Γιορτές έρχονται. Αντί συνηθισμένων ευχών, η διήγηση μιας ιστορίας προσφοράς προς την πόλη μας. Αρχίζω, ακολουθώντας την δική μου πορεία ανακάλυψης αυτού του Ανθρώπου.
25 Νοεμβρίου 1969. Η πρώτη και μοναδική φορά που μας πήγαν περίπατο υπό ψιλόβροχο!
Πρώτη Γυμνασίου. Δεν μας χώραγε το σχολείο (τωρινό 1ο Λύκειο) και μας φιλοξενούσε το 1ο Δημοτικό, μόνο σε απογευματινή βάρδια. Εκείνη την ημέρα μάθαμε – με πολύ χαρά – πως το Γυμνάσιο «έπιασε ψείρες και κορέους» και θα μας πήγαιναν στην Αρβανιτιά!!!
Αιτία για τις «ψείρες» ήταν κάτι βιβλία που υπήρχαν στο «Υπερώο», στην αίθουσα που ξεχωρίζει στο δώμα του μοντέρνου κτιρίου του Γυμνασίου.
Έτσι μάθαμε ότι υπήρχε μια βιβλιοθήκη εκεί πάνω.
(Μην παραξενευόσαστε, που θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία. Ήταν της Αγίας Αικατερίνης και γιόρταζε η καθηγήτριά μας, η φιλόλογος κυρία (τότε δεσποινίς) Φούλια και μας κέρασε (!!!!) στου Κρίπα στην Αρβανιτιά. Αυτά δεν ξεχνιόνται, γιατί δεν ξανάγιναν.)
Η δεύτερη πληροφορία για αυτά τα βιβλία ήταν από τον πατέρα μου. Γνώριζε πως υπήρχαν «εκεί πάνω», αλλά απαγορευόταν να τα πλησιάσουν παιδιά, γιατί «θα κολλούσαμε φυματίωση».
Ο πατέρας μου Τάκης Κοΐνης ήταν στην πρώτη φουρνιά παιδιών όταν το 1934 μετακόμισε το Γυμνάσιο από το σημερινό Δημαρχείο στο κτίριο του νυν 1ου Λυκείου. Το «υπερώο» είχε φτιαχθεί για «Βιβλιοθήκη» του σχολείου και για αυτό είχε διαμορφωθεί με το γνωστό σκιάδιο (καταστράφηκε επί Τσούρνου κατόπιν παροτρύνσεως της Αρχαιολογίας!!!!).
Την επόμενη χρονιά στη Β’ Γυμνασίου κάναμε μάθημα, το 1ο Τμήμα, στην αίθουσα Πληροφορικής του 1ου Λυκείου (72 αγοράκια!!!!) και το 2ο Τμήμα (78!!!!!! Μαθητές) στο υπερώο.
Τότε μάθαμε και το βάρβαρο σπορ του «Βιβλιοπόλεμου», δηλαδή παίρνεις ένα παλιό βιβλίο το βρέχεις, γίνεται πιο βαρύ και το εκσφενδονίζεις σε έναν συμμαθητή σου. Πονάει το άτιμο.
Δεν χρειαζόταν ο «Σπάϊτς» αφορμές. Έτσι και αλλιώς με την πρώτη ευκαιρία μας έδερνε…
Τα επόμενα χρόνια άρχισε συστηματική προσπάθεια σωτηρίας αυτών των βιβλίων. Ο εξαίρετος Γυμνασιάρχης Ι. Δημακόπουλος (εκ των συγγραφέων της Ιστορίας Γενικής Παιδείας) στη μια χρονιά που υπηρέτησε στο σχολείο μας επιμελήθηκε της βιβλιοδεσίας πολλών από αυτά τα βιβλία, αναγνωρίζοντας την μεγάλη τους αξία.
Ήταν η «Βιβλιοθήκη του 1ου Γυμνασίου της Ελλάδος». Ξεκίνησε τις διαβουλεύσεις να μεταφερθούν από το σχολείο στο κτίριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης».
Ολοκληρώθηκε η μεταφορά την επόμενη χρονιά (Δ/ντρια Ισμήνη Λιάκου). Έμεινε μόνο μια ξύλινη ντουλάπα με παλιά βιβλία, που ανήκε στο Γυμνάσιο Θηλέων και αυτή δόθηκε στον «Παλαμήδη» το 2.000, από το 2ο Λύκειο Ναυπλίου.
Τί ήταν τα βιβλία αυτά; Δεν γνωρίζαμε. Η απάντηση εντελώς αόριστη «Κάτι βιβλία».
Μάθαμε μόνον όταν ανέλαβε –τέλη δεκαετίας 1970, αρχές 1980- ο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ να τα καταγράψει και μελετήσει.
Η πόλη μας του χρωστάει ευχαριστίες. Μια δουλειά που έπρεπε να είχε γίνει δεκαετίες πιο πριν … (ίσως να την είχε κάνει κανένας φιλόλογος, αλλά είχε χαθεί γιατί δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία… αφού λόγω φόβου φυματίωσης δεν τα πλησιάζαμε).
