Tο 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, επιμελήθηκε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με τίτλο «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Το άρθρο του strangepress που ακολουθεί, αναφέρει την ιστορία, που σκύβει τρυφερά πάνω απ’ το γραφικό Μπούρτζι του Ναυπλίου.
Το Ναύπλιο, με την παλιά του ιστορία, τα κάστρα του, τα αρχοντικά του, δε θα μπορούσε παρά να είναι μια πόλη, που ζει με τις παραδόσεις και τους θρύλους της. Το σκληροτράχηλο και εφιαλτικό Παλαμήδι, η ρημαδιασμένη Ακροναυπλία με τη δαντέλα των επάλξεών της και το γραφικό Μπούρτζι, που μοιάζει με μια διαμαντόπετρα δεμένη στο δαχτυλίδι του Αργολικού Κόλπου, έχουν το καθένα τη δική του βαρυσήμαντη ιστορία, που απλώνει τους ιστούς της πάνω από κάθε γωνιά του Ναυπλίου και των περιχώρων του.
Ας αρχίσουμε το νοερό ταξίδι μας πίσω στον χρόνο από το Μπούρτζι. Σε απόσταση ενός μιλίου απ’ τη στεριά του Ναυπλίου, κατακάθεται πάνω στα νερά ένα νησάκι τόσο μεγάλο, όσο χρειαζόταν για να χτίσουν στη ράχη του οι Βενετσιάνοι ένα κάστρο, τον καιρό που κατείχαν την περιοχή.
Μα, το 1931, ένας Έλληνας, που έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία, ο Παναγιώτης Κωστούρος, νοίκιασε από το Δημόσιο το Κάστρο του Μπούρτζι και το μετέβαλε σε μπαρ και ξενοδοχείο. Ισοπέδωσε την ξέρα, κατασκεύασε μια πίστα χορού, επισκεύασε τα τείχη που κατέρρεαν και μέσα στη μαυρίλα του παλιού κάστρου, έδωσε μια νότα σύγχρονου πολιτισμού.
Οι Τούρκοι στην αρχή και οι πολεμιστές του 1821 κατόπιν, όταν κατέλαβαν το Μπούρτζι, όχι μόνο σφράγισαν τα κενά που υπήρχαν ανάμεσα στις επάλξεις και τους προμαχώνες, για να χρησιμεύουν ως πολεμίστρες, αλλά και ύψωσαν έναν τοίχο ύψους δύο και πλέον μέτρων επάνω από τις επάλξεις, ούτως ώστε να κλείνεται ολόγυρα και να είναι απροσπέλαστο από παντού το κάστρο.
Σ’ έναν από τους πύργους του σώζονται τα δυο κελιά, που τα χρησιμοποιούσαν για κατοικία τους οι δήμιοι μετά το 1865, μετά την έλευση του Βασιλέως Γεωργίου του Α’. Ήταν τόση η λύσσα των κατοίκων του Ναυπλίου εναντίον των δημίων της γκιλοτίνας, που έπρεπε να μένουν κάπου ασφαλείς, μακριά από την πόλη. Γι’ αυτό και τους μετέφεραν στο Μπούρτζι.
Από εκεί, λοιπόν, όσες φορές επρόκειτο να εκτελεστεί κάποιος κατάδικος, η λαιμητόμος μεταφερόταν από το Μπούρτζι στο Παλαμήδι κι έπειτα, σε μια γυμνή και χέρσα έκταση κοντά στο κάστρο, όπου και πραγματοποιούνταν συνήθως οι εκτελέσεις. Όσο για τους μισητούς δημίους, που κατοικούσαν μες στο Μπούρτζι, την τελευταία μόνο στιγμή τους έπαιρνε μια βάρκα, συνοδεία στρατιωτών και τους μετέφερε στο Ναύπλιο. Από κει, η φρουρά των στρατιωτών τους οδηγούσε στο Παλαμήδι, για να εκτελέσουν το φρικαλέο τους καθήκον.
Οι δυο τελευταίοι δήμιοι ήταν ο μπάρμπα-Γιάννης και ο μπάρμπα-Θόδωρος. Του ενός το κελί ήταν στο κάτω μέρος του πύργου και του άλλου, στο επάνω. Το πρώτο αυτό κελί παρέμενε ακέραιο, μ’ ένα κανάτι στη γωνιά και τον καπνισμένο τοίχο απ’ το τζάκι. Του επάνω κελιού, όμως, είχε καταπέσει η οροφή κι ένα μπάλωμα γαλάζιου ουρανού ξεγελούσε τον επισκέπτη, που σήκωνε το κεφάλι.
Κάτω από τα τείχη ανέβαιναν καμαρωτοί οι κουφαλιασμένοι βράχοι, όπου άραζαν καμιά φορά οι βάρκες των ψαράδων. Οι γέροι Αναπλιώτες ψαράδες κάθονταν και ιστορούσαν στους νεότερους ό,τι ήξεραν για τα στοιχειά του Μπούρτζι και για τα φαντάσματά του. Από αυτούς τους γέρους ψαράδες άκουσε και ο δημοσιογράφος Χρήστος Αγγελομάτης τα όσα κατέγραψε στα άρθρα του για το Ναύπλιο.
Η παλιά είσοδος του Μπούρτζι, λοιπόν, δεν υπάρχει σήμερα. Μένουν μόνο τα τόξα της πύλης. Όλο το υπόλοιπο κτίσμα κατέρρευσε και οι πέτρες, που άλλοτε χρησίμευαν για την οικοδόμησή του, έχουν σωριαστεί πια στο ακρογιάλι. Μα, ακόμη κι έτσι, τα τόξα της πύλης διατηρούν μιαν ευγένεια, που δε τη συνηθίζουν τα βαριά αυτά βενετσιάνικα κάστρα. Ίσως, επειδή, για να οικοδομηθούν, χρειάστηκε πολύ ελληνικό αίμα, αίμα αντρών και γυναικών και μιας κοπέλας, της Ρηνιώς, που ήταν όμορφη πολύ, ωσάν εκείνες, που άρπαξαν τα παραμύθια και τις έκαμαν βασιλοπούλες με το έτσι θέλω τους.
Οι Βενετσιάνοι, στα μέρη του Ναυπλίου, ήταν κακοί και σκληροί με τον κοσμάκη. Απ’ όλα τα μέρη, που είχαν στην κατοχή τους, πήραν με τη βία Έλληνες και τους οδήγησαν στο Μπούρτζι να σκάβουν και να χτίζουν ολημερίς, μέχρις ότου να ολοκληρώσουν συθέμελα το νησιωτικό αυτό κάστρο.
Όταν περατώθηκε η οικοδόμηση του κυρίως κτιρίου, ξεκίνησε το κτίσιμο της εισόδου, που θα την κοσμούσε το κλασικό ενετικό λιοντάρι. Μα, τότε, κάτι φοβερό άρχισε να συμβαίνει. Ό,τι έχτιζαν ολημερίς οι Έλληνες σκλάβοι, αποβραδίς σωριαζόταν σε ερείπια, κατακρημνιζόταν τις νύχτες μ’ έναν πάταγο εκκωφαντικό. Τόσος κόπος, τόσος ιδρώτας, τόσο σκληρός κάματος πήγαινε χαμένος. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Κανείς δε γνώριζε το πώς και γιατί, έως ότου όλοι άρχισαν να πιστεύουν πως το Μπούρτζι ήταν στοιχειωμένο.