Στον πρώτο όροφο της Εθνικής Πινακοθήκης στην Αθήνα, απέναντι από τις δημιουργίες του Γκρέκο δεσπόζει η Σταύρωση του Χριστού και των δύο ληστών του Ανδρέα Παβία (από το Κληροδότημα Αλέξανδρου Σούτζου) μεταξύ των έργων της μεταβυζαντινής ζωγραφικής.
Επιμέλεια: Κων/νος Τζιαμπάσης*
Η σκηνή της σταύρωσης αποδίδεται με αυγοτέμπερα πάνω σε ξύλινο σανίδι, δηλαδή με την παραδοσιακή βυζαντινή τεχνική και είναι έργο του δεύτερου μισού του 15ου αι.
Η σκηνή πολυπρόσωπη, κατάφορτη από επεισόδια και γεμάτη δραματικότητα, ξετυλίγεται πάνω σε έναν χρυσό κάμπο. Το χρυσό βάθος στη βυζαντινή τέχνη υποδηλώνει τον ουρανό και μας θυμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μια ζωγραφική ιδεαλιστική και όχι ρεαλιστική, δηλαδή, με μορφές θείες, υπερβατικές, που ζουν εκτός τόπου και χρόνου, στον άπειρο χωροχρόνο. Οι μορφές μοιάζουν αυτόφωτες, δεν φωτίζονται από εξωτερική πηγή φωτός.
Παρατηρώντας την εικόνα διακρίνουμε πως αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα. Στο κάτω μέρος αριστερά απεικονίζεται η ανάσταση των νεκρών, τους οποίους βλέπουμε να βγαίνουν από τους τάφους τους, ενώ δεξιά (πάνω από την υπογραφή του) ο σημαντικός Κρητικός αγιογράφος από τον Χάνδακα παρέστησε τους στρατιώτες που παίζουν στα ζάρια το πορφυρό ιμάτιο του Χριστού. Στο δεύτερο επίπεδο βλέπουμε το ετερόκλητο, πολύχρωμο πλήθος που παρίσταται στο τραγικό γεγονός, με τη λιποθυμία της Παναγίας στο κέντρο, την οποία υποβαστάζουν γυναίκες και ο Ιωάννης, ενώ η Μαγδαληνή αγκαλιάζει θρηνώντας τον σταυρό. Γύρω τους, ένα ετερόκλητο, πολύχρωμο πλήθος με εξωτικά ρούχα, καπέλα και άλογα περιβάλλουν τη σκηνή. Στο επάνω τμήμα, όπου προβάλλονται οι σταυροί με τα σώματα του Χριστού και των δύο ληστών, πετούν άγγελοι που θρηνούν, ενώ άλλοι συλλέγουν σε δισκοπότηρα το αίμα του Ιησού. Ένα πολυγωνικό οικοδόμημα στο βάθος αριστερά θυμίζει το ναό του Αγίου Τάφου. Οι λεπτομέρειες δεν λείπουν, καθεμιά με το δικό της νόημα –για παράδειγμα ο πελαργός πάνω από τον Τίμιο Σταυρό που τρυπάει το στήθος του για να θρέψει τα παιδιά του και συμβολίζει τη θυσία του Χριστού, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα.
Η Εικόνα με παράσταση Πιετά – Αποκαθήλωσης
Η Αποκαθήλωση, η φορτισμένη στιγμή που το σώμα του Χριστού κατεβαίνει από τον σταυρό προκειμένου να ενταφιαστεί, έχει εμπνεύσει πολλά έργα ζωγραφικής και γλυπτικής. Η εικόνα του Μουσείου Κανελλοπούλου στην Πλάκα, έργο του 16ου αιώνα, φέρει παράσταση Πιετά-Αποκαθήλωσης.
