Την οδό Κορίνθου – Άργους – Ναυπλίου προστάτευε κατά το Μεσαίωνα μια πλειάδα φρουρίων τα οποία ήλεγχαν όλες τις πιθανές διαβάσεις και συνδέονταν οπτικά με τον Ακροκόρινθο. Ένα από αυτά ήταν το Μουντ Εσκουβέ που βρισκόταν νοτίως των Αθικίων και ανατολικά του Αγίου Ιωάννη, σε πετρώδη γυμνό λόφο.
Το πιο σημαντικό για αυτό το μάλλον άσημο φράγκικο κάστρο, από το οποίο σώζονται βασικά λιθοσωροί, είναι ότι αναφέρεται με κάποια σχετική έμφαση στο Χρονικόν του Μορέως.
Δεν είναι σίγουρο ότι το συγκεκριμένο κάστρο πάνω από τα Αθίκια είναι το Μουντ Εσκουβέ του Χρονικού. Κάποιοι ταυτίζουν το κάστρο που αναφέρεται στο Χρονικό με το Πεντεσκούφι.
Μουντ Εσκουβέ ή μήπως «Φρούριο Χόριζας»;
Ο συγγραφέας Ιωάννης Πέππας στο βιβλίο του Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδας, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής (1990), το ονομάζει «Φρούριο Χόριζας».
Πάντως κατά πάσα πιθανότητα είναι όντως το Μουντ Εσκουβέ, καθώς βρίσκεται σε ξερό λόφο όπου υπάρχει σπήλαιο (όπως λέει το Χρονικό). Επιπλέον ο λόφος έχει σχήμα σκούφιας όπου παραπέμπει η ονομασία (Μουντ Εσκουβέ=σκουφωτό βουνό). Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι αν και φαίνεται να προέρχεται πραγματικά από την περίοδο Δελαρός, δεν ταυτίζεται με κάποιο άλλο κάστρο. (Αν δεν είναι το Μουντ Εσκουβέ, τότε ποιο είναι;)
Πότε χτίστηκε και γιατί
Σύμφωνα με τη διήγηση του Χρονικού του Μορέως, το κάστρο πρέπει να κατασκευάστηκε στα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας, πριν το 1209. Ο λόγος που χτίστηκε ήταν για να γίνει πιο ασφυκτική η πολιορκία του Ακροκορίνθου που υπεράσπιζε ο τελευταίος Βυζαντινός άρχοντας, ο Λέων Σγουρός (ο οποίος σημειωτέον τελικά αυτοκτόνησε πέφτοντας έφιππος από το βράχο του Ακροκορίνθου το 1208).
Αν κρίνουμε από τη γενική εικόνα και την κατάσταση του κάστρου καθώς και από την έλλειψη πληροφοριών από άλλες ιστορικές πηγές, το κάστρο δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για πολύ μετά την πτώση του Ακροκορίνθου (1209).
Κατασκευαστικά στοιχεία
Η κορυφή του υψώματος στέφεται από μικρό τείχος μήκους περίπου 200 μ. Αυτό το τείχος διασώζεται σε ύψος 1-2 μ. Στο υψηλότερο σημείο της περιφραγμένης αυλής σώζεται άλλο τείχος σε ύψος 1 μ, που περικλείει μικρό χώρο (ακρόπολη), του οποίου η είσοδος είναι στο βορρά, απ’ όπου είναι και η είσοδος του εξωτερικού (της αυλής) τείχους.
Το πάχος του εξωτερικού τείχους, στο μεγαλύτερο μέρος του είναι 2,40 μ. και είναι δομημένο κατά τα δύο πρόσωπα από ευμεγέθεις λίθους π.χ. 0,25Χ0,25Χ0,20 κ.μ. χονδροπελεκημένους κατά τους αρμούς εδράσεως, το δε ενδιάμεσο των όψεων είναι πληρωμένο με συνήθων διαστάσεων λίθους, τοποθετημένων με τα χέρια. Την ίδια τεχνοτροπία στην τοιχοποιία έχει και το τείχος της Ακρόπολης. Και στα δύο τείχη αναγνωρίζεται η επιμελημένη δόμηση, που εφαρμόστηκε και στα Αργολικά φρούρια Παλαιοκάστρου Καπαρελλίου και Τζιρίστρας (Ντομάκου), ώστε αναμφίβολα αναγνωρίζεται ότι το συγκεκριμένο κάστρο είναι έργο των Δελαρός.
Από το φρούριο αυτό είναι ορατός ο Ακροκόρινθος και ελέγχεται η οδός μέσω της κοιλάδας Φουρνιά προς το Αγγελόκαστρο. Χτίζοντας το φρούριο, αποκλείστηκε και η τελευτάι διέξοδος του Σγουρού.
Στην αυλή του φρουρίου υπάρχουν μικροί χώροι διαστάσεων π.χ. 3,80 μ Χ 3,50 μ που περιβάλλονται από τείχος πάχους 1μ. και που εφάπτονται στην εσωτερική όψη του εξωτερικού τείχους. Αυτοί οι χώροι πρέπει να ήταν «ταμπούρια» των σκουταρωτζαγρατόρων, που λέει και το Χρονικό, δηλ. των ασπιδοφόρων με μηχανικό τόξο. Τα εκτός του φρουρίου ερείπια διαστάσεων 5,40Χ12,70μ μπορεί να είναι αποθήκη που αντιστοιχεί στη φράση του χρονικού ότι ο Μέγας Κύρης (Όθων Δελαρός) «εβάλασι σωτάρχισιν» (τρόφιμα).
Με πληροφορίες από kastra.eu.