστηρότητα και ευλάβεια τα μέτρα. Μάλιστα, η ταινία «The Lost Daughter» ξεκίνησε να γυρίζεται το καλοκαίρι του 2020, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα μουδιασμένος από την πρωτόγνωρη κατάσταση.
Η υπόθεση της ταινίας
Η Μάγκι Τζίλενχαλ κάνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο της με ένα σενάριο το οποίο βασίζεται στο μυθιστόρημα της Έλενα Φερράντε. Στο «The Lost Daughter» πρωταγωνιστούν επίσης οι Ντακότα Τζόνσον, Τζέσι Μπάκλεϊ, Εντ Χάρις, Πίτερ Σάρσγκαρντ, Πολ Μέσκαλ και Νταγκμάρα Ντομίντσικ.
Ενώ κάνει μόνη διακοπές σε παραθαλάσσιο μέρος, η Λέιντα (Λήδα στα ελληνικά και καθόλου τυχαίο το όνομα) που την υποδύεται η Ολίβια Κόλμαν, ασχολείται εμμονικά με μια νεαρή μητέρα και την κόρη της, ενώ τις παρακολουθεί στην παραλία. Αναστατωμένη από τη δυνατή τους σχέση (και τη θορυβώδη και απειλητική μεγάλη οικογένειά τους), η Λέιντα θυμάται συγκλονισμένη τον τρόμο, τη σύγχυση και την ένταση που ένιωθε ως νεαρή μητέρα. Μια παρορμητική πράξη βυθίζει απότομα τη Λέιντα στον αλλόκοτο και απειλητικό κόσμο του ίδιου του μυαλού της και την αναγκάζει να έρθει αντιμέτωπη με τις αντισυμβατικές επιλογές που έκανε ως νεαρή μητέρα και τις συνέπειες αυτών.
Μιλώντας για την ταινία, η Τζίλενχαλ αναφέρθηκε στη σύνδεση μεταξύ της ίδιας και του μοντέρ της, Αφόνσο Γκονσάλβες, η οποία έγινε ισχυρότερη με την πάροδο του χρόνου. «O Φόνζι και εγώ πραγματικά αρχίσαμε να διαβάζουμε ο ένας τη σκέψη του άλλου», δήλωσε. «Καθώς ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί, είχα κάποιες τρελές ιδέες. Όπως αυτό το τραγούδι της Σοφίας Λόρεν στα ελληνικά που ακούγεται (σσ. το «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη») όταν η οικογένεια έρχεται με τη βάρκα. Το είχα στο μυαλό μου».
«Στην αρχή μου είπε: “Για τι πράγμα μιλάς;” και του είπα, “Λοιπόν, είναι σχεδόν όπως σε ταινία του Σκορσέζε όπου εκείνος βάζει μουσική όπερας καθώς γυρίζουν. Είναι μια όμορφη ελληνική φαντασίωση διακοπών, με όλο αυτό το περίεργο πράγμα να συμβαίνει. Στην αρχή μπορούσα να καταλάβω πως νόμιζε ότι ήμουν τρελή. Μετά είδε τι έκανα και με στήριξε».
Γιατί επιλέχθηκαν οι Σπέτσες ως σκηνικό του Netflix
Τα γυρίσματα έγιναν σε διάφορες όμορφες και ιστορικές περιοχές των Σπετσών. Πώς όμως επιλέχθηκε το νησί – κόσμημα του Αργοσαρωνικού; Αξίζει να σημειωθεί πώς στο βιβλίο, η ιστορία της συγγραφέως λαμβάνει χώρα σε ένα ειδυλλιακό θέρετρο στην Ιταλία.
Αρχικά, σκηνικό της ιστορίας, θα αποτελούσε η Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ και συγκεκριμένα η παραλιακή πόλη Cape Cod. Αλλά όταν οι περιορισμοί της πανδημίας απαιτούσαν τη μεταφορά της παραγωγής στο ελληνικό νησί των Σπετσών, η καλλιτεχνική διευθύντρια της ταινίας Ινμπάλ Γουάινμπεργκ, έπρεπε να επεξεργαστεί ξανά όλες τις αναφορές για να ταιριάζουν στη νέα τοποθεσία. Ωστόσο, η ίδια και η Τζίλενχαλ είχαν ήδη «συγχρονιστεί» και είχαν βρει κοινά πατήματα σχετικά με το όραμά τους για την ταινία.
«Περιέργως, όταν η Μάγκι διασκεύασε την ταινία από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα, κυριολεκτικά χρειάστηκε να αλλάξει μόνο μερικές λέξεις», δήλωσε η Γουάινμπεργκ. «Ήταν κάπως σαν να ήταν ήδη γραφτό να είναι εκεί».
Αφού πήρε την απόφαση για το νησί βασισμένη αποκλειστικά στον εντοπισμό φωτογραφιών και βίντεο, η Γουάινμπεργκ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που βρέθηκε εκεί, ακόμα και πριν την Τζίλενχαλ. Σύντομα διαπίστωσε ότι είχαν πάρει τη σωστή απόφαση σχετικά με τις Σπέτσες. Η κοσμοπολίτη αίσθηση και η κομψότητα τους, λειτούργησε πολύ καλά με το σενάριο.
Πρακτικά, η στροφή στο ελληνικό νησί και οι περιορισμοί λόγω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, σήμαινε ότι το συνεργείο δεν θα μπορούσε να πηγαινοέρχεται όπως ήθελε. Αυτό κατέστησε δύσκολη την προμήθεια αντικειμένων για σκηνές των κύριων χαρακτήρων που διαδραματίζονται στο παρελθόν, στα αμερικανικά διαμερίσματα. «Είχαμε κόσμο να ψωνίζει για εμάς σε διάφορες πόλεις σε όλο τον κόσμο. Όλα έπρεπε να αποσταλούν», είπε η Γουάινμπεργκ. «Νομίζω ότι ψάχναμε για ηλεκτρική κουζίνα κυριολεκτικά ένα μήνα, γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες στην Ελλάδα που να μοιάζουν με τις αμερικανικές», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όλη αυτή η δουλειά στο τέλος απέδωσε καρπούς, καθώς το συνεργείο μετέτρεψε τα αχρησιμοποίητα δωμάτια ενός σχολικού κτιρίου του 18ου αιώνα του νησιού, σε συγκροτήματα διαμερισμάτων. «Την πρώτη φορά που το συνεργείο μπήκε στο διαμέρισμα, μαγεύτηκε, γιατί βρίσκεσαι σε ελληνικό νησί. Μετά ανοίγεις αυτήν την πόρτα και βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη ή στη Βοστώνη. Ήμουν πραγματικά περήφανη για αυτό», σημείωσε η Γουάινμπεργκ.
Το Χόλιγουντ στις Σπέτσες
Οι κάτοικοι των Σπετσών είχαν τη χαρά να υποδεχθούν στο νησί τους, διάσημους ηθοποιούς του Χόλιγουντ όπως οι Ολίβια Κόλμαν, Εντ Χάρις και Ντακότα Τζόνσον. Όπως μας είπε και Φραγγιά, οι σταρ ήταν πολύ απλοί και σοβαροί, δίχως ίχνος βεντετισμού.
«Όλοι οι ηθοποιοί ήταν άκρως επαγγελματίες. Κυκλοφορούσαν με πολύ διακριτικότητα και νομίζω ότι απόλαυσαν κι εκείνοι, τις ημέρες που εργάζονταν στο νησί. Απολάμβαναν τις ελεύθερες τους ώρες και πήγαιναν τη βόλτα τους διακριτικά. Από την παραγωγή γνωρίζω ότι τους άρεσε πάρα πολύ το μέρος. Τους άρεσαν τα βοτσαλωτά σοκάκια μας, η αρχιτεκτονική του νησιού και μάλιστα κάποιοι από αυτούς εξέφρασαν την επιθυμία να αποκτήσουν μια εξοχική κατοικία εδώ».
Για τις στιγμές που έζησε στην Ελλάδα την περίοδο των γυρισμάτων εν μέσω πανδημίας, μίλησε και η ίδια η Ολίβια Κόλμαν σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Netflix.
«Η Ελλάδα ήταν υπέροχη, ειλικρινά, γιατί προφανώς για μένα είναι μόνο μερικές ώρες μακριά. Όλο το νησί ήταν μια φούσκα, οπότε ήμασταν κάπως ελεύθεροι. Και ήταν καταπληκτικό. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού έπαιζαν όλους τους επιπλέον ρόλους, και έτσι όλοι μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Ξέρω ότι ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή, οπότε ήμασταν πραγματικά τυχεροί και περάσαμε τόσο όμορφα. Όλοι φρόντιζαν ο ένας τον άλλον, ένιωθες πολύ ασφαλής και οι νησιώτες ήταν τόσο φιλόξενοι. Και επειδή είναι ένα μέρος που συνήθως είναι γεμάτο ζωή και τουρισμό, νομίζω ότι ήταν πολύ χαρούμενοι που μας είχαν εκεί», ανέφερε χαρακτηριστικά η καταξιωμένη ηθοποιός.
Η παραγωγή της ταινίας έγινε με την υποστήριξη του ελληνικού προγράμματος cash rebate από το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (EKOME).
Φωτογραφίες: The Lost Daughter / Netflix / YouTube / Facebook