Με αφετηρία επίκαιρα δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης για την
απαράδεκτη κατάσταση με τα ‘’βουνά των σκουπιδιών’’ ιδιαίτερα σε
τουριστικές περιοχές της πατρίδος μας, με έμφαση στα νησιά μας,
που συνοδεύονται από τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες ντόπιων και
ξένων, θέλω να εκφράσω μερικές σκέψεις για το συγκεκριμένο ζήτημα, που αποδεικνύει πολλά για την (μη) αποτελεσματικότητα διαδοχικών κυβερνήσεων μιας ολόκληρης τριακονταετίας.
Εχοντας ζήσει την εμπειρία του αδιεξόδου στη διαχείριση των
απορριμμάτων στην Καλαμάτα, με τη Μαραθόλακκα και τη μεταφορά
των απορριμμάτων, στη Σπάρτη με τον σκουπιδότοπο στην Αφισσού
και την απαγόρευση χρήση της, στο Γύθειο με την παραίτηση του
Δημάρχου, στην Τρίπολη με την απαγόρευση χρήσης του
σκουπιδότοπου στο ‘’Πλάτωμα’’ και σε αντίστοιχα προβλήματα στο
τουριστικό Ναύπλιο και σε ολόκληρη την Κορινθία, έχω καταλήξει στο
απολύτως αντικειμενικό συμπέρασμα για την αποκλειστική ευθύνη και την έλλειψη στρατηγικής διαδοχικών κυβερνήσεων των τελευταίων τριών δεκαετιών, για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος.
Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες τα απορρίμματα αντιμετωπίζονται
ως πηγή πλούτου και η διαχείρισή τους γίνεται μελετημένα,
συντονισμένα, ορθολογικά και κυρίως αποτελεσματικά. Αντίθετα, στην πατρίδα μας κυριαρχούν η επικοινωνία χωρίς ουσιαστικό (μόνο
ψηφοθηρικό) αντίκρισμα, οι γιορτές και τα πανηγύρια, οι
αλληλοκατηγορίες και η αλληλοϋπονόμευση στις προτάσεις και τις
ενέργειες για τη διαχείριση των απορριμμάτων και προφανώς τα κάθε
είδους συμφέροντα που εξυπηρετούνται από την μη επίλυση του
προβλήματος. Οι κυβερνήσεις, λόγω πολιτικού κόστους, ποτέ δεν
ανάλαβαν την ευθύνη επίλυσης, σε εθνικό επίπεδο, ενός εθνικού πλέον προβλήματος, επιλέγοντας επιστημονικές μεθόδους διαχείρισης, χωροθετώντας, ύστερα από επιστημονική μελέτη, τις μονάδες στις πολλές δημόσιες εκτάσεις ή ελέγχοντας την τιμολόγηση των υπηρεσιών.
Η φροντίδα τους ήταν η επιφανειακή αντιμετώπιση του προβλήματος
κυρίως στην Αθήνα και την Αττική, όπου, όμως, η συσσώρευση εκατομμυρίων τόνων απορριμμάτων εκεί εξελίσσεται σε
«περιβαλλοντική βόμβα».
Στην Πελοπόννησο, το πρόβλημα ευτυχώς επιλύθηκε, με τις
εργώδεις προσπάθειες των δύο προηγούμενων περιφερειακών αρχών.
Προσπάθειες, γεμάτες από διαφωνίες, ερωτήματα, διαφορετικές
προσεγγίσεις, συγκρούσεις, βίαιες ενέργειες και σκληρές δικαστικές
διαμάχες.΄Ισως, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ‘ταν καλύτερο. Ας
αναγνωρίσουμε όμως πως η Πελοπόννησος απαλλάχθηκε από τον
μεγάλο εφιάλτη των σκουπιδιών και των χωματερών, που την είχαν
διασύρει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αποτελούσαν το μεγάλο εμπόδιο
για την ανάπτυξή της.
Δεν τελειώσαμε όμως με τη διαχείριση των απορριμμάτων στην
Πελοπόννησο. Απαιτείται σοβαρότητα και αγώνας για την προώθηση
της ανακύκλωσης (είμαστε οι τελευταίοι), την κατασκευή και τη
λειτουργία των σταθμών μεταφόρτωσης, όπου παρατηρείται
αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τους Δήμους και το ΦΟΔΣΑ, την
καλύτερη οργάνωση της μεταφοράς στα εργοστάσια διαχείρισης, την
επέκταση της διαχείρισης στα πλαστικά των θερμοκηπίων και κυρίως
στην αποκατάσταση των χωματερών. Για το τελευταίο, υπήρξε
εγκαίρως αλληλογραφία με το αρμόδιο υπουργείο Περιβάλλοντος
(2022), που, όμως, δεν εξουσιοδότησε την Περιφέρεια να προχωρήσει
στη σχετική μελέτη.
Συμπερασματικά, τα νησιά μας, η τουριστική Ελλάδα σχεδόν στο
σύνολό της, κυρίως όμως η Αθήνα και η Αττική υποβαθμίζονται
περιβαλλοντικά και δυσφημούνται διεθνώς από την προφανή
ανικανότητα διαχείρισης των απορριμμάτων, παρόλο που το κόστος
κατασκευής των μονάδων διαχείρισης επιβαρύνει κυρίως τον
ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η ευθύνη ανήκει σε σειρά κυβερνήσεων,
που κινούνται με τη λογική του πολιτικού κόστους, κρύβοντας το
πρόβλημα «κάτω από το χαλί» ή αναθέτοντας την επίλυση του
προβλήματος στην αυτοδιοίκηση, που συνήθως δεν μπορεί ή δε θέλει
για τον ίδιο λόγο.