Την ώρα που το Ναύπλιο απευθύνεται στους δανειστές για να βγάλει πέρα το 2024, η Παλιά Πόλη γίνεται τουριστική Ντίσνεϊλαντ μέρα με τη μέρα, με τους τουριστικούς επιχειρηματίες να ευημερούν από τη μια και από την άλλη τους λιγοστούς εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους να αναζητούν τρόπους για να βελτιώσουν την καθημερινότητά τους.
Όπως ανέφερε στην έντυπη έκδοσή του ο Αναγνώστης Πελοποννήσου στις 13-03-24 και σε ανάρτηση στις 24-03, αλλά στη συνέχεια και η kathimerini.gr, η ασυδοσία ορισμένων επαγγελματιών, που θεωρούν την Παλιά Πόλη του Ναυπλίου δική τους, κλείνοντας παράνομα σοκάκια και πλατείες με τραπεζοκαθίσματα, αλλοιώνουν την εικόνα του ιστορικού κέντρου και κάνουν δύσκολη και αφόρητη τη ζωή των κατοίκων.
«Επιπόλαιοι» επιχειρηματίες έχουν στο μυαλό τους μόνο το κέρδος
Μάλιστα, ο Ναυπλιώτης σκηνοθέτης, ποιητής και συγγραφέας Θοδωρής Γκόνης μιλώντας στην «Καθημερινή» για το ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου και τους «επιπόλαιους» επιχειρηματίες, μεταξύ άλλων, λέει: «Ο τόπος μας είναι όμορφος. Μόνο που δεν είναι δικός μας. Πρέπει να τον κερδίζεις κάθε μέρα. Η υπαρξιακή ανάταξη του Ναυπλίου δεν μπορεί να είναι τουριστική αλλά πολιτιστική, πνευματική. Έχει μια δύναμη αυτό το μέρος. Δεν μπορείς όμως να περιμένεις από “επιπόλαιους” που έχουν το μυαλό τους μόνο στο κέρδος να την διακρίνουν. Αυτοί βλέπουν την ομορφιά και την ιστορία σαν αδίστακτοι επιχειρηματίες. Είναι στα μάτια τους ένα πεδίο εμπορίας και αγοραπωλησιών σε αντίθεση με κάποιους από εμάς που μεγαλώσαμε εδώ και είμαστε δεμένοι με μυρωδιές, εικόνες και παραστάσεις, με τους νεκρούς της, με αυτούς που έχουν δώσει την πραγματική όψη της πόλης».
Ακόμα, ο αρχιτέκτων μηχανικός Κώστας Μπουντούρης, ο άνθρωπος που συντόνισε την αποκατάσταση στο Μπούρτζι, σημειώνει πως λόγω της δουλείας του στην αρχαιολογική υπηρεσία έχει μπει σχεδόν σε όλα τα σπίτια της Παλιάς Πόλης. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «το 80% είναι ήδη αποκατεστημένο. Πρόσφατα και το υπόλοιπο 20% έχει αρχίσει να φτιάχνεται για ξενοδοχεία ή βραχυχρόνια μίσθωση. Κτίρια που ρήμαζαν λόγω πολλών κληρονόμων έχουν αλλάξει πλέον δύο και τρία χέρια ιδιοκτητών. Είναι τέτοιο το οικονομικό όφελος που ξεπερνιούνται έως και οι οικογενειακές ασυμφωνίες, τόσο ενδημικές στην Ελλάδα».
