Η Αλυκή βρίσκεται δύο χιλιόμετρα ανατολικά από το κέντρο του Αιγίου, δίπλα στη δημοφιλέστερη παραλία για μπάνιο στην περιοχή. Είναι μία μικρή κλειστή λιμνοθάλασσα 180 στρεμμάτων που τροφοδοτείται από τα νερά της βροχής και μεγάλο μέρος της στεγνώνει το καλοκαίρι.
Η ύπαρξή της είναι αποτέλεσμα μεγάλων αγώνων πρωτοπόρων ντόπιων και της νεαρής, τότε, Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρίας, στη δεκαετία του 70 και του 80. Αποτέλεσμα αυτών είναι ότι σήμερα η Αλυκή είναι υγρότοπος με δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με το μέγεθός του, αξία και συγκεντρώνει μεγάλους αριθμούς από μεταναστευτικά πουλιά Περισσότερα από 235 είδη έχουν παρατηρηθεί εδώ. Η παρατήρηση πουλιών είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αλυκή, κυρίως το χειμώνα, όταν εκατοντάδες υδρόβια πουλιά παρατηρούνται εύκολα από το γειτονικό δρόμο. Σε περιπτώσεις εμφάνισης κύκνων έχουν μετρηθεί περισσότεροι από 40 000 επισκέπτες σε διάστημα δύο μηνών.
Το σημαντικότερο στοιχείο της Αλυκής, είναι ότι έχει εδραιωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως χώρος προστασίας της φύσης και παρατήρησης πουλιών. Αυτό σημαίνει ότι παρά τα μικροπροβλήματα (σκουπίδια από τη θάλασσα, ενόχληση των πουλιών από επισκέπτες και κυρίως τα τροχοφόρα που κινούνται στην παραλία της) η Αλυκή είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά προστατευόμενα μέρη στην Ελλάδα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφεθεί στην τύχη της.
Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός επισκεπτών και η ανάπτυξη της παραλιακής ζώνης, επιβάλουν τη λήψη αποτελεσματικότερων μέτρων προστασίας στο μέλλον.
Σήμερα η Αλυκή είναι υδροβιότοπος με δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με το μέγεθός του, αξία και συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό μεταναστευτικών πουλιών. Έχουν παρατηρηθεί περισσότερα από 235 είδη. Η παρατήρηση πουλιών είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, κυρίως το χειμώνα.
Η Αλυκή συγκεντρώνει όλα τα κύρια χαρακτηριστικά ενός τυπικού υγροβιότοπου. Οι καλαμιές και άλλα θαμνώδη φυτά προσφέρουν καταφύγιο σε χιλιάδες μεταναστευτικά πουλιά κάθε χρόνο. Μεταξύ αυτών υπάρχουν διάφορες ομάδες υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών, όπως κύκνοι και φοινικόπτεροι τα γνωστά και αγαπητά φλαμίνγκο – phoenicopterus ruber. Αυτή η ποικιλότητα είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των υγροτόπων της Πελοποννήσου.