Ο Χριστός, με το σώμα γυμνό και περίζωμα δεμένο χαμηλά, προβάλει μέσα από λάρνακα και μπροστά από σταυρό. Τον κρατούν η Παναγία αριστερά και ο Άγιος Ιωάννης δεξιά, ενώ πίσω φαίνεται ο Ιωσήφ, συγκρατώντας το νεκρό σώμα με την παλάμη του. Η εικόνα χαρακτηρίζεται από την εκφραστικότητα των μορφών και συνδυάζει με μαεστρία εικονογραφικά και υφολογικά στοιχεία της δυτικής ζωγραφικής και της βυζαντινής παράδοσης, όπως διαμορφώθηκαν από καλλιτέχνες κρητικών και όχι μόνο εργαστηρίων του 15ου και 16ου αιώνα. Αν και δεν φέρει υπογραφή, μεταφέρει πρότυπα από γνωστά έργα της βενετσιάνικης ζωγραφικής της περιόδου. Επίσης, παρουσιάζει ομοιότητες με παρόμοιου θέματος εικόνα που έχει αποδοθεί στο ζωγράφο Ιωάννη Περμενιάτη, ο οποίος έχει συσχετισθεί με την ιπποτική Ρόδο και αναφέρεται να δραστηριοποιείται στην Βενετία το 1523.
Ο Επιτάφιος με παράσταση του Θρήνου – Δεσποινέτα (1682-1723)
Με χρυσαφένια και αργυρή κλωστή σε μετάξι, το λεπτοδουλεμένο κέντημα με σκηνή θρήνου, που απέδωσε η περίφημη αρχικεντήστρα Δεσποινέτα το 1682, κερδίζει την προσοχή μας στην αίθουσα 26 στον πρώτο όροφο του Μουσείου Ελληνικού Πολιτισμού στην καρδιά της Αθήνας.
Βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα έργα εκκλησιαστικής τέχνης και λίγες αίθουσες πιο πέρα από τα θαυμάσια έργα χειροτεχνίας που φιλοτέχνησαν γυναίκες και άντρες από όλο τον ελληνικό κόσμο ανάμεσα στον 16ο και τον 19ο αιώνα. Σύνθεση ισορροπημένη, παρουσιάζει το σώμα του Χριστού πάνω από το οποίο σκύβουν οι μορφές που θρηνούν, μπροστά από έναν θόλο με κίονες, από τις αψίδες του οποίου κρέμονται τέσσερις λύχνοι. Κυανό μετάξι χρωματίζει τον ουρανό όπου αιωρούνται ο ήλιος, η σελήνη και δύο χερουβείμ πάνω από δέντρα που αναδύονται μέσα από το σύμπλεγμα των μορφών. Αντικρύζοντας την φιγούρα της Παναγίας που στηρίζει το κεφάλι του Χριστού και του Ιωάννη που φιλάει το χέρι του, δεν μπορείς παρά να αντιληφθείς τη συναισθηματική ένταση της στιγμής. Την παράσταση πλαισιώνουν περιμετρικά δύο ταινίες με επιγραφές –οι οποίες δίνουν πληροφορίες για το στιγμιότυπο παραθέτοντας αποσπάσματα από τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής– και χωρίζονται από πλοχμούς λωτού.
Στην υπογραφή διαβάζουμε: «δια χειρός αχρείας Δεσποινέτας» («αχρεία» λόγω των αμαρτιών της). Οι παραγγελίες παρόμοιων υφασμάτων ήταν οι πιο δαπανηρές για τις εκκλησιαστικές αρχές της οθωμανικής περιόδου και οι, κυρίως γυναίκες, κεντήστρες τους ήταν ξακουστές. Μία από αυτές ήταν η Δεσποινέτα. Το εργαστήριό της ήταν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεχόταν παραγγελίες από την Κύπρο, την Αλεξάνδρεια, το Σινά, ακόμα και τη Ρουμανία. Είχε στη δούλεψή της πολλές μαθητευόμενες και ήταν μία από τις πολλές κεντήστρες που εργάζονταν στα ιδιόκτητα εργαστήριά τους στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτόν τον επιτάφιο, παραγγελία του ελληνορθόδοξου μητροπολιτικού ναού της Άγκυρας, η υπογραφή της κατέχει περίοπτη θέση, πίσω από το κεφάλι του Χριστού, τονίζοντας το κύρος της καλλιτέχνιδας, μέλους μιας μειονότητας σε μια μουσουλμανική αυτοκρατορία κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα.