Συνεχίζει λέγοντας πως οι πρώτοι ιδιοκτήτες και απόγονοι παλιών οικογενειών δεν ήθελαν να κάνουν τα σπίτια τους ξενώνες. Όταν όμως πέθαναν τα παιδιά τους είδαν το οικονομικό κέδρος που μπορεί να φέρει ένα διαμέρισμα στην καρδιά του ιστορικού κέντρου. «Ετσι η πόλη γίνεται τουριστική Ντίσνεϊλαντ, μέρα με την ημέρα, δίχως ανάχωμα. Είναι μοιραίο. Δεν είναι εύκολο μέρος για να ζήσει κανείς. Είναι ανήλιαγο, δεν έχει θέσεις στάθμευσης, δεν υπάρχουν ασανσέρ και ανέσεις. Οποιος έχει στην κατοχή του ένα διατηρητέο κτίριο πληρώνει μεγάλη φορολογία, έτσι είτε το πουλάει είτε το αξιοποιεί. Η νομοθεσία δεν δίνει κίνητρα προς τη σωστή κατεύθυνση διότι το κράτος γίνεται και αυτό ένας μεγάλος επιχειρηματίας: ξέρει ότι ο τουρισμός θα του αποφέρει περισσότερα έσοδα από τις κατοικίες», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Στα σοκάκια του Ναυπλίου βλέπει κανείς ή συνεργεία να κάνουν ανακαίνιση στα κτίρια ή τραπεζοκαθίσματα ή τουριστικά μαγαζιά. Όπως αναφέρει ο Μπάμπης Αντωνιάδης, τοπογράφος μηχανικός, τα μόνα μαγαζιά που έχουν μείνει είναι ένα μανάβικο, ένα κουρείο και ένα μπακάλικο.
«Η Παλιά Πόλη το 1840 στην ακμή της είχε 10.000 κατοίκους. Σήμερα με το ίδιο μέγεθος, ζήτημα είναι να έχει 100 μόνιμους πλέον», συμπληρώνει.
Όσο τα κτίρια διασώζονται και γίνονται ξενώνες και Airbnb, τόσο λιγοστεύουν οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης. «Πάγιο αίτημα όλων των δημοτικών αρχών είναι να αρθούν οι περιορισμοί στις χρήσεις γης και να ανοίγουν παντού καφετέριες και εστιατόρια. Εχουν σκεφτεί ότι έτσι διώχνουν και τους τελευταίους μόνιμους κατοίκους; Ποιος μπορεί να ζήσει δίπλα από ένα μπαρ ή πάνω από μια ταβέρνα», τονίζει ο κ. Μπουντούρης.
Επισημαίνει, ακόμα, πως «σε λίγο το παλιό Ναύπλιο όχι μόνο δεν θα έχει καθόλου μόνιμους κατοίκους αλλά θα απευθύνεται σε πλούσιους ταξιδιώτες».
Οι μόνιμοι κάτοικοι οργανώνονται
Όπως ανέδειξε και ο Αναγνώστης, οι κάτοικοι ανησυχούν και οργανώνονται για να λυθούν τα προβλημάτα που αφορούν στην καθημερινότητά τους, αλλά και στη σύνδεση αυτής της καθημερινότητας με την ευρύτερη πολιτιστική, ιστορική και κοινωνική υπόστασή τους, ως νεοέλληνες και Ναυπλιώτες, επιθυμούν να ιδρύσουν φορέα.
Η πρώτη αυτή επιτροπή δημιουργήθηκε για την προστασία της ιστορικής, πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης, καθώς και για την προστασία της καθημερινότητας των κατοίκων της από την ανεξέλεγκτη δράση συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Η έλλειψη χώρων στάθμευσης σε συνδυασμό με την “αναγκαστική” άναρχη κυκλοφορία, η έλλειψη πεζόδρομων που δήθεν υπάρχουν αλλά ουσιαστικά δεν υφίστανται – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων -, η έλλειψη σχεδιασμού και κανόνων που θα σέβονται όλοι, είναι μόλις μερικά από τα ζητήματα που τους απασχολούν και σέρνονται άλυτα τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ τον Μάρτιο 2023, η ηθοποιός Δέσποινα Γκάτζιου, η οποία έχει εγκαταλείψει την Αθήνα και ζει εδώ και χρόνια στην Παλιά Πόλη του Ναυπλίου είχε πει, μεταξύ άλλων:
“Θα ήθελα να ζήσω σε μια Ελλάδα αληθινή, ρηξικέλευθη, αυτεξούσια, δημοκρατική και πρωτοπόρα στην αναζήτηση τής ανθρώπινης περιπέτειας. Πρέπει η Ελλάδα μας, να ξαναβρεί στον άνθρωπο το παιδί Θεού και όχι του διαβόλου εγγόνι, που είναι τώρα. Εγώ πιστεύω στο θαύμα και αγωνίζομαι γι’ αυτό! Είτε μέσα από την τέχνη μου, είτε έξω απ’ αυτήν“.