Ήταν χάλκινο, μεγάλο σαν ταψί, όπως έλεγε η γιαγιά μου. Ξεπρόβαλε θεόρατο μέσα από τις λεμονιές, πίσω από τα κυπαρίσσια της αυλής μας. Νόμιζες πως θα το ακουμπήσεις. Ήταν τόσο μεγάλο που το ζήλευε κι ο ήλιος. Βαθύ κίτρινο και μετά χάλκινο, όσο ανέβαινε στον ουρανό. Να κατοικούν άνθρωποι εκεί, αναρωτιόμουνα και νόμιζα πως οι κρατήρες του σχημάτιζαν ένα περιστέρι με ανοιγμένα τα φτερά. Μπορεί να μην ταίριαζαν όλες οι παρομοιώσεις, όμως στην παιδική μου φαντασία χωρούσαν τα πάντα. Το Άργος ήταν όμορφο τότε. Το τσιμέντο δεν μας εμπόδιζε να δούμε την θάλασσα και ο νους μας ταξίδευε. Ταξίδευε σε χώρες μακρινές, στα αστέρια του ουρανού με καπετάνισσα την γιαγιά μας με τις αφηγήσεις της, για τους δράκους, τους πρίγκιπες και τις φεγγαροακτίνες με τις οποίες οι νεράιδες ύφαιναν τα μαντίλια τους για να μαγέψουν του νεραϊδοπαρμένους.
Κάθε αυγουστιάτικο φεγγάρι και μια νέα ιστορία, ένας νέος μύθος το ίδιο γλυκός και συναρπαστικός με τους προηγούμενους. Σταματούσαμε το κρυφτό στις γειτονιές μας και με μια φέτα βρεγμένο ψωμί και ζάχαρη, απολαμβάναμε τις ιστορίες. Το μυαλό μας τις έκανε μεγαλύτερες σε διάρκεια και με περισσότερους πρωταγωνιστές πριν τοποθετηθούμε οι ίδιοι μέσα στον μύθο μας και γίνουμε παιχνίδι του φεγγαριού.
Ακόμα και το Οτομοτρίς των 11 που σφύριζε μπαίνοντας στο Άργος, ήταν μέρος του παιχνιδιού μας. Ναι, κι οι χτύποι του ρολογιού της Παναγίας κι αυτοί παίζαν τον ρόλο τους. Όμως πρωταγωνιστής ήταν το Φεγγάρι μέχρι που μεσουρανούσε και τα μάτια μας έκλειναν από την νύστα στα πρόχειρα κρεβάτια που στήναμε στις αυλές και κάτω από τα δέντρα για να δροσιστούμε τις καυτές νύχτες του Αυγούστου. Ένα απλό κατάβρεγμα στο χώμα με το χέρι από έναν κουβά ήταν αρκετό να κατακάτσει η σκόνη, Το νερό δεν ήταν ακριβό τότε, αλλά το πονάγαμε και δεν το σπαταλούσαμε όπως σήμερα.
Ήταν ιεροτελεστία ο ύπνος κάτω από την επίβλεψη της πανσελήνου του Αυγούστου. Τα παραμύθια άρχιζαν να τα εμπλουτίζουν οι γρύλοι, τα πατήματα των ποδιών των κουνελιών στα κλουβιά τους, το θρόισμα των φύλλων. Ακόμα και το χτύπημα των φτερών των νυχτερίδων μας έκαναν να χωθούμε κάτω από το σεντόνι ζητώντας προστασία. Κι όταν ξεθαρρεύαμε λιγάκι ανοίγαμε το ένα μάτι για να το κλείσουμε αμέσως βλέποντας την καλαμοδόντα να ξεπροβάλει από αφώτιστες μεριές του φεγγαριού.
Μεγαλώνοντας ξέραμε πως ήταν ψέμα, αλλά μας άρεσε να το ζούμε. Ήταν τόσο μαγικές οι ακτίνες του Αυγουστιάτικου Φεγγαριού που ακόμα και σήμερα, γεννούν στην φαντασία μας ιστορίες αλλόκοτες αλλά συναρπαστικές όπως και τότε. Τότε που το παραμύθιασμα, δεν είχε δόλο. Δεν ήταν εμπορεύσιμο ούτε αναλώσιμο. Ήμασταν μέρος του οι ίδιοι, άλλοτε κομπάρσοι άλλοτε πρωταγωνιστές, αλλά ποτέ δεν υπήρχε παραμύθι αυγουστιάτικο χωρίς εμάς. Όπως δεν υπήρχε καν Φεγγάρι του Οξύρρυγχου – γνωστό και ως “μουρούνα”. Ούτε καν η Πανσέληνος δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο το μεγάλο Φεγγάρι του Αυγούστου. Σ` ευχαριστώ Αύγουστε, σ` ευχαριστώ Σελήνη.