Η θεία μορφή (La Santa Faz) – Δομήνικος Θεοτοκόπουλος
Ο θρύλος της Αγίας Βερονίκης, που από το 15ο αιώνα απασχολεί πολλούς μεγάλους ζωγράφους, όπως τον Ντύρερ, τον Μπος, τον Ποντόρμο και τον Κορρέτζο, έδωσε «τροφή» στον χρωστήρα του Θεοτοκόπουλου (από το 1577 και μετά) να προσεγγίσει το εδραιωμένο στην καθολική εικονογραφία θέμα της Θείας Μορφής. Ανηφορίζοντας στο δρόμο προς τον Γολγοθά, κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου, ο Ιησούς Χριστός πέφτει.
Μια νέα γυναίκα σκύβει επάνω του και του προσφέρει το πέπλο που φορά. Ο Ιησούς το παίρνει, σκουπίζει το αίμα και τον ιδρώτα από το πρόσωπό του και της το ξαναδίνει. Κατάπληκτη εκείνη, βλέπει στο ύφασμα το αποτύπωμα του προσώπου του, τη Θεία Μορφή που δίνει στη μοναδική ελαιογραφία με θρησκευτικό θέμα της συλλογής του Ιδρύματος Β. & Ε. Γουλανδρή τον τίτλο της.
Πρόκειται για έναν από τους επτά πίνακες του Δομίνικου Θεοτοκόπουλο που βρίσκονται στην Αθήνα. Είτε μόνος είτε σε συνεργασία με τους μαθητές του ατελιέ του, ο Γκρέκο φιλοτεχνεί αρκετά έργα με αυτό το θέμα. Σε άλλα επικεντρώνεται αποκλειστικά στον Χριστό, ενώ σε άλλα αναπαριστά επίσης το πέπλο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτή την ελαιογραφία (51 επί 66 εκ.) παρουσιάζει το πώς καταφέρνει να συνδυάσει τις αισθητικές αναφορές από τις κουλτούρες της Ανατολής και της Δύσης, την ορθοδοξία και τον καθολικισμό, που αφομοίωσε στην διαδρομή του. Αφιερώνει πολύ χρόνο για να δουλέψει λεπτομερώς τις πτυχώσεις, τα σημεία στερέωσης, τις διακυμάνσεις του φωτισμού. Έτσι, το πρόσωπο του Χριστού εμφανίζεται ακόμη πιο αρμονικό, σχεδόν κυματίζει επάνω στην κινούμενη και λουσμένη στο φως επιφάνεια, που με τη σειρά της μοιάζει να αναδύεται από το σκοτεινό φόντο.
Αν η εικαστική επεξεργασία μένει πιστή σε όσα έμαθε πρώτα στη Βενετία και κατόπιν στη Ρώμη, το απαθές πρόσωπο του Χριστού φανερώνει την επιρροή από την ορθόδοξη παράδοση. Ο σωματικός πόνος και η οδύνη της θυσίας δεν διαφαίνονται· το βλέμμα μοιάζει ήδη στραμμένο προς την αιωνιότητα· καμία πηγή εξωτερικού φωτός δεν είναι ορατή, θα έλεγε κανείς ότι ο ίδιος ο Χριστός ακτινοβολεί. Τα σκαμμένα μάγουλα, το μακρουλό πρόσωπο, τα αμυγδαλωτά μάτια, χαρακτηριστικά στη ζωγραφική του Γκρέκο, του προσδίδουν μια ευγένεια και χάρη. Ούτε οι πληγές από το ακάνθινο στεφάνι τον επηρεάζουν: όλη η πορεία προς τον Γολγοθά συμβολίζεται χωρίς περιττό μελοδραματισμό από μία σταγόνα αίμα που κυλά στο κέντρο του μετώπου.
*Ο Κων/νος Χαρ. Τζιαμπάσης είναι αρχαιολογός