Οι δυο κορυφαίοι Έλληνες Λογοτέχνες περιγράφουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο, το Μεγάλο Σάββατο στην Ιερουσαλήμ του 1927 για τον Καζαντζάκη και η καταγραφή στο ημερολόγιο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη αντιστοιχεί στις 30 Απριλίου 1932, περίοδο κατά την οποία εργάζεται στο Λονδίνο ως διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου.
Επιμέλεια Κων/νος Τζιαμπάσης
Αλλά ας δούμε τα αποσπάσματα:
Νίκος Καζαντζάκης Μ. Σάββατο στην Ιερουσαλήμ
«Αξαφνα τα μαυροκέφαλα ολόδρωτα πλήθη τρικύμισαν – καινούργιοι προσκυνητές Αραβίτες χιμούνε στην αυλή με τα εξαφτέρουγα και τα φανάρια τους και τις μεγάλες, του μπογιού τους, λαμπάδες. Οι Αραβίτες σκληρίζουν ξεφρενιασμένοι. Ενας γέρος ανεβαίνει απάνω στους ώμους της αν-θρωπομάζας, πηδά από ώμο σε ώμο, αφρίζοντας, κρατάει δύο γδυμνά σπαθιά και σπαθίζει τον αγέρα. Χορεύει απάνω στους ώμους, σκληρίζει, τα μάτια του έγιναν όλο ασπράδι, τα κεριά που έχει τυλίξει τη μέση του λιώνουν μέσα στη βαριά ζέστη και στάζουν. Σε λίγο καταφτάνουν οι Αρμένηδες, τα λάβαρα σαλεύουν στον αγέρα, τα μικρά του ψαλτικού χορού, ντυμένα με κίτρινα πουκάμισα, υψώνουν μέσα στον μουντόν αγέρα τη δροσερή φωνή τους. Ερχουνται οι Κόφτες, οι Σύροι, οι Αβησσυνοί, οι τσομπάνηδες, οι Βεδουίνοι, οι Μαρωνίτες, πέντε έξι λιναρόξανθοι Ρούσοι, απ’ όλη την απέραντη Ρουσία, μερικοί Αμερικανοί, κρύοι και κωμικοί μέσα στο φλογερό τούτο ασιατικό καμίνι. Ερχουνται οι γυναίκες οι Βηθλεμίτισσες, με τ’ αψηλά χωνωτά κεφαλοδεσίματά τους και με τις ολάσπρες μπόλιες. Κύματα πολύχρωμα, επιθετικά, ένας ρυθμός γοργός, πολεμικός, σα να καταφτάνουν στρατέματα. Ξεχείλισε ο ναός, σκαρφάλωσαν οι πιστοί πάνω στις κολόνες, καβαλίκεψαν τα στασίδια, κρεμάστηκαν απάνω στο γυναικωνίτη…» («Ταξιδεύοντας», εκδ. Σεράπειον 1927, εκδ. Διόπτρα 2022)
Γιώργος Σεφέρης Η ιστορία των Επιταφίων μου
«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ηταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h) έ. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο. Είναι όμως τόσο μακριά κάποτε ο άγιος Επιτάφιος…». («Μέρες Β’» του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Ικαρος 1975.).