Ο Ηλίας Πουλόπουλος, γεννημένος στην Καρύταινα το 1850, ήταν έμπορος υφασμάτων με δικό του κατάστημα στην Καλαμάτα. Το 1886 μετακόμισε στην Αθήνα, με την προοπτική να ξεκινήσει την παραγωγή και πώληση καπέλων. Αρχικά πωλούσε ψάθινα καπέλα, που εισήγαγε από το εξωτερικό και ήταν στη μόδα στα τέλη του 19ου αιώνα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Πουλόπουλος τα προωθούσε στις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου, όπου πολλοί νεαροί άρχισαν να τα φορούν, αντί για τα φέσια. Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε και ο ίδιος να παράγει τα καπέλα αυτά. Έτσι, το 1896, με τα κέρδη από τις πωλήσεις των ψάθινων καπέλων, άνοιξε ένα εντυπωσιακό εργοστάσιο στην οδό Ηρακλειδών στο Θησείο.
Το εργοστάσιο του Πουλόπουλου
Το λιθόκτιστο κτίριο του εργοστασίου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αιώνα στην Ελλάδα και διασώζεται μέχρι σήμερα.
Όταν ξεκίνησε η λειτουργία του εργοστασίου είχε προσωπικό 250 άτομα. Τα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης ήταν οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν ο αριθμός των εργαζομένων εκεί έφθασε τα 450 άτομα.
Ο Ηλίας Πουλόπουλος ήταν ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες βιομηχάνους και, μάλιστα, την περίοδο 1908-1910 διετέλεσε 2ος πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (τότε είχε τον τίτλο «Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών»).
Το 1900, απέκτησε ένα νεοκλασικό αρχοντικό στο Θησείο κοντά στο εργοστάσιό του, το οποίο χτίστηκε σε σχέδια του Τσίλερ. Πριν από μερικά χρόνια, το αρχοντικό ανακαινίστηκε και φιλοξενούσε το εστιατόριο «Κύριος Πιλ Πουλ», προς τιμήν του Ηλία Πουλόπουλου.
ΠΙΛ-ΠΟΥΛ
Η εταιρεία του Πουλόπολου, όμως, υπέστη μεγάλες οικονομικές ζημιές τη δεκαετία 1912-1922, εξαιτίας των πολέμων αυτής της περιόδου (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Καταστροφή). Κατάφερε εν τούτοις να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην περίοδο του Μεσοπολέμου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ηλίας Πουλόπουλος κατασκεύαζε και χειμερινά καπέλα, που τα διαφήμιζε με το σύνθημα ΠΙΛ-ΠΟΥΛ («Πιλοποιείον Πουλόπουλου»). Τα καπέλα αυτά εξελίχθηκαν σε σήμα κατατεθέν της εταιρείας. Παράγονταν από δέρμα κουνελιών ή λαγών και ήταν καλής ποιότητας.
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα ήταν οι τιμές των χειμερινών καπέλων, που ήταν πολύ χαμηλότερες σε σχέση με τα αντίστοιχα εισαγόμενα καπέλα.
Ο λαγός, απ’ τον οποίο έπαιρνε ο Παυλόπουλος την πρώτη ύλη για τα χειμερινά καπέλα του, έγινε ένα από τα σύμβολα της εταιρείας του, καθώς εμφανίζεται ως σχέδιο στην πρόσοψη του κτιρίου του εργοστασίου του και σε διαφημίσεις στην περίοδο του Μεσοπολέμου.
Η φράση «έγινε Πουλόπουλος»
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η γερμανική Κατοχή έπληξαν ιδιαίτερα το «Πιλοποιείον Πουλόπουλου». Όμως, η χαριστική βολή ήλθε το 1955, όταν έκλεισε η εταιρεία και μπήκε λουκέτο στο εργοστάσιο.
Σε αυτό συνέβαλε κυρίως η αλλαγή στη μόδα, αφού το καπέλο έπαψε να είναι απαραίτητο καθημερινό αξεσουάρ για τον άνδρα. Σύντομα, η μεγάλη πλειοψηφία έπαψε να φορά καπέλα ακόμη και σε επίσημες εκδηλώσεις.
Η έκφραση «Έγινε Πουλόπουλος» ή «Την πούλεψε», που σημαίνει ότι κάποιος φεύγει βιαστικά και εξαφανίζεται εξαιτίας οικονομικής καταστροφής και χρεών, συνδέεται με τον Ηλία Πουλόπουλο. Όπως είδαμε, στα 60 χρόνια λειτουργίας της εταιρείας «Πιλοποιείον Πουλόπουλου», υπήρξαν περίοδοι που είχε οικονομικές ζημιές. Όμως, δεν είναι βέβαιο για το πότε και με αφορμή ποιο γεγονός η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και καθιερώθηκε.
Το σίγουρο είναι ότι δεν συνδέεται με το οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου, αφού η φράση είναι προγενέστερη από τη δεκαετία του 1950.
Κάποιες πηγές δεν τη συνδέουν με το εργοστάσιο του Πουλόπουλου, αλλά μ’ ένα μεγάλο κατάστημα στην οδό Αιόλου, που πουλούσε τα καπέλα του Πουλόπουλου και το οποίο έβαλε λουκέτο στις αρχές του 20ού αιώνα.
Λιγότερη πειστική είναι η ερμηνεία ότι η έκφραση δεν έχει να κάνει με οικονομική καταστροφή, αλλά χρησιμοποιείται γενικά όταν κάποιος φεύγει, με την πρόθεση να μην επιστρέψει ποτέ. Άλλωστε, παλαιότερα, η κίνηση που έδειχνε ότι ένας άνδρας ετοιμαζόταν να φύγει από κάπου, ήταν να πάρει το καπέλο του που, για τους περισσότερους Έλληνες, ήταν «του Πουλόπουλου».
Έτσι