banner home design 800x400

Πάθος στη Σπάρτη – Η επιστροφή της Παυλίνας. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας που ξυπνάει και πάλι μετά από δεκαετίες

Το πάθος που έτρωγε τον Γιάννη μέσα του ήταν αληθινό, αλλά ο φόβος των συνεπειών τον έπνιγε

Ο Γιάννης είχε πλέον περάσει τα 48 του χρόνια, ένας άντρας ώριμος και καταξιωμένος στον χώρο της επιστήμης του. Έμενε και εργαζόταν στη Σπάρτη, την πόλη που τον μεγάλωσε και που του έδινε μια αίσθηση σταθερότητας. Η ζωή του φαινόταν ολοκληρωμένη: Μια αγαπημένη γυναίκα, τρία παιδιά και μια ήρεμη καριέρα. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Στην πραγματικότητα, μια σκιά από το παρελθόν συνέχιζε να πλανιέται πάνω του.

Η σκιά αυτή είχε όνομα: Παυλίνα. Ήταν η πρώτη του αγάπη, ο παιδικός έρωτας που είχε αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στην καρδιά του. Εκείνη ήταν η καστανόξανθη με τα πράσινα μάτια, το κορίτσι που του έκλεψε την καρδιά όταν ήταν μαθητές στο Γυμνάσιο. Όμως, οι ζωές τους είχαν πάρει διαφορετικούς δρόμους. Η Παυλίνα έφυγε για την Αμερική, μαζί με την οικογένειά της, και η επικοινωνία τους κόπηκε απότομα.

Για χρόνια ο Γιάννης είχε θάψει αυτή τη μνήμη, αλλά δεν είχε καταφέρει ποτέ να την ξεχάσει ολοκληρωτικά. Ήταν παντρεμένος, ναι, και αγαπούσε τη γυναίκα του, αλλά η σκέψη της Παυλίνας εμφανιζόταν που και που σαν φάντασμα από το παρελθόν. Και τότε, μια απρόσμενη συζήτηση με τον Χάρη, έναν παλιό συμμαθητή, έφερε τα πράγματα στην επιφάνεια.

“Τι να κάνει άραγε η Παυλίνα;” είχε ρωτήσει ο Χάρης. “Ξέρεις ότι έρχεται στη Σπάρτη το καλοκαίρι;”

Η καρδιά του Γιάννη χτύπησε σαν τρελή. Κάτι ξύπνησε μέσα του, κάτι που πίστευε ότι είχε χαθεί για πάντα. Αποφάσισε να την ψάξει.

Η επαφή

Ο Γιάννης βρήκε την Παυλίνα στα κοινωνικά δίκτυα. Ήταν σχεδόν ανατριχιαστικό πόσο ίδια έδειχνε, παρόλο που είχαν περάσει δεκαετίες. Τα μαλλιά της, λίγο πιο κοντά τώρα, συνέχιζαν να έχουν αυτή τη χαρακτηριστική καστανόξανθη απόχρωση, και τα πράσινα μάτια της έλαμπαν ακόμα με την ίδια ζωντάνια.

Η επικοινωνία τους ξεκίνησε δειλά. Αντάλλασσαν μηνύματα για τις ζωές τους, για τις οικογένειές τους, για το παρελθόν τους. Στην αρχή, η συζήτηση περιοριζόταν σε τυπικά θέματα. Όμως, σιγά – σιγά, η ένταση αυξανόταν. Η Παυλίνα τού εξομολογήθηκε ότι ο γάμος της δεν ήταν ευτυχισμένος. Η φαινομενικά λαμπερή ζωή της στην Αμερική είχε αφήσει κενά που δεν μπορούσε να καλύψει.

Ο Γιάννης ένιωθε την καρδιά του να φλέγεται. Ήταν παντρεμένος, ευτυχισμένος, με μια γυναίκα που τον αγαπούσε. Αλλά αυτή η επικοινωνία με την Παυλίνα του θύμιζε ποιος ήταν πριν δεσμευτεί, πριν αναλάβει τις ευθύνες της οικογένειας. Και, κάπου βαθιά μέσα του, ήξερε ότι αυτός ο παιδικός έρωτας δεν είχε ποτέ τελειώσει πραγματικά.

Η συνάντηση

Ήρθε το καλοκαίρι και η Παυλίνα επέστρεψε στη Σπάρτη για τις διακοπές της. Η μέρα της συνάντησης πλησίαζε, και ο Γιάννης δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τη σκηνή που φανταζόταν ξανά και ξανά: Η Παυλίνα να στέκεται μπροστά του, ώριμη, πανέμορφη, με το σώμα της πιο λαμπερό από ποτέ. Η επιθυμία του να την αγγίξει, να τη φιλήσει, να ξαπλώσουν μαζί, τον κατέκλυζε.

Συναντήθηκαν σε ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Η Παυλίνα ήταν όπως την είχε φανταστεί, ίσως και καλύτερη. Φορούσε ένα απλό λευκό φόρεμα που αναδείκνυε το σώμα της, ενώ τα μαλλιά της χύνονταν απαλά στους ώμους της. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο προσμονή.

Ο Γιάννης την κοίταξε και ήξερε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί. Οι πρώτες κουβέντες ήταν αμήχανες, αλλά η χημεία μεταξύ τους ήταν αδιαμφισβήτητη. Το παρελθόν τους, ο παιδικός έρωτας, η αθωότητα που είχαν κάποτε μοιραστεί, όλα είχαν μετατραπεί σε έναν ανεκπλήρωτο πόθο που τώρα φούντωνε πιο έντονα από ποτέ.

Η σκηνή που φαντάστηκε

Ο Γιάννης δεν μπορούσε να σταματήσει να φαντάζεται τη στιγμή που θα ήταν μαζί της. Στο μυαλό του, βρισκόταν ήδη σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο, μακριά από τα μάτια της πόλης. Το δωμάτιο ήταν χαμηλόφωτο, το κρεβάτι στρωμένο με καθαρά, λευκά σεντόνια. Η Παυλίνα στεκόταν μπροστά του, κοιτάζοντάς τον με αυτό το βλέμμα που μόνο εκείνη μπορούσε να του δώσει.

Ξεκίνησε απαλά, τη χάιδεψε στους ώμους, τα δάχτυλά του διέτρεχαν τα μαλλιά της. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, κάθε άγγιγμα του κορμιού της τον γέμιζε με μια αίσθηση απελευθέρωσης. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόταν ξανά τόσο ζωντανός.

Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της και ένα κύμα πάθους τους τύλιξε. Το φιλί τους ήταν έντονο, γεμάτο προσμονή και ακατανίκητη επιθυμία. Την τράβηξε προς το κρεβάτι, τα κορμιά τους αγκαλιάστηκαν και η θερμότητα που ανέβλυζε από το σώμα της ήταν καυτή, σχεδόν αβάσταχτη. Τα χέρια του εξερευνούσαν κάθε της καμπύλη, το σώμα της έτρεμε από πόθο, και η ανάσα τους γινόταν όλο και πιο βαριά.

Στο μυαλό του, ο Γιάννης ήξερε ότι αυτή η σκηνή δεν ήταν μόνο μια φαντασίωση. Ήταν αυτό που πάντα ήθελε να ζήσει μαζί της, το απόλυτο τέλος μιας ιστορίας που ποτέ δεν είχε κλείσει τον κύκλο της. Της χάιδεψε την πλάτη, το λαιμό, και η Παυλίνα ανταποκρινόταν με κάθε της κύτταρο.

Η πραγματικότητα

Όμως, όσο κι αν η φαντασία του τον παρέσερνε, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Ο φόβος τού τι θα σήμαινε αυτό για τη ζωή του τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Ήξερε ότι η γυναίκα του θα τον εγκατέλειπε αν μάθαινε κάτι. Ήξερε ότι η οικογένειά του θα διαλυόταν.

Η στιγμή της επιλογής είχε φτάσει. Όταν ο Γιάννης και η Παυλίνα τελικά αποχαιρετήθηκαν εκείνο το βράδυ, με ένα φιλί που έμεινε μισό, ο Γιάννης κατάλαβε κάτι βαθύ. Ο έρωτας μπορεί να ήταν δυνατός, αλλά η αίσθηση του καθήκοντος, η αφοσίωση στην οικογένεια, ήταν ακόμα πιο δυνατά.

Ο πειρασμός και η απόφαση

Η νύχτα είχε πέσει στη Σπάρτη όταν ο Γιάννης γύρισε στο σπίτι του. Ο δρόμος προς το σπίτι ήταν γεμάτος σκέψεις και αμφιβολίες. Τα λόγια της Παυλίνας αντηχούσαν στο μυαλό του, οι φαντασιώσεις του απειλούσαν να πάρουν τη θέση της πραγματικότητας. Ήξερε πως ο πειρασμός να κάνει το επόμενο βήμα ήταν εκεί, ζωντανός, σαν φωτιά που σιγοκαίει μέσα του.

Η γυναίκα του τον περίμενε στο σπίτι, όπως κάθε βράδυ, χωρίς να υποψιάζεται τίποτα. Τα παιδιά είχαν ήδη κοιμηθεί. Την κοίταξε και ένιωσε ένα βάρος στο στήθος του. Πώς θα μπορούσε να προδώσει τόσα χρόνια κοινής ζωής; Πώς θα μπορούσε να διαλύσει όλα όσα είχε χτίσει με τόσο κόπο; Και όμως, το πάθος του για την Παυλίνα, αυτός ο παιδικός έρωτας που είχε ξυπνήσει μέσα του, τον έσπρωχνε σε μια ανεξέλεγκτη κατεύθυνση.

Πέρασαν μέρες που ο Γιάννης πάλευε με τον εαυτό του. Η Παυλίνα συνέχισε να του στέλνει μηνύματα, γλυκά και αθώα στην επιφάνεια, αλλά με μια υποβόσκουσα ένταση. Η ένταση αυτή γινόταν κάθε μέρα πιο ακατανίκητη. Η Παυλίνα του πρότεινε να συναντηθούν ξανά, αυτή τη φορά σε ένα ξενοδοχείο εκτός πόλης. Ήταν η απόλυτη πρόσκληση να ζήσει ό,τι πάντα είχε φανταστεί.

Ο Γιάννης δίστασε. Το πάθος που τον έτρωγε μέσα του ήταν αληθινό, αλλά ο φόβος των συνεπειών τον έπνιγε. Πήρε την απόφαση να συναντήσει την Παυλίνα για μια τελευταία φορά, να την κοιτάξει στα μάτια και να κλείσει αυτή την πόρτα για πάντα.

Η τελευταία συνάντηση

Συναντήθηκαν ξανά ένα απόγευμα στο ξενοδοχείο, όπως είχαν συμφωνήσει. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ηλεκτρισμό. Η Παυλίνα φορούσε ένα φόρεμα που αγκάλιαζε το σώμα της με τρόπο προκλητικό, και τα πράσινα μάτια της έλαμπαν. Τον κοίταξε με λαχτάρα, με αυτό το βλέμμα που τον τρυπούσε μέχρι τα βάθη της ψυχής του.

Μπήκαν στο δωμάτιο και η αμηχανία ήταν εμφανής. Ο Γιάννης προσπαθούσε να μείνει ψύχραιμος, αλλά η παρουσία της Παυλίνας τον έκανε να τρέμει από επιθυμία. Η Παυλίνα πλησίασε, έβαλε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε απαλά. Το φιλί της ήταν γλυκό, γεμάτο αναμνήσεις από το παρελθόν, αλλά και προσμονή για το μέλλον.

Όμως, ο Γιάννης ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Με μια κίνηση που τον εξέπληξε κι αυτόν, την απομάκρυνε απαλά και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.

“Παυλίνα, δεν μπορώ να το κάνω αυτό,” της είπε με σπασμένη φωνή. “Σε θέλω, πάντα σε ήθελα, αλλά δεν μπορώ να καταστρέψω τη ζωή μου και τη δική σου.”

Η Παυλίνα τον κοίταξε για μια στιγμή, τα μάτια της γεμάτα κατανόηση αλλά και απογοήτευση. Ήξερε βαθιά μέσα της ότι αυτό ήταν το σωστό, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί πόσο πολύ τον ήθελε κι εκείνη.

“Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις, Γιάννη,” του είπε. “Ήξερα ότι ίσως αυτό να μην γίνει ποτέ. Αλλά έπρεπε να το προσπαθήσουμε.”

Έμειναν εκεί, σιωπηλοί για λίγο, το δωμάτιο γεμάτο από τη βουή της ανομολόγητης επιθυμίας τους. Τελικά, η Παυλίνα σηκώθηκε, τον φίλησε στο μάγουλο και έφυγε. Η πόρτα έκλεισε πίσω της, και μαζί της έκλεισε και το κεφάλαιο του παιδικού τους έρωτα.

Η ζωή συνεχίζεται

Ο Γιάννης έμεινε μόνος του στο δωμάτιο για λίγο. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Ήξερε ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε πως είχε αφήσει πίσω του ένα κομμάτι της ψυχής του. Ένα κομμάτι που ίσως δεν θα έβρισκε ποτέ ξανά.

Όταν γύρισε σπίτι, η γυναίκα του τον περίμενε με το συνηθισμένο της χαμόγελο. Την κοίταξε με μια νέα αίσθηση εκτίμησης. Ο κίνδυνος που είχε αντιμετωπίσει τον έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο πολύ την αγαπούσε, πόσο πολύ εκτιμούσε όσα είχαν μαζί.

Το κεφάλαιο της Παυλίνας είχε κλείσει για πάντα, και ο Γιάννης ήξερε ότι δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Ήταν ένας έρωτας που τον είχε σημαδέψει, αλλά παρέμενε πλέον ένα κομμάτι του παρελθόντος. Η ζωή του συνεχίστηκε, γεμάτη με τις προκλήσεις και τις χαρές της καθημερινότητας.

Ήξερε όμως ότι, κάπου εκεί έξω, η Παυλίνα θα θυμόταν κι εκείνη εκείνο το απόγευμα. Και μαζί θα μοιράζονταν για πάντα την ανάμνηση μιας αγάπης που, αν και δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, παρέμεινε ζωντανή μέσα τους.

Μυρτώ

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version