home design 800Χ400

Ένας Αρχαιολόγος περιγράφει τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο

Οι περιγραφές του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου (1940- 41) στο «Ημερολόγιον ελληνο-ιταλικού πολέμου» από τον αρχαιολόγο Χρήστο Πέτρου-Μεσογείτου. Περιλαμβάνεται σε έναν ογκώδη τόμο που, όμως, διαβάζεται απνευστί.

Επιμέλεια: Κων/νος Χ.Τζιαμπάσης*

Ο αρχαιολόγος Χρήστός Πέτρου-Μεσογείτης, στρατιώτης του ’40, κρατάει ημερολόγιο και γράφει στις επόμενες γενιές από το μέτωπο ενός πολέμου που η ιστορία και ο λαός χαρακτήρισαν «επικό». Δεν είναι αξιωματικός, ιστορικός του στρατού, δημοσιογράφος ή φημισμένος λογοτέχνης.

Αλλά ας δούμε τα αποσπάσματα από το «Ημερολόγιον ελληνο-ιταλικού πολέμου (1940- 41)» του Χρίστου Ν. Πέτρου Μεσογείτη

«Το απόγευμα πήγα στο χωριό. Τους ανεκοίνωσα τα συμβαίνοντα… Η αδελφή μου σαν ήρθε να με σκεπάση το βράδυ πού έπεσα να κοιμηθώ με φίλησε στα δυο μου μάγουλα και αναλύθηκε σε λυγμούς. Με πείραξαν βαθειά τα δάκρυα αυτά της αδελφής μου».

«Πάντως φεύγαμε όλοι με την ελπίδα και σχεδόν με την βεβαιότητα ότι δεν επρόκειτο για τον ερχόμενο χειμώνα τουλάχιστον να έχωμε καμμιά πολεμική περιπέτεια».

«Μετά την Καστοριά θα βαδίζαμε νύχτα, γιατί θα ήμαστε στο πεδίον ορατότητος του εχθρού. Θα πηγαίναμε λοιπόν απάνω στα σύνορα! Ένα τέτοιο πράγμα αρχίσαμε να καταλαβαίνωμε… Βαδίζαμε διαρκώς μέσα στην βροχή και το σκοτάδι. Επειδή είχα βραχή και κουρασθή απάνω στην φοράδα μου κατέβηκα. Κάποιος μου εζήτησε να καβαλλήση. Του την έδωσα χωρίς να τον γνωρίσω μέσα στο σκοτάδι, ποιος ήταν. Ο δρόμος ατέλειωτος κι’ εμείς προχωρούμε πάντα μέσα στις λάσπες. Κανένα φώς παρηγορίας δεν φαίνεται. Δεν διακρίνομε ούτε τους συντρόφους μας. Στο βάθος φαίνονται κάποτε – κάποτε ισχυρά φώτα αυτοκινήτων, πού τα περνάμε για προβολείς. Στάσι δεν κάναμε καμμιά εκτός από μια μόνον, προτού βραδυάση. Μαζί με όλα τ’ άλλα και η κούρασις. Βλαστημάμε θεούς και δαίμονες…».

«Οι κακουχίες, πού τώρα περνούσαμε μάς φαινόντουσαν τρομερές, αβάσταχτες. Πού να ξέραμε, τι επρόκειτο να ακολουθήση!… Μετά την Μεσοποταμία επήγαμε κι’ εστρατοπεδεύσαμε απέναντι σ’ ένα δάσος με λεύκες πυκνοφυτεμένες και πανύψηλες. Είναι δίπλα στο ποτάμι πού περνάει κάτω από την Μεσοποταμία, του οποίου το όνομα δεν έμαθα. Τα φύλλα τους έχουν αρχίσει να κιτρινίζουν. Μαντεύει όμως κανείς εύκολα τί μαγεία θα είναι εδώ το καλοκαίρι. Κάτω από τις λεύκες αυτές κατασκηνώσαμε».

«Η κατάστασις φαινόταν εξαιρετικά ήρεμη και τίποτα δεν έδειχνε εκείνο που επρόκειτο έπειτ’ από λίγες μέρες να συμβή. Ένας Συντ/χης του Πεζικού, που είχε έρθει απάνω από τα σύνορα μας διαβεβαίωσε ότι πολύ γρήγορα θα γυρίζαμε στα σπίτια μας, γιατί οι Ιταλοί αντελήφθησαν την απόφασή μας ν’ αντισταθούμε, είδαν τις ετοιμασίες μας και απέσυραν τα στρατεύματά τους 40 χιλιόμετρα μέσα από τα σύνορα και μας “έτειναν χείρα φιλίας’’, όπως επί λέξει είπε!! Η κλάσις του ’32 περιμέναμε από μέρα σε μέρα ν’ απολυθούμε…»

Ημερολόγιον ελληνο-ιταλικού πολέμου / ΦΩΤΟ: Αρχείο Πέτρου Χρήστου Μεσογειτη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλυβιων

28 Οκτωβρίου (Δευτέρα) 1940

«Σηκωθήκαμε κατά τις 6 και 30΄. Δυτικά προς το βάθος ακουγόντουσαν συνεχείς βροντές. Οι λάμψεις μάλιστα αντανακλούσαν στα νέφη πού υπήρχαν εκεί. Εγώ στην αρχή νόμιζα ότι πρόκειται γι’ αστραπές και βροντές. Έξω από την σκηνή του καθόταν ο Λοχαγός με τον Ανθ/γό Βάο και σχολίαζαν τις βροντές. Έλεγαν ότι κάποια ναυμαχία θα ήταν στην Αδριατική μεταξύ του αγγλικού και του ιταλικού στόλου!».

«Οι βολές εξακολουθούσαν. Εμείς νιφθήκαμε και πήραμε τσάι. Οι στρατιώτες σχολίαζαν τους κανονιοβολισμούς… Εν τω μεταξύ ψιθυρίσθηκε ότι κηρύχθηκε πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας! Αυτό έπεσε σαν βόμβα. Κανείς δεν περίμενε την απροσδόκητη αυτή είδησι. Πάγωσε η καρδιά όλων μας. Αυτή την στιγμή δεν άρκεσε να μας δώση θάρρος ούτε το μίσος μας κατά των Ιταλών. Στα πρόσωπα όλων μας απλώθηκε η μελαγχολία. Το φάσμα του πολέμου ήταν μπροστά μας με όλα τα δεινά του».

«Διψούσαμε για νέα, αλλά οι ειδήσεις, που παίρναμε ήσαν συγκεχυμένες. Εφημερίδες, έστω και οι μακεδονικές, δεν έφταναν μέχρι του σημείου, που βρισκόμαστε. Οι στρατιώτες διέδιδαν διάφορες φήμες. Έλεγαν ότι προχωρούσαμε και ότι το πυροβολικό μας τους επέβαλε σιγή, για να μεταχειρισθώ την χαρακτηριστική φράσι τους. Ενθουσιασμός μεταξύ των στρατιωτών υπήρχε μεγάλος. Μεγάλη επίσης ήταν και η αγανάκτησις, πρό παντός όταν έγιναν γνωστές οι συνθήκες υπό τας οποίας επεδόθη εις τον Έλληνα πρωθυπουργό το άτιμο ιταλικό τελεσίγραφο. Βλέπαμε όλοι ότι ο πόλεμος μας επεβλήθη και ότι δεν μπορούσαμε να τον αρνηθούμε. Θα πολεμούσαμε».

«Ας είναι, ο πόλεμος έχει αρχίσει. Συχνά ακούγονται κανονιοβολισμοί. Κοντά μας δεξιά και αριστερά είναι και δικές μας βαρείες πυροβολαρχίες, που βάλλουν. Σε μια στιγμή βλέπομε να σκάνε εχθρικές οβίδες πλησίον στην δεξιά μας πυροβολαρχία, που θα ήταν μακρυά μας 2-3 χιλιόμετρα. Ασυνήθιστοι, όπως ήμαστε, ταραχθήκαμε και αρχίσαμε να σκεπτώμαστε, πώς θα μπορούσαμε να διασκορπισθούμε, για να προφυλαχθούμε. Είδε κι’ έπαθε να μας συμμαζέψη ο Μαλτέζος! Τώρα καταλάβαινα, πόσο ύπουλο όπλο είναι το πυροβολικό!».

21 Νοεμβρίου 1940 (Πέμπτη)

«Την νύχτα είχαν φέρει άλλους 14 Ιταλούς αιχμαλώτους. Τους εξήτασε και αυτούς ο κτηνίατρος. Μεταξύ αυτών αρκετοί ήσαν αλπινισταί. Ανήκαν στην Μεραρχία Tzidentina, της οποίας ένα Συντ/μα έφθασε την περασμένη εβδομάδα από το Πρίντεζι στα Τίρανα αεροπορικώς. Η πληροφορία ήταν σημαντική, γιατί για πρώτη φορά μαθαίναμε ότι και αεροπορικώς φθάνουν δυνάμεις στην Αλβανία από την Ιταλία. Τους δώσαμε τυρί και ψωμί να φάνε, γιατί είχαν 3 μέρες νηστικοί και τους διώξαμε για κάτω. Μεταξύ των επιστολών των πού είδαμε ιδιαιτέρα εντύπωσι μού έκαναν μερικές κάρτες, τις οποίες τις είχε στείλει η γυναίκα του σε έναν από αυτούς. Του έγραφε λακωνικά και με τρυφερώτατες λέξεις. Τις διάβαζα και σκεπτόμουνα πόση δυστυχία έχει σπείρει στις τρυφερές και γεμάτες αγάπη αυτές ψυχές η κτηνώδης και απάνθρωπη φιλοδοξία του Mussolini. Κράτησα μερικές από τις κάρτες αυτές γι’ ανάμνησι, όπως έκαναν και μερικοί άλλοι από τα παιδιά του Γραφείου… Ιδού μερικά δείγματα: tanti pansieri cari = πολλές αγαπημένες σκέψεις, Ti voglio tanto bene, tua mogliettina = Σε ποθώ πάρα πολύ, η γυναικούλα σου, Ti amo ogni giorno di piu, tua mogliettina = Σε αγαπώ κάθε μέρα πιο πολύ, η γυναικούλα σου.

24 Νοεμβρίου (Κυριακή)

«Σε λίγο μπαίναμε σε αλβανικό έδαφος. Ο δρόμος επίσης αδιάβατος από τις πολλές λάσπες. Αυτοκίνητα, κανόνια, κοινά αμάξια και άλλα μεταφορικά μέσα είχαν κολλήσει σε πολλά σημεία… Παντού σημεία της ιταλικής διελεύσεως, κουτιά από ιταλικές κονσέρβες, ριγμένα φυσίγγια από ιταλικά όπλα, κομμάτια χαρτιά με ιταλικά γράμματα. Στο βάθος φαίνεται ο θρυλικός πια Μόροβας, ο Μοράβας, όπως τον λέμε συνήθως οι στρατιώτες, ψηλός, σκοτεινός και με πλήθος από δειράδες. Πώς τον κατέλαβαν οι στρατιώται μας; Όταν τον αντικρύζη κανείς καταλαβαίνει αμέσως πόσο ηρωικό ήταν το κατόρθωμά τους».

2 Δεκεμβρίου (Δευτέρα)

Μας έφεραν έπειτα και 5 Ιταλούς αιχμαλώτους. Τους έφεραν στις 24 του μηνός από την Ιταλία. Ένας από αυτούς δεν πολέμησε ούτε μια ώρα και παραδόθηκε. Μένουν ευχαριστημένοι, πού πιάσθηκαν αιχμάλωτοι και τραγουδάνε. Δεν είναι για πόλεμο τα παιδιά! Οι δικοί μας στρατιώτες έχουν μια μεγάλη αυτοσυγκέντρωσι, νομίζει κανείς ότι εκτελούν κάθε τους πράξι σαν να την είχαν προηγουμένως μελετήσει οι ίδιοι. Αφού με αυτοπεποίθησι, με σύνεσι, με αποφασιστικότητα βιάζονται, θέλουν να τελειώση γρήγορα ο πόλεμος, είναι έτοιμοι για κάθε θυσία. Βρίζουν, βλαστημούν και καταριώνται ακατάπαυστα τον Mussolini».

9 Δεκεμβρίου (Δευτέρα)

«Ο πληθυσμός της χώρας αυτής (Αλβανίας) υποφέρει τρομερά τώρα. Δεν έχει αλάτι, πετρέλαιο, ζάχαρι και άλλα ακόμη είδη. Εφέτος θα έχει επίσης και έλλειψι από ψωμί. Τα χωράφια, ένεκα του πολέμου δεν καλλιεργήθηκαν όλα. Θα κινδυνέψουν ακόμη και τα ζώα τους τώρα τον χειμώνα, πού δεν έχουν τροφή να φάνε. Τα πρόβατά τους δε, ένεκα του πολέμου και ιδίως των μαχών πού διεξάγονται στα χαμηλότερα μέρη, δεν μπορούν να τα μεταφέρουν στα χειμαδιά και υπάρχει φόβος να ψοφήσουν με τα χιόνια απάνω στα ψηλά βουνά, πού είναι τα χωριά τους».

20 Δεκεμβρίου (Παρασκευή)

«Περνάνε μερικά ζώα μας ισχνά και πληγωμένα. Τα πηγαίνουν ασφαλώς σε κανένα νοσοκομείο κτηνών. Τα είχαν κρατήσει για μια στιγμή στην άκρη του δρόμου. Το ένα τρώει χιόνι και άλλα μερικές ψάθες, πού ήσαν ριγμένες εκεί. Βλέπω το κατάντημά τους και λυπάμαι κατάκαρδα».

24 Δεκεμβρίου (Τρίτη)

«Βρέχει όλη την ημέρα και κάποτε-κάποτε χιονίζει. Το χιόνι έχει γίνει λάσπη. Οι αρβύλες γίνονται μούσκεμα… Είναι παραμονή Χριστουγέννων, αλλά πού να το σκεφθή κανείς εδώ πάνω».

26 Δεκεμβρίου (Πέμπτη)

«… οι άλλοι πού είναι στα παρατηρητήρια υποφέρουν τρομερά από το κρύο. Τους αντικαθιστούν κάθε 5- 6 μέρες… Τα παρατηρητήρια εργάζονται τώρα καλά. Έχουν καταλάβει θέσεις προς τον τομέα του Πόγκραντετς. Περισσότερο προωθημένοι είναι του ουλαμού του ήχου. Περίμεναν αγωνιωδώς πληροφορίες από μένα, ένεκα της θέσεώς μου, σχετικά με τις επιχειρήσεις. Αυτοί ζουν απομονωμένοι από κάθε είδησι».

27 Δεκεμβρίου (Παρασκευή)

«Σήμερα κάνει διαβολεμένο κρύο. Το δριμύτερο πού συναντήσαμε ως τα σήμερα εδώ πάνω. Φυσάει δυνατός βοριάς, πού τρυπάει τα κόκκαλα. Αισθάνεται κανείς να του ξεραίνεται, να του στείβεται το μυαλό».

4 Φεβρουαρίου (Τρίτη)

«Ασχολούμαι και με τις ιταλικές υποκλοπές που παίρνει ειδικός σταθμός εγκατεστημένος στο Οσνάκ. Τις παίρνω από τηλεφώνου και τις μεταβιβάζω στο Σώμα. Είναι λέξεις συνθηματικές. Σήμερα όμως είχαμε αριθμούς τριψηφίους, των οποίων κατέχουμε την κλείδα. Ασχολήθηκα το βράδυ με την αποκρυπτογράφησι αυτών».

12 Απριλίου (Σάββατο)

«Η αναμενομένη διαταγή της συμπτύξεως δόθηκε… Πένθος, βουβό ψυχικό κλάμα! Εμείς οι νικηταί να φύγωμε, να εγκαταλείψωμε το έδαφος που το ποτίσαμε με τόσο άφθονο αίμα; Καταραμένη τύχη! Και τους νεκρούς μας που θα τους αφήσωμε; Νομίζω πως ακούγω και το δικό τους θρήνο… Είναι δύσκολο να γράψω περισσότερα».

6 Μαϊου, Αθήνα.

«Τα γερμανικά αεροπλάνα σχίζουν κάθε στιγμή βαρβαρικά τον ήσυχον αττικό αιθέρα, όπως σχίζει την ψυχή μας η βαρβαρική ιταμότης του κατακτητού. Τον ατενίζομε με μια αγέρωχη ψυχρότητα, που τον πειράζει. Τον ατενίζουν μάλλον με περιφρόνησι οι φωτεινοί αιώνες και ο άφθαρτος πολιτισμός, που άνθησε στην γη αυτή, όπως ατενίζουν με την ίδια περιφρόνησι τα ιερά μάρμαρα της Ακροπόλεως την σημαία του αγκυλωτού σταυρού, που κρέμασαν εκεί πάνω και πού την ριπίζουν όχι οι λεπτές αττικές πνοές, αλλά ο σίφουνας της εκδικήσεως, του αναθέματος και της κατάρας».

Ο Χρίστος Ν. Πέτρου Μεσογείτης, γεννημένος το 1909 στα Καλύβια Αττικής, ήταν αρχαιολόγος που διορίστηκε αρχικά στην Ανατολική Κρήτη και έπειτα μετατέθηκε στο Ναύπλιο. Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω αποσπάσματα στο διεξοδικό του ημερολόγιο δεν κατέγραψε μόνο στρατιωτικά γεγονότα αλλά και πλήθος άλλες παρατηρήσεις, εικόνες και σκέψεις, που ανασυνθέτουν με μεγάλη δεξιοτεχνία και, κυρίως, σπάνια, αισθαντική μέχρις σήμερα αυθεντικότητα τους άγριους εκείνους μήνες, από τον Οκτώβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του ’41. Περιγράφει εξαίσια το τοπίο των αλβανικών βουνών και τον απλό λαό της γειτονικής χώρας, συμπονά και συμπάσχει όχι μόνο τους συμπολεμιστές του αλλά και τους αιχμαλώτους Ιταλούς στρατιώτες, ακόμα και τα ζώα, τα άλογα των ημιονηγών του ελληνικού στρατού. Τα γραπτά του, αλλά και οι εικόνες που κατέγραψε και διέσωσε με μια φωτογραφική μηχανή που αγόρασε στην Κορυτσά, αποκαλύπτουν και στον σημερινό αναγνώστη έναν ανθρωπιστή, περισσότερο κι απ’ ότι έναν ήρωα. Κι ας έφυγε από τη ζωή πολύ πρόωρα- καταπονημένος από τις κακουχίες του πολέμου και της Κατοχής.

*Ο Κων/νος Χ. Τζιαμπάσης είναι Αρχαιολόγος

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version