Με την εργασία του κ. Σκλαβενίτη γνωρίσαμε την φοβερή προσωπικότητα του ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΦΑΤΣΕΑ. Καθηγητής φυσικών επιστημών στο Γυμνάσιο Ναυπλίου από το 1865 ως το θάνατό του το 1872. Κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στο Γυμνάσιο. (Ανυπολόγιστης χρηματικής αξίας για την εποχή εκείνη). Μέρος της σώζεται μαζί με άλλα, που προέρχονται είτε από τη Βιβλιοθήκη της «Σχολής του Άργους» που μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο το 1825 (Βλέπετε, ο εθνομάρτυρας επίσκοπος Ναυπλίας και Άργους Γρηγόριος, δεν επονομάσθηκε άδικα «Καλαμαράς», στη σχολή είχε συγκεντρώσει και αρκετά βιβλία). Άλλα ήταν αγορές του Υπουργείου Παιδείας, επί Όθωνος και Γεωργίου και άλλα δωρεές ιδιωτών.
Τα βιβλία υπάρχουν. Σώζονται, συντηρούνται φυλάσσονται και έχουν «σκαναρισθεί» σε μια αίθουσα της Βιβλιοθήκης «Ο Παλαμήδης».
Χάρη στον κ. Σκλαβενίτη μάθαμε ποιος ήταν ο περίφημος ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΦΑΤΣΕΑΣ.
Μέχρι τότε στην Αργολίδα γνωρίζαμε για αυτόν:
1) Ότι ο Φατσέας ήταν εκτός από καθηγητής Φυσικής και γιατρός. Την πληροφορία αυτή δίνει ο στο βιβλίο του για την «Ιστορία του Γυμνασίου Ναυπλίου», ο Δεμοίρος.
2) Ένα επίγραμμα του Ανδρέα Λασκαράτου, που είχε καταγράψει – και διασώσει – ο Αργείτης ιστορικός Βαρδουνιώτης και ανφέρεται στην παραμονή του Φατσέα στο Ληξούρι τη δεκαετία του 1840.
3) Ότι υπήρχε ο οικογενειακός του τάφος στο Κοιμητήριο του Ναυπλίου.
Πληροφορίες λίγες, ελλιπείς και μερικώς λανθασμένες.
Χάρις στην εργασία του κ. Σκλαβενίτη μάθαμε:
1) Ο Αντώνιος Φατσέας γεννήθηκε το 1821 στα Αγγλοκρατούμενα Κύθηρα. Έμεινε πολύ μικρός ορφανός και μεγάλωσε μαζί με έναν θείο του παππά. Έτσι έγινε «Αναγνώστης» και για αυτό φορούσε ράσο.
2) Συνέχισε τις σπουδές του στην περίφημη Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα. Τον μόνο τίτλο που είχε ήταν του θεολόγου, αν και είχε ασχοληθεί και με άλλες επιστήμες.
3) Ανέλαβε δουλειά δασκάλου στο «Δευτερεύον» σχολείο του Ληξουρίου (ακόμα επί Αγγλικής Προστασίας) όπου έκανε παρέα με τον μεγάλο μας ποιητή Ανδρέα Λασκαράτο. Εκεί διαμορφώθηκαν οι απόψεις του για το «εκπαιδευτικό σύστημα» και την αξία διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών, ως βάσης της επερχόμενης τεχνολογικής εξέλιξης.
4) Ήρθε στην Αθήνα το 1848 και φοίτησε για λίγο στην Ιατρική Σχολή και μετά στη Φιλοσοφική (τότε ακόμα η Φυσικομαθηματική ήταν παράρτημά της).
5) Διορίστηκε καθηγητής Φυσικών πρώτα στη Λαμία, μετά στην Τρίπολη και τέλος ήρθε στο Ανάπλι, όπου πέθανε από φυματίωση και άφησε τα βιβλία του στο Γυμνάσιο.
6) Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο με ολιγοσέλιδα φυλλάδια με διάφορα θέματα… Έγραφε ποίηση στη Δημοτική και για αυτό τον απέκλειαν από τους διαγωνισμούς ποιήσεως. Ήταν οπαδός της Δημοτικής και άλλων – εξαιρετικά για την εποχή του προοδευτικών μεταρρυθμίσεων-.
Όλα αυτά τα μάθαμε χάρις σε εργασίες του κ. Σκλαβενίτη.
Θεωρώ πως ελάχιστη τιμή για τη μνήμη αυτού του «ευεργέτη» της πόλεως, αλλά και πραγματικά μεγάλου ανθρώπου, θα ήταν να δώσουμε τιμητικά την επωνυμία του «Υπερώου» (Αίθουσα Αντωνίου Φατσέα) και να οργανωθεί μια σχετική εκδήλωση με ομιλητή τον κ. Σκλαβενίτη.
Υπάρχουν και άλλες μεγάλες προσωπικότητες που πέρασαν από το «Γυμνάσιον Ναυπλίου», το «πρώτον εν Ελλάδι». Για αυτές θα προσπαθήσω να επανέλθω σύντομα… προς το παρόν δεχθείτε τις ευχές μου για «ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΑ».
(Τόλης Κοΐνης)