Νοέμβριος 1822 στο Ναύπλιο. Συνηθισμένος με τις σιγανές και μακρόσυρτες βροχές. Είχε προηγηθεί μεγάλη περίοδος ανομβρίας.
Η πόλη κυκλωμένη ολούθε. Στην Άρεια στρατοπεδευμένοι δυο χιλιάδες Έλληνες με φυλάκια στην Άγια Παρασκευή, στο Κατσίγκρι και στον Προφήτη Ηλία. Στη θάλασσα, περιπολούσαν Σπετσιώτικα καράβια και στο Μπούρτζι είχε εγκατασταθεί Ελληνική φρουρά με έναν φοβερό πυροβολητή, τον ΜικέλεΓκράμσι (άλλοι τον θέλουν Ναπολιτάνο Φιλέλληνα, βετεράνο του στρατού του Ναπολέοντα και άλλοι Έλληνα Βορειοηπειρώτη από την Χιμάρα, Μιχάλη Γκράμψη)
Μέσα στην πόλη (σήμερα τη λέμε «παλιά πόλη» ή «ιστορικό κέντρο», τότε οι κάτοικοί της την έλεγαν Βαρόσι) ζούσαν 5.000 περίπου Τούρκοι, 200 περίπου Εβραίοι, 800 περίπου Αλβανοί μισθοφόροι (κυρίως στο Παλαμήδι) και 200 περίπου Γενίτσαροι (στην Ακροναυπλία).
Όλοι τους πεινούσαν. Οι Έλληνες τους είχαν κόψει το νερό από την Άρεια. Περιμέναν τη βροχή, να ξεδιψάσουν, από λίγα πηγάδια και στέρνες που υπήρχαν. Φαΐ δεν είχαν. Μάζευαν χόρτα μπροστά από τα τείχη, προσπαθούσαν να ψαρέψουν κανά ψάρι από το βάλτο. Είχαν μετατρέψει σε τροφή κάθε ζωντανό που ζούσε μέσα από τα τείχη (σκυλιά, γατιά, ποντίκια, σκουλήκια κλπ.) Έφτασαν στο άκρον άωτο της κατάπτωσης, γευόντουσαν και πτώματα συμπολιτών τους.
Σε αυτή την άσχημη κατάσταση πρωταγωνίστησαν μερικά πρόσωπα…
Το βασικό και πιο τραγικό ήταν ο Πασάς, ο τελευταίος Μουχαβούζης= Διοικητής του Αναμπολού, όπως έλεγαν την πόλη μας. Ο Αλή Πασάς, ο Αργείτης. Ήταν πάμπλουτος. Είχε ένα τεράστιο σαράι πίσω από το σημερινό Τριανόν, στον «Μεγάλο Δρόμο», είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι γύρω από το σημερινό νεκροταφείο του Αγίου Βασιλείου στο Άργος. Τέσσερις γυναίκες και περί τους δέκα υπηρέτες… Είχε διοριστεί διοικητής της πόλης τον Ιούλιο του 1822. Από τον επόμενο μήνα δεν είχε δυνατότητα να ξεμυτίσει από τα τείχη.
Αυτός έπρεπε να πάρει την απόφαση…
Ή να παραδώσει την πόλη στους Έλληνες, να σώζονταν από την πείνα οι άμαχοι συμπατριώτες του, αλλά οΣουλτάνος να του έπαιρνε το κεφάλι (!!!!)
Ή να συνέχιζε τον αγώνα μέχρις εσχάτων… οπότε εάν δεν ερχόταν βοήθεια θα τους έσφαζαν οι Έλληνες… γιατί είχαν αθετήσει παλιότερη συμφωνία παράδοσης των φρουρίων.
Η μόνη του ελπίδα ήταν ο Δελή Αχμέτ. Ο αρχηγός του ιππικού του Δράμαλη… Μετά την μάχη στα Δερβενάκια το καλοκαίρι, είχε καταφέρει να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων δυο φορές και να οδηγήσει εφοδιοπομπές στο Ανάπλι. Ο Δράμαλης είχε πεθάνει και ο Δελή Αχμέτ είχε οριστεί σερασκέρης = διοικητής στη θέση του, στην Κόρινθο. Είχε 12.000 περίπου άνδρες.
Από την άλλη πλευρά, το δραματικό πρόσωπο ανάμεσα στους Έλληνες ήταν ο Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, επίσκοπος Βρεσθένης, Θεοδώρητος. Ήταν μέσα στο Ναύπλιο, όμηρος των Τούρκων.
Ο Αλής τον έβαλε «μέσον». Έκανε την πρόταση:Να τους αφήσουν οι Έλληνες να φύγουν στρατό και αμάχους, με τα όπλα τους και «ό,τι μπορούν να κουβαλήσουν», να πάνε στην Κόρινθο και να τους αφήσουν τα φρούρια και τα κανόνια. Ο Θεοδώρητος συμφώνησε. Μεταβίβασε την πρόταση στον Κολοκοτρώνη. Ο Γέρος αρνήθηκε. «Πείτε του παππά,να μην θέλει να σώσει το τομάρι του» ήταν η απάντηση.
Ο Κολοκοτρώνης είχε λείψει δυο μήνες… Είχε αρρωστήσει και είχε ανέβει στο Μαίναλο, να γιάνει. Κατέβηκε τέλη Οκτωβρίου. Πήρε αυστηρά μέτρα. Άφησε μόνο ένα μέρος του στρατεύματος έξω από το Ναύπλιο, με διοικητή τον (ανιψιό του) Στάικο Σταϊκόπουλο. Τους υπόλοιπους τους μετέφερε στα σύνορα Αργολίδας – Κορινθίας και δημιούργησε διάφορα στρατόπεδα (Κλεωνές, Αγιο Βασίλη, Άγιο Σώστη, Νεμέα). Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στη Νεμέα (τότε Άϊ Γιώργη).
Προέβλεψε ότι οι Τούρκοι από την Κόρινθο, θα ερχόντουσαν προς το Ναύπλιο και οι Ναυπλιώτες Οθωμανοί θα έκαναν έξοδο για να ενωθούν μαζί τους, μόλις όμως πλησίαζαν.
‘Ετσι και έγινε. 28 του Νοέμβρη κίνησε ο Δελή Αχμέτ. Κτύπησε στις Κλεωνές όπου ήταν ο Νικηταράς και οι Κρανιδιώτες με τον Παπά Αρσένη. Παρά λίγο να σπάσει το μέτωπο. Ο Παπά – Αρσένης έπεσε στο πεδίο της μάχης. Ο Νικηταράς οχυρώθηκε σε σπίτια. Στην κρίσιμη στιγμή φάνηκαν οι …Βούλγαροι (!!!) με τον Χατζηχρήστο. (Βούλγαροι και Σέρβοι ιππείς που είχαν έρθει σαν μισθοφόροι των Τούρκων, αλλά πέρασαν με το μέρος της Επανάστασης). Οι Κλεωνές δεν έπεσαν. Το μέτωπο δεν είχε ρήγμα και μόλις πλησίασε το κύριο μέρος του Τουρκικού στρατεύματος, ο Κολοκοτρώνης διέταξε κυκλωτική κίνηση. Ο Γέρος ξανά-ήταν ο νικητής.
Μετά από αυτό δεν είχαν καμιά ελπίδα οι Τούρκοι του Αναπλιού. Ήταν η πιο θλιβερή μέρα για την πόλη. Ο Αλή Πασάς ήξερε πως δεν είχε καμία δυνατότητα αντίστσης. Σκέφτηκε να ανεβάσει όλους όσους είχαν δυνατότητα να πολεμήσουν στο Παλαμήδι και να παρατείνει τον αγώνα. Οι περισσότεροι όμως συμπολίτες του ήθελαν να γίνει «τρατάτο», να παραδοθούν… Κάλεσε από το Παλαμήδι τους περισσότερους αξιωματικούς για σύσκεψη…
Τότε πήρε την ευκαιρία ο Σταϊκόπουλος και έκανε τη νυχτερινή έφοδο…
Ο Αλής επέμενε. Ο Κολοκοτρώνης απαιτούσε παράδοση άνευ όρων.
Ο Αλής βρήκε την μεσοβέζικη λύση. Δεν υπέγραψε ο ίδιος την παράδοση, αλλά ο Μουφτής, ο Καδής, κάποιοι αξιωματικοί και μερικοί επιφανείς πολίτες. Ο ίδιος μαζί με τον προκάτοχό του και τις οικογένειές τους παρέμειναν άλλα τρία χρόνια εδώ ως όμηροι.
Και τους συμπολίτες του έσωσε από τη σφαγή και το κεφάλι του από τον Σουλτάνο.