Ως ενεργειακή φτώχεια ορίζεται, κατά κύριο λόγο, η έλλειψη πρόσβασης των νοικοκυριών σε απαραίτητες ενεργειακές υπηρεσίες που παρέχουν βασικά επίπεδα και αξιοπρεπή πρότυπα διαβίωσης και υγείας, συμπεριλαμβανομένης της επαρκούς θέρμανσης, ζεστού νερού, ψύξης, φωτισμού και ενέργειας για ηλεκτρικές συσκευές, λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό εθνικό πλαίσιο, την υφιστάμενη κοινωνική πολιτική και άλλες συναφείς πολιτικές.
Με άλλα λόγια, η ενεργειακή φτώχεια σχετίζεται με τη μειωμένη ενεργειακή κατανάλωση των νοικοκυριών σε βαθμό που επηρεάζεται αρνητικά η υγεία, ευημερία και η ποιότητα ζωής των κατοίκων. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα πολυδιάστατο κοινωνικό πρόβλημα που σχετίζεται με μια σειρά από παράγοντες, όπως η σύνθεση και το εισόδημα των νοικοκυριών, η προϋπάρχουσα κατάσταση υγείας των μελών του, η ενεργειακή αποδοτικότητα των κατοικιών, οι τιμές ενέργειας, οι ενεργειακές υποδομές, ο τύπος της κατοικίας, το καθεστώς ιδιοκτησίας της κατοικίας, οι καθημερινές πρακτικές, οι κλιματικές συνθήκες, οι πολιτικές σε ένα μεγάλο εύρος τομέων (στέγαση, πρόνοια, ενέργεια, περιβάλλον) κ.λπ.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας στην Ευρώπη, με την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και την ενεργειακή κρίση του 2022 να επιδεινώνουν την κατάσταση. Μάλιστα, υπάρχουν σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, με τις βόρειες και κεντρικές περιοχές της Ελλάδας να εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ενεργειακής φτώχειας.
Οι επιμέρους δείκτες αποκαλύπτουν τις δυσκολίες των νοικοκυριών στην εξασφάλιση επαρκούς θέρμανσης και στην εξόφληση λογαριασμών, και επισημαίνουν το υψηλό ενεργειακό κόστος σε σχέση με το εισόδημα, καθώς και τα φαινόμενα υποκατανάλωσης ενέργειας.
Τα μονομελή και πολυμελή νοικοκυριά παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Η ιδιοκτησία της κατοικίας παίζει επίσης ρόλο, με τα νοικοκυριά που πληρώνουν ενοίκιο να αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Παράλληλα, τα νοικοκυριά που διαβιούν σε κατοικίες που χτίστηκαν πριν το 1980 εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας, λόγω χαμηλότερης ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών.
Όσον αφορά τα συστήματα θέρμανσης, τα νοικοκυριά που χρησιμοποιούν λιγότερο αποδοτικά συστήματα, όπως ξυλόσομπες και σόμπες υγραερίου, είναι πιο ευάλωτα στην ενεργειακή φτώχεια. Είναι, επίσης, σαφές πως το εισόδημα των νοικοκυριών αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, με τα χαμηλότερα εισοδήματα να αντιμετωπίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόκληση της πράσινης μετάβασης, και ιδιαίτερα η απαίτηση για μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των νοικοκυριών, απαιτεί ριζικό μετασχηματισμό του προφίλ ενεργειακής κατανάλωσης στον οικιακό τομέα της χώρας, και επομένως εκ των πραγμάτων το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας τίθεται σε νέες βάσεις.
Ουσιαστικά ο τομέας των κτιρίων κατοικίας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια τριπλή πρόκληση: (α) να μειώσει το ανθρακικό του αποτύπωμα, (β) να προσαρμοστεί στην κλιματική αλλαγή, και (γ) να αντιμετωπίσει δομικά την ενεργειακή φτώχεια.
Συνολικά, το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας απαιτεί ολιστικές προσεγγίσεις και στοχευμένες πολιτικές για την αντιμετώπιση του, συνδυάζοντας μέτρα κοινωνικής πολιτικής με βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση των κατοικιών και την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Κομβικής σημασίας είναι η συνεχής έρευνα και παρακολούθηση του φαινομένου, για την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών που θα εξασφαλίσουν την πρόσβαση σε προσιτή και βιώσιμη ενέργεια για όλους τους πολίτες.
Απαντήσεις στις προκλήσεις της ενεργειακής φτώχειας στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης επιχειρεί να δώσει το έργο «Ανθεκτικότητα, Συμπερίληψη και Ανάπτυξη: Προς μια Δίκαιη Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση των Ελληνικών Περιφερειών» (JustReDI), το οποίο λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0, με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – NextGenerationEU και υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Καινοτομίας.
Το έργο JustReDI υλοποιείται με τη σύμπραξη έξι φορέων και ιδρυμάτων: του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), του Ερευνητικού Κέντρου «ΑΘΗΝΑ», καθώς και του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ) και του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος (ΔιΠΑΕ).
Το JustReDI περιλαμβάνει ένα συνεκτικό σύνολο δράσεων που θα συμβάλλουν στην υλοποίηση των ευρωπαϊκών και εθνικών στρατηγικών για την αναπτυξιακή πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, μεγιστοποιώντας τον θετικό αντίκτυπο για την τοπική κοινωνία, ελαχιστοποιώντας τις κοινωνικές επιπτώσεις της διττής μετάβασης, ιδίως για τις ευάλωτες ομάδες και περιφέρειες, και ενισχύοντας την οικονομική και κοινωνική ανθεκτικότητα υπό το πρίσμα της δίκαιης ανάπτυξης και της συμπερίληψης.
Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν τις αντιλήψεις που σχηματίζουν οι Έλληνες για τα θέματα αυτά είναι και η έγκυρη δημόσια πληροφόρηση. Έτσι, το έργο περιλαμβάνει μια δράση για την αποτίμηση της αξιοπιστίας των ειδήσεων γύρω από την κλιματική αλλαγή και την πράσινη μετάβαση (Check4Facts).
Περισσότεροι πολίτες συμμετέχοντες στη διαδικασία, περισσότερες ευκαιρίες για βιώσιμη ανάπτυξη.