Ο πάντα καυστικός και ειλικρινής συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐδης είχε γράψει:
“Στὴν Ἑλλάδα ἅπαντες οἱ ἔχοντες ὀνύχια ἀγωνίζονται νὰ σπαράξωσιν τοὺς ἔχοντες πτερά.”

Γράφει η Φωτεινή Δασακλή*
Πάνω από έναν αιώνα αργότερα και η φράση αυτή φαίνεται να αντικατοπτρίζει ένα φαινόμενο που (δυστυχώς) παραμένει επίκαιρο στον σύγχρονο εργασιακό χώρο, όχι μόνο επηρεάζοντας την ψυχική και σωματική υγεία του ατόμου που το βιώνει, αλλά διαβρώνοντας ταυτόχρονα το συνολικό κλίμα και την παραγωγικότητα ενός οργανισμού.
Και το όνομα αυτού: Mobbing..
Το εργασιακό mobbing αφορά σε μια σειρά ψυχολογικών πιέσεων ή επιθέσεων που εφαρμόζονται εναντίον ενός εργαζομένου, είτε από τους συναδέλφους είτε από τους ανωτέρους του (είτε ακόμα και συνδυαστικά). Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να εκδηλωθεί με λεκτικές επιθέσεις, αποκλεισμό και δημιουργία τοξικού περιβάλλοντος, οδηγώντας συχνά σε άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία και άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας.
Οι “έχοντες ὀνύχια”..
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα άτομα που οδηγούνται στο να εφαρμόσουν τέτοιου είδους τακτικές, μπορούμε να ανατρέξουμε σε βασικές ψυχολογικές θεωρίες:
Ο Alfred Adler (1930) αναφέρει πως τα άτομα που διακατέχονται από συμπλέγματα κατωτερότητας ή που έχουν βιώσει αποτυχίες, αναζητούν την επιβολή και την κυριαρχία ως τρόπο αντιστάθμισης των προσωπικών τους ανασφαλειών. Αυτή η ανάγκη εκδηλώνεται με το να προσπαθούν να υποτιμήσουν τους άλλους, με στόχο την επιβεβαίωση της δικής τους ανωτερότητας. Το mobbing, σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργεί ως ένας μηχανισμός όπου ο θύτης προσπαθεί να αποκαταστήσει την εικόνα του εαυτού του, μετατρέποντας τους συναδέλφους του σε “ανταγωνιστές” τους οποίους πρέπει – πάση θυσία – να κερδίσει.
Το να νοιώθουμε πως είμαστε αποδεκτοί και πως μας εκτιμούν, είναι σημαντικό για την ανάπτυξή μας σύμφωνα με τον Carl Rogers (1961). Όταν δεν λαμβάνουμε την επιβεβαίωση που επιθυμούμε, μπορεί να καταφύγουμε σε συμπεριφορές που στοχεύουν στη μείωση της αξίας των άλλων. Βάσει της συγκεκριμένης θεωρίας, όταν κάποιος δεν αισθάνεται αποδεκτός, μπορεί να επιδιώξει να ενισχύσει την αυτοεικόνα του μέσω αρνητικών συμπεριφορών, δημιουργώντας ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη ανάλυση περί Επαγγελματικής Ανασφάλειας (Greenhalgh & Rosenblatt, 1984) οι εργαζόμενοι που νιώθουν ότι η θέση τους κινδυνεύει, βιώνουν αυξημένο στρες και μπορεί να αντιδράσουν επιθετικά προς συναδέλφους τους οποίους βλέπουν ως απειλή. Παράλληλα, η Θεωρία Κοινωνικής Σύγκρισης (Festinger, 1954) αναδεικνύει το γεγονός ότι οι συνεχείς συγκρίσεις με τους άλλους μπορούν να οδηγήσουν σε αισθήματα κατωτερότητας, τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να μετατραπούν σε επιθετική συμπεριφορά.
Ομοίως, σύμφωνα με τη Θεωρία του Απειλούμενου Εγώ (Baumeister et al., 1996), τα άτομα που έχουν υπερεκτιμημένη εικόνα για τον εαυτό τους, αντιδρούν έντονα όταν νιώθουν ότι αυτή η εικόνα απειλείται. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το mobbing μπορεί να λειτουργήσει ως αμυντικός μηχανισμός. Επιπλέον, η Θεωρία της Αυτο-Αποτελεσματικότητας (Bandura, 1977) δείχνει πως άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση και αίσθηση ανικανότητας συχνά βλέπουν τους ικανούς συναδέλφους τους ως ανταγωνιστές, επιδιώκοντας να τους περιθωριοποιήσουν ώστε να αναδείξουν τη δική τους αξία.
Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως εκείνοι που εφαρμόζουν το mobbing συχνά χαρακτηρίζονται από χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη, γεγονός που τους εμποδίζει να κατανοήσουν τα δικά τους συναισθήματα αλλά και εκείνα των άλλων. Η αποτυχία στην αναγνώριση και διαχείριση συναισθημάτων οδηγεί σε μια επιθετική στάση, όπου το άτομο δεν κατανοεί την καταστροφική επίδραση των πράξεών του.
Συνοψίζοντας..
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως το φαινόμενο του mobbing είναι αναμφίλεκτα ένα πολυδιάστατο ζήτημα που επηρεάζει βαθιά την ευημερία των “θυμάτων” και κατ’ επέκταση του ίδιου του οργανισμού.
Η πρόληψη και η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου δεν είναι απλώς θέμα πολιτικών και διαδικασιών, αλλά αποτελεί επίσης ένα ζήτημα ανθρώπινης ανάπτυξης και κατανόησης των βαθύτερων ψυχολογικών αναγκών που διέπουν τις συμπεριφορές μας. Μόνο μέσω ενός πλάνου συνεργασίας και διαρκούς εκπαίδευσης, μπορούμε να χτίσουμε ένα εργασιακό οικοσύστημα που θα στηρίζεται στον σεβασμό και στην επικοινωνία.
Η αλλαγή ξεκινά με το να συνειδητοποιήσουμε το πρόβλημα και να αποφασίσουμε να δράσουμε, ώστε ο κάθε εργαζόμενος να έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί και να ευημερήσει σε ένα υγιές και υποστηρικτικό περιβάλλον.
Φωτεινή Δασακλή: MSc Εκπαίδευση, Ανθρώπινο Δυναμικό, Πολιτικές Απασχόλησης
Βιβλιογραφία:
Adler, A. (1930). The science of living.
Bandura, A. (1977). Self-efficacy: Toward a unifying theory of behavioral change.
Baumeister, R. F., Smart, L., & Boden, J. M. (1996). Relation of threatened egotism to
violence and aggression: The dark side of high self-esteem.
Festinger, L. (1954). A theory of social comparison processes.
Greenhalgh, L., & Rosenblatt, Z. (1984). Job insecurity: Toward conceptual clarity.
Rogers, C. R. (1961). On becoming a person.