home design 800Χ400

Η αρχαία πόλη της Πελοποννήσου που ήταν σκηνικό συγκρούσεων και βυθίστηκε από σεισμό

Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αθηναίοι κατέλαβαν την πολίχνη και χρησιμοποίησαν το λιμάνι της σαν βάση για τις πολεμικές επιχειρήσεις τους στην Ηλεία

Η Φειά (Φειαί) ήταν πολίχνη, λιμάνι της αρχαίας Ηλείας στην χώρα των Πισατών. Ήταν κτισμένη σε φυσικό κόλπο πάνω σε μικρό νησί (δεν υπάρχει σήμερα) δίπλα στην ξηρά και καταστράφηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Βρισκόταν κοντά στο σημερινό Κατάκολο, δίπλα στο ποταμό Ιάρδανο και ήταν σημαντικό λιμάνι της Ηλείας.

Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αθηναίοι κατέλαβαν την πολίχνη και χρησιμοποίησαν το λιμάνι της σαν βάση για τις πολεμικές επιχειρήσεις τους στην Ηλεία.

Η Φειά καταστράφηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. από σεισμό και καταβυθίστηκε.

Στη θέση της ακρόπολης χτίστηκε από τους Φράγκους κάστρο το οποίο διασώζεται ακόμα και σήμερα, το γνωστό Ποντικόκαστρο ή Μπελβεντέρε.

Φώτο: youtube

Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες έγιναν το 1911. Το 1973 το Ινστιτούτο ενάλιων αρχαιολογικών ερευνών έκανε έρευνες στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου Άγιος Ανδρέας κοντά στο Κατάκολο, όπου και βρισκόταν η πόλη. Ανελκύστηκαν πολλά αρχιτεκτονικά μέλη και κίονες. Η θέση της αρχαίας πολίχνης – λιμένα έχει εντοπιστεί σε βάθος 5 μέτρων στον βυθό της θάλασσας.

Βίντεο: George kouris

Η Αρχαία Φειά

Όπως αναφέρει το odysseus.culture.gr του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού:

Με αδιάλειπτη κατοίκηση από τα νεολιθικά ως τα μεσαιωνικά χρόνια, η Φειά ή Φεά στο σημερινό κόλπο του Αγίου Ανδρέα, στην περιοχή του Κατακόλου, αποτελούσε κατά την αρχαιότητα σημαντικό λιμάνι, επίνειο της Πισάτιδας και όριό της με την βορείως κειμένη περιοχή της Κοίλης Ήλιδας. Όταν η Ήλιδα υπέταξε την Πίσα και τις άλλες πόλεις ως περιοίκιδες, η Φειά λειτούργησε ως το δεύτερο σε σπουδαιότητα μετά την Κυλλήνη λιμάνι του ηλειακού κράτους.

Η Φειά κατά την ομηρική εποχή ήταν πόλη τειχισμένη. Κάτω από τα τείχη της, σύμφωνα με τον Όμηρο, έλαβε χώρα η σύγκρουση των Πυλίων υπό τον Νέστορα με τους Αρκάδες. Στην Οδύσσεια, ο Τηλέμαχος συναντά την Φειά κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη έχοντας αφήσει πίσω του την Πύλο όπου είχε συναντήσει τον Νέστορα αναζητώντας πληροφορίες για τον πατέρα του. Φαίνεται πως η Φειά ήταν σπουδαίο αναγνωριστικό στοιχείο για την ναυσιπλοΐα στο Ιόνιο και τα ταξίδια προς τις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας.

Στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, το λιμάνι και η πόλη της Φειάς επίσης αποτέλεσε το σκηνικό συγκρούσεων μεταξύ των αντίπαλων παρατάξεων, ενώ με τη λήξη του, δοκίμασε την ίδια τύχη με την Κυλλήνη, χάνοντας τα τείχη της ως ταπεινωτικό όρο που επέβαλλαν οι νικητές του πολέμου Λακεδαιμόνιοι στους ηττημένους Ηλείους.

Η απόσταση μεταξύ Φειάς και Ολυμπίας προσδιορίζεται από τον γεωγράφο Στράβωνα στα 120 στάδια. Ο περιηγητής Παυσανίας ωστόσο δεν αναφέρεται στη Φειά, παρά μόνο περιγράφοντας πολεμική σκηνή στη λάρνακα του Κυψέλου την οποία είδε στο ιερό της Ολυμπίας με θέμα τη σύγκρουση Πυλίων και Αρκάδων. Ίσως η αποσιώπηση της Φειάς στο έργο του Παυσανία δείχνει ότι στα χρόνια του η πόλη και το λιμάνι είχαν παρακμάσει.

Η πολίχνη της Φειάς ήταν εκτεταμένη και αραιοκατοικημένη, όπως προκύπτει από τα σωζόμενα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Στα κλασικά χρόνια, η κώμη καταλάμβανε όλη την επιφάνεια του ακρωτηρίου που σήμερα ονομάζεται Ιχθύς, πλησιάζοντας στα βόρεια τον σημερινό οικισμό της Σκαφιδιάς, στο μέρος όπου ο μικρός ποταμός με την αρχαία ονομασία Ιάρδανος χύνεται στο Ιόνιο.

