Κατά τους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης πολλοί νέοι ένθερμοι οπαδοί των ιδεών του Διαφωτισμού και της ελευθερίας κατέφθασαν στην Ελλάδα με σκοπό «να βοηθήσουν» τους Έλληνες ώστε να αποκτήσουν την πολυπόθητη ανεξαρτησία και την ελευθερία τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Αυτοί ονομάστηκαν Φιλελληνες. Αδιαμφισβήτητη είναι η προσφορά τους στον Αγώνα για την ελευθερία αλλά και η συνεισφορά τους για την συγκέντρωση χρημάτων, αγαθών πρώτης ανάγκης και πολεμοφοδίων από πόλεις του εξωτερικού προς την επαναστατημένη Ελλάδα.
Ανάμεσά τους υπήρξαν και πολλοί Ιταλοί Φιλέλληνες οι οποίοι κατάγονταν από την Νάπολη. Ο συνολικός αριθμός τους ήταν 137 Ιταλοί, πολλοί από τους οποίους έχασαν την ζωή τους. Επίσης πάνω από 20, μετά την απελευθέρωση εντάχθηκαν στην Ελληνική κοινωνία και έμειναν έως το τέλος της ζωής τους στο Ναύπλιο ή στην Αθήνα. Στην κεντρική πλατεία Φιλελλήνων στο Ναύπλιο υπάρχει το Μνημείο των Φιλελλήνων εκεί διαβάζει κανείς τρία σημαντικά ονόματα Φιλελλήνων με καταγωγή από την Ναπολη.
Ο πρώτος που έρχεται στην Πελοπόννησο για να συνδράμει στην Ελληνική Επανάσταση ήταν ο Μικέλε Γκράμσι (Michele Gramsi) από την Νεάπολη. Ο Μικέλε Γκραμσι υπηρετούσε στον στρατό του Βασιλείου των δύο Σικελιών ως λοχαγός πυροβολικού. Εκεί γνωρίστηκε με κλέφτες και αρματολούς από τον Μοριά και την Ήπειρο, οι οποίοι υπηρετούσαν ως μισθοφόροι το Βασίλειο των δύο Σικελιών. Με την έναρξη της Επαναστάσεως, αποβιβάσθηκε την 1η Μαΐου 1821 στην Καλαμάτα με άλλους 9 πυροβολητές από άλλες περιοχές της Ιταλίας, τους οποίους έφερε με έξοδά του και κατατάχθηκε με τον βαθμό του Λοχαγού στο υπό τον Μπαλέστ Τακτικό Σώμα ως λοχαγός πυροβολικού. Ύστερα, από 15 Μαΐου μέχρι 16 Ιουνίου 1821 πήρε μέρος στην πολιορκία του Ναβαρίνου. Στις 5 Νοεμβρίου 1821 βρέθηκε στο Ναύπλιο. Όπως αναφέρετε στις πηγές οι Έλληνες Επαναστάτες δεν είχαν πυροβόλα μάχης. Κάποια πυροβόλα υπήρχαν διαθέσιμα αλλά πιθανόν να ανήκαν στον οπλισμό των πλοίων και είχαν τοποθετηθεί στην Άρεια Ναυπλίου, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά ότι χρησιμοποιήθηκαν. Το σίγουρο είναι ότι οι Έλληνες Επαναστάτες είχαν στην διαθεση τους τα πυροβόλα του Μπουρτζιού, που από τον Ιούνιο του 1822 είχε περιέλθει στα χέρια των Ελλήνων Επαναστατων. Με αυτά τα πυροβόλα έγιναν πολλοί βομβαρδισμοί της πόλης του Ναυπλίου. Η πιο σημαντική προσφορά του Μικέλε Γκράμσι ήταν η παρεμπόδιση πλοίων με εφόδια για τους Τούρκους. Στις ιστορικές πηγές της εποχής αναφέρεται άλλο ένα κατόρθωμα του Μικέλε Γκράμσι: η σύλληψη ενός μπρικιού(είδος μικρού πλοιάριού) με αγγλική σημαία που προσπάθησε να μπει στο λιμάνι του Ναυπλίου. Τελικά γι’ αυτή την πόλη και κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών στις 4 Δεκεμβρίου του 1821 θα τραυματισθεί σοβαρά λαμβάνοντας μέρος στην ανεπιτυχή επίθεση για την κατάληψη του Παλαμηδίου. Στις 10 Απριλίου του 1822 πήγε με εντολή του Υπουργείου Πολέμου σε νησιά του Αιγαίου και εκεί στρατολόγησε 282 άνδρες. Στη συνέχεια, ως ταγματάρχης έλαβε μέρος στις μάχες που δόθηκαν τον Ιούλιο 1822 κατά της στρατιάς του Δράμαλη στο Άργος, στα Δερβενάκια και στην Κόρινθο, ενώ στις 5 Σεπτεμβρίου 1822, συμμετείχε στην πολιορκία του Ναυπλίου. Στις 8 Δεκεμβρίου 1823 το Εκτελεστικό Σώμα εγγράφως εξέφρασε στον Γκράμσι την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες του. Στις 3 Μαΐου 1824 διορίσθηκε «προσωρινός φρούραρχος» του Νεοκάστρου. Στις 2 Δεκεμβρίου 1825 πήρε μέρος στην δεύτερη πολιορκία της Τριπολιτσάς και συμμετείχε υπό τον Γ. Καραϊσκάκη στις μάχες περί την Ακρόπολη των Αθηνών. Στις 4 Φεβρουαρίου 1826 ονομάσθηκε «αρχηγός της πυροβολικής» στο στρατόπεδο της Αττικής. Στα χρόνια του Καποδίστρια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ενώ η Εθνική Συνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας το 1823 τον «ανέδειξεν Συνταγματάρχην». Ο Γκράμσι πέθανε σε ηλικία 86 ετών το 1873 στην Ελλάδα.
Ο Ιωσήφ Rosaroll (Giuseppe Rosaroll) γεννήθηκε στην Νάπολη το 1775 σε οικογένεια ιταλοελβετικής καταγωγής. Επέλεξε από νωρίς (18 ετών) στρατιωτική καριέρα και ήταν εγγεγραμμένος στον Ναπολιτάνικο στρατό ήδη από το 1793. Το 1799 η Παρθενόπεια Δημοκρατία του απένειμε το βαθμό του λοχαγού.To 1800 πολέμησε στην Μάχη του Μαρένγκο και αργότερα προσχώρησε στο στρατό της «Δημοκρατίας Εντεύθεν των Άλπεων». Στο Μιλάνο συνέγραψε το περίφημο σύγγραμμά του για την Τέχνη της Ξιφασκίας. Επέστρεψε στη Νάπολη με τον στρατηγό Αντρέ Μασσενά το 1806. Για την ανδρεία του κατά τη διάρκεια της σικελικής εκστρατείας του 1811 με τον Ζοακίμ Μυρά, το 1812 έλαβε τον τιμητικό τίτλο του στρατάρχη και τον τίτλο του βαρόνου της αυτοκρατορίας. Με τον Μυρά πήρε επίσης μέρος στη ρωσική εκστρατεία. Μετά την Παλινόρθωση (1815) έλαβε από τον βασιλιά Φερδινάνδο (Φερδινάνδος Α’ των Δύο Σικελιών), υπό τις εντολές του μια ταξιαρχία και στη συνέχεια την μεραρχία της Μεσσήνης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε πολλές πραγματείες για την τέχνη του πολέμου. Ο Ροσαρόλλ έφτασε για πρώτη φορά στη Ζάκυνθο το 1808, οπότε και γνωρίστηκε με τον Θ. Κολοκοτρώνη, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Αφού επέστρεψε στην Ιταλία και πήρε μέρος στις επαναστατικές εξεγέρσεις εναντίον του Βασιλιά της Νεαπόλεως και αφού κατηγορήθηκε για καρμποναρισμό και διώχθηκε από τις αρχές, κατέφυγε εκ νέου στη Ζάκυνθο μαζί με τη σύζυγο και τους πέντε γιους του το 1824. Ειδικός στην τέχνη της ιππασίας προσφέρθηκε, μέσω της ελληνικής επιτροπής της Επτανήσου Πολιτείας να μεταδώσει τις γνώσεις του στους Έλληνες επαναστάτες, αλλά η κυβέρνηση απέφυγε αρχικά να του απαντήσει, λόγω διαφωνίας του Μαυροκορδάτου που πίστευε ότι έτσι θα προκαλείτο η δυσφορία των Άγγλων. Το φθινόπωρο του 1825, ωστόσο, ο Ροσαρόλλ είχε ήδη συγκεντρώσει και εκπαιδεύσει άρτια μια υπολογίσιμη δύναμη τακτικού ιππικού, τα μέλη του οποίου είχαν ασκηθεί στην έφιππη χρήση ξίφους και λόγχης. Πριν ακόμη φθάσει στην Πελοπόννησο, ο Ροσαρόλλ πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στους Έλληνες επαναστάτες δίνοντάς τους διαβαθμισμένες πληροφορίες σχετικά με το αιγυπτιακό στρατό κατά την πολιορκία του Ναβαρίνου στα 1825. Σύμφωνα με τις πηγές ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που ήταν παλιός γνώριμος και φίλος του Ροσαρόλλ από την Ζάκυνθο, τον προόριζε για διοικητή των χερσαίων δυνάμεων. Αλλά πριν η ελληνική κυβέρνηση καταφέρει να τον χρησιμοποιήσει, ο Ροσαρόλλ προσβλήθηκε από τύφο και απεβίωσε στο Ναύπλιο το 1825, όπου κηδεύτηκε με τιμές δημοσία δαπάνη και πάνδημη συμμετοχή.
Ένας άλλος στρατιωτικός ο Σχης Βιντσέντζο Πίζα (Vincenzo Pisa) από την περιοχή της Φορμίκολα στην Νόλα κοντά στην Νάπολη ήρθε στην Ελλάδα με άλλους δεκαεξι Ιταλούς Φιλέλληνες περί τα τέλη του 1825 ή αρχές του 1826, εδώ οι πηγές δεν είναι εντελώς ξεκάθαρες. Στις 27 Ιανουαρίου 1826 επικεφαλής 93 ξένων εθελοντών, εντάχθηκε στο υπό τον Φαβιέρο Τακτικό Σώμα στο Ναύπλιο. Τον Φεβρουάριο του 1828 διορίσθηκε Πολιτάρχης του Ναυπλίου. Τον Ιούλιο του 1828 η Δημογεροντία του Ναυπλίου τον πολιτογράφησε ως «επαξίως συμπολίτην των». Αρχές Ιανουαρίου 1829, ο Βικέντιος Πίζα διορίσθηκε «Αρχηγός του Στρατού κατά την Δυτική Ελλάδα», προαχθείς στον βαθμό του Υποστρατήγου. Έγινε Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών και Πειραιώς. Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1837. Είχε συγγράψει την «Σύνοψη των αγώνων του Τακτικού Σώματος».
Άξιοι και ανδρείοι στρατιωτικοί και οι τρεις τους, αγωνίστηκαν για τα ιδανικά που πρέσβευαν και υποστήριζαν για όλη τους την ζωή μακριά από την πατρίδα τους την Νάπολη σε μια άλλη πατρίδα την Ελλάδα από την οποία εμπνευστήκαν και έμπρακτα πολέμησαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Άννινος Μπάμπης: Οι Φιλέλληνες του 1821, Αθήναι 1925. Ευαγγελάτος Χρήστος: Οι Φιλέλληνες Αθήναι 1938. Εκδοτική Αθηνών: Ιστορία του Ελληνικού Έθνούς, Τομ. ΙΓ, Αθήνα 1975. Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, Αθήνα 1992. Λουκάτος Σπύρος: Ο ιταλικός Φιλελληνισμός, Αθήνα 1996. Σιμόπουλος Κυριάκος: Πως είδαν οι Ξενοι την Ελλάδα του ’21, Τομ. Α, Β, Γ, Δ, Ε Τετάρτη Έκδοση, Αθήνα 1999.
Giuseppe Rosaroll: Giuseppe Rosaroll Scorza e Pietro Grisetti, La scienza della scherma, Milano: Nella stamperia del Giornale Italico, 1803. Mariano d’Ayala, Bibliografia militare-italiana antica e moderna, Torino : Stamperia Reale, 1854, pp. 55-6. Pietro Colletta, Storia del Reame di Napoli, Libro decimo “Regno di Ferdinando I (1821-1825)”, Capo Secondo, Riordinamento dell’assoluta monarchia, I
Vincenzo Pisa: Mariano D’Ayala, Notizie biografiche manoscritte su Vincenzo Pisa, Società Napoletana di Storia Patria, 1871. Gaetano Fusco, Un obliato protagonista del Risorgimento. Vincenzo Pisa, Napoli, 1951, pp. 37. Ruggero Moscati, La questione greca e il governo napoletano, in Rassegna Storica del Risorgimento, Roma, 1933, n.1.Carmine Aurilio, Albo di Famiglia, a cura del Comune di Formicola, 1985, pp.161-163.
Κωνσταντίνος Τζιαμπάσης,
Αρχαιολόγος