Στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου, σε υψόμετρο 1450 με1600 μέτρων, βρίσκεται το εντυπωσιακό γραφικό Βλαχοχώρι της Σαμαρίνας, το οποίο θεωρείται το ψηλότερο χωριό όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων, ενώ πολλοί είναι αυτοί που την αποκαλούν “Αλπική Πρωτεύουσα της Πίνδου”.
Είναι χτισμένη στα σύνορα της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, ανάμεσα σε πυκνά δάση οξιάς και πεύκου, με άφθονα τρεχούμενα δροσερά νερά και μια λαμπρή ιστορία, που ξεκινά από το μακρινό παρελθόν και γίνεται ευρέως γνωστή κυρίως κατά τους αγώνες και τις εξεγέρσεις της «Βλαχουριάς».
Πριν δημιουργηθεί ο συνοικισμός της Σαμαρίνας στη θέση που βρίσκεται σήμερα, υπήρχαν διάφορες Κατούνες, δηλαδή οικισμοί από διάφορες φάρες κτηνοτρόφων, που ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον ανώτατο άρχοντα, τον τσέλνιγκα, Ο μεγαλύτερος συνοικισμός ήταν αυτός που βρισκόταν στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, όπου οι κάτοικοι του έμεναν καθ όλη τη διάρκεια του έτους.
Για την προέλευση του ονόματος της Σαμαρίνας υπάρχουν αρκετές εκδοχές, αλλά η πιο πιθανή είναι να παράγεται από τη λέξη σαμάρι, όπου κατά τον Κώστα Κρυστάλλη, οι λέξεις σαμαράς, σαμάρι και σάγμα, θεωρούνται πιθανότερες λέξεις παραγωγής, λόγω του ότι οι Σαμαριναίοι ασχολούνταν με την κατασκευή αυτού του είδους. Ιδρυτές και πρώτοι άποικοι του χωριού πρέπει να θεωρηθούν οι κάτοικοι του χωριού Πραιτώρι της Θεσσαλίας, μιας και ο ιστορικοί χάρτες της περιοχής που τοποθετούνται τον 16ο και 17ο αιώνα, αναφέρουν τη θέση της Σαμαρίνας ως Santa Maria de Praitoria.
Η Σαμαρίνα είναι ένα χωριό με έντονη δραστηριότητα και οι κάτοικοί της ασχολούνται εκτός από τον τουρισμό, με την υλοτομία και την κτηνοτροφία. Οι γυναίκες του χωριού υφαίνουν χοντρά μάλλινα υφάσματα, κουβέρτες και χαλιά, ενώ υπέροχες είναι οι “δριστέλες” του χωριού ή αλλιώς “τα πλυντήρια της φύσης”, όπου πρωτοεμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρο περί τα μέσα του 19ου αιώνα και μέσω αυτών γίνονταν ο καθαρισμός των ρούχων με τη βοήθεια της υδραυλικής ενέργειας.
Παρά το μεγάλο της υψόμετρο, η Σαμαρίνα είναι προσβάσιμη και πανέμορφη όλες τις εποχές του χρόνου. Τόσο το λευκό της χρώμα, αυτό που της χαρίζει απλόχερα ο χειμώνας και οι πυκνές χιονοπτώσεις της, όσο και το δροσερό πράσινο του καλοκαιριού, την καθιστούν ως ένα παραθεριστικό ορεινό χωριό που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί και που ακόμα πιο δύσκολα μπορεί να ξεχαστεί.
Η απόσταση που την χωρίζει από την πόλη των Γρεβενών είναι 52 χιλιόμετρα, ενώ το υπέροχο χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας, απέχει από αυτήν μονάχα 15 χιλιόμετρα.
«Εσείς, μωρέ, κλεφτόπουλα παιδιά της Σαμαρίνας,
σαν πάτε απάνω στο χωριό ψηλά στη Σαμαρίνα
μην πείτε πως σκοτώθηκα πως είμαι λαβωμένος,
μωρέ παιδιά καημένα…»
Δημοτικό τραγούδι “Τα παιδιά της Σαμαρίνας”, οι στίχοι του οποίου λέγεται πως ήταν τα τελευταία λόγια που ξεστόμισε ο λαβωμένος Μίχος Φλώρος λίγο πριν πεθάνει στην πολιορκία του Μεσολογγίου…»