Στην κορυφή του λόφου, πάνω από το λιμάνι, βρισκόταν η ακρόπολη της Φειάς. Η κατόπτευση της γύρω περιοχής από το σημείο αυτό είναι εξαιρετική, αφού υπάρχει ανεμπόδιστη ορατότητα προς κάθε σημείο του ορίζοντα, προς το Ιόνιο την δυτική Πελοπόννησο μέχρι και τους ορεινούς όγκους της Αρκαδίας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, το λιμάνι της Φειάς λειτουργούσε ως σημαντική πύλη ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες μέσω της οποίας διακινούνταν με φυσιολογική ροή άνθρωποι και αγαθά από και προς το κράτος των Ηλείων. Ωστόσο, η εικόνα αυτή άλλαζε κάθε τέσσερα χρόνια, το καλοκαίρι της Ολυμπιακής χρονιάς, καθώς πλησίαζε η εποχή της τέλεσης των αγώνων. Το λιμάνι και πολίχνη της Φειάς, όπως και της Κυλλήνης βορειότερα, υποδέχονταν τα πλήθη των Ελλήνων που προσέρχονταν αθρόα στην ιερή γη της Ηλείας με πλοία της εποχής και με προέλευση την ηπειρωτική Ελλάδα και τις πολυάριθμες αποικίες ανά την Μεσόγειο, προκειμένου να λάβουν μέρος στην μεγαλοπρεπή θρησκευτική πανήγυρη προς τιμήν του Διός στο περιλάλητο ιερό της Ολυμπίας.

Οπωσδήποτε, οι εκατοντάδες στην αρχή και αργότερα χιλιάδες των προσκυνητών, έφεραν μαζί τους τα πολύτιμα, μικρά ή μεγαλύτερα αφιερώματα στο Ιερό και μαζί με αυτά ποικίλα άλλα αγαθά, ζώα, εμπορεύματα και είδη προς κατανάλωση. Τα μεγέθη του επιβατικού και εμπορικού όγκου που διακινούνταν μέσω των θαλασσίων οδών αυξάνονταν προοδευτικά, ακολουθώντας την εξέλιξη και πρόοδο της ναυπηγικής τέχνης και της ναυσιπλοΐας και την αντίστοιχα μεγενθυνόμενη φήμη και αίγλη των Ολυμπιακών Αγώνων. Για όσο διάστημα αυτοί διαρκούσαν, τα κάθε μεγέθους και είδους πλοία παρέμεναν αγκυροβολημένα στον φυσικό όρμο της Φειάς και στο λιμάνι της Κυλλήνης, περιμένοντας να μεταφέρουν με την λήξη τους όλους τους επιβάτες πίσω στην πατρίδα τους και μαζί με αυτούς διάφορα γεωργικά και βιοτεχνικά προϊόντα των Ηλείων. Οπωσδήποτε, το πολυτιμότερο «φορτίο» ορισμένων πλοίων ήταν ο κότινος και σημαντικότερος επιβάτης ο Ολυμπιονίκης κάτοχός του, είτε επρόκειτο για τον Μίλωνα από τον Κρότωνα, τον Διαγόρα από την Ρόδο, τον Θεαγένη από την Θάσο και τόσους άλλους.

Στη βυζαντινή περίοδο το οικοδομικό υλικό της αρχαίας ακρόπολης χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή κάστρου, στα κατώτερα μέρη της τοιχοποιίας του οποίου διατηρήθηκε το αρχαίο τείχος με εμφανή τα ίχνη επισκευής του από τους μετέπειτα (από το 1204 και εξής) φράγκους κατακτητές του. Το φρούριο είναι γνωστό στις πηγές ως Ποντικόκαστρο (πρώτη μνεία το 1111), ονομασία την οποία οφείλει κατά μια ερμηνεία στον πόντο, το προσηγορικό των θαλασσών (ποντικό, παραθαλάσσιο κάστρο) ή κατά μια άλλη εκδοχή στην ομοιότητα της κάτοψης του λόφου με ποντικό. Στο Χρονικό του Μορέως, το κάστρο είναι γνωστό επειδή σε κάποια αίθουσά του συμφωνήθηκε ο σημαντικός γάμος του Γοδεφρείδου Β’ Βιλλεαρδουίνου, κληρονόμου του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Αγνής Κουρτεναί, κόρης του λατίνου αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη Πέτρου Κουρτεναί, όταν έτυχε να φιλοξενηθεί εδώ με την μητέρα της, καθώς μετέβαιναν δια της θαλάσσης στην βασιλεύουσα. Στη “Γεωγραφία Παλαιά και Νέα”, ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος μας παραδίδει για το κάστρο του Κατακόλου την ονομασία “Καλοσκόπιον”, την ελληνοποιημένη εκδοχή της ιταλικής του ονομασίας (“Belvedere”).

Ο μελετητής R. Traquair πιθανολογεί την καταστροφή του Ποντικοκάστρου στα 1470 από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο όπως δηλ. ενήργησε στο κάστρο της Γλαρέντζας ως τελευταίος πριν τους Τούρκους ιδιοκτήτης τους ώστε, καθώς οι τελευταίοι προήλαυναν στην Πελοπόννησο, να μην επωφεληθούν από την κατάκτησή τους.

Στα περιορισμένης έκτασης σωζόμενα ερείπια του μεσαιωνικού οχυρού ξεχωρίζει ο πύργος στη βορειοδυτική γωνία, ο οποίος διατηρείται σε ύψος 12 και πλάτος 8 μέτρων. Επίσης, στο κέντρο της επίπεδης επιφάνειας του άλλοτε τειχισμένου κάστρου διατηρούνται τα ερείπια διμερούς, θολωτής δεξαμενής μήκους 5μ.

Σήμερα, η ακτή και ο πυθμένας του κόλπου του Αγ. Ανδρέου, εμφανίζει τεράστια ρήγματα που δείχνουν τις σημαντικές γεωλογικές μεταβολές και μεταμορφώσεις που σημειώθηκαν μέσα στο πέρασμα των αιώνων από την έντονη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή. Ειδικότερα, ο σεισμός του 6ου μ.Χ. αιώνα ο οποίος συγκλόνισε ολόκληρη την βορειοδυτική Πελοπόννησο και κατακρήμνισε τον μεγαλοπρεπή ναό του Διός της Ολυμπίας είναι μάλλον ο υπαίτιος για τον καταποντισμό της Φειάς και των λιμενικών της εγκαταστάσεων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο αρχαιολόγος Νικ. Γιαλούρης πραγματοποίησε υποθαλάσσια και παράκτια έρευνα στον κόλπο της Φειάς, η οποία απέδωσε πλούσια και ποικίλα αρχαιολογικά ευρήματα. Σύμφωνα με αυτήν, τα οικοδομικά λείψανα εντοπίζονται σε όλο το κόλπο, μέχρι και 200μ. από την ακτή και σε βάθος μέχρι 5μ. Μεταξύ των εναλίων αρχαίων καταλοίπων που εντοπίσθηκαν, συγκαταλέγονται πολλά αρχιτεκτονικά μέλη όπως ορθοστάτες, σπόνδυλοι κιόνων δωρικού και ιωνικού ρυθμού καθώς και κιονόκρανα, ορισμένα εκ των οποίων ανασύρθηκαν και .

Την διαχρονικότητα της θέσης αποδεικνύει η εύρεση θραυσμάτων αγγείων όλων των εποχών, από τη μυκηναϊκή μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή εποχή, τόσο εντός της θαλάσσης, όσο και στην ξηρά. Άξια αναφοράς είναι τα δυο κυκλαδίτικα ειδώλια, χρονολογούμενα στα τέλη της 3ης χιλιετίας, τα οποία, όπως επισημαίνει ο Ν. Γιαλούρης, υποδηλώνουν τη χρήση του λιμανιού ήδη από αυτή την εποχή, αλλά και τις σχέσεις της δυτικής Πελοποννήσου με το Αιγαίο και τον Κυκλαδικό Πολιτισμό. Στη νησίδα Τηγάνι οι έρευνες απέδωσαν ευρήματα των κλασικών έως ρωμαϊκών χρόνων. Ωστόσο, επειδή λείπει μεγάλο κομμάτι της εικόνας που παρουσίαζε η Φειά, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στα μεσαιωνικά χρόνια, είναι αναγκαία η διεξαγωγή συστηματικής έρευνας του σημαντικού αυτού τόπου, σε ξηρά και θάλασσα.

Όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, έτσι και σήμερα, το άλλοτε Ιερό του Διός δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο από κάθε γωνιά τoυ πλανήτη. Ο κύριος όγκος των επισκεπτών καταφθάνει στην Ολυμπία ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο τον οποίο και στην αρχαιότητα επέλεγαν οι επισκέπτες της, αυτόν της θαλάσσης. Το αντιδιαμετρικό της Φειάς σύγχρονο λιμάνι του Κατακόλου έπειτα από διακοπή αιώνων υποδέχεται ξανά τους όχι και τόσο ταλαιπωρημένους χιλιάδες ταξιδιώτες που συμμετέχουν στις εβδομαδιαίας συνήθως διάρκειας κρουαζιέρες.

Χωρίς ίσως να το γνωρίζουν, οι ξένοι επισκέπτες θα ακολουθήσουν με τα πολυτελή πούλμαν τα χνάρια της αρχαίας διαδρομής από τη Φειά στην Ολυμπία και για λίγες μόνο ώρες θα φιλοξενηθούν στην άλλοτε ιερή επικράτεια του Ηλειακού κράτους. Στο ίδιο λιμάνι θα επιστρέψουν και θα αναχωρήσουν για τους επόμενους προορισμούς τους, οι περισσότεροι έχοντας απολαύσει τη φύση και το κάλλος του Ολυμπιακού Τοπίου, κυρίως όμως αναγεννημένοι από το Ολυμπιακό Ιδεώδες, όπως και οι άνθρωποι της αρχαίας εποχής.

Σχόλια

Exit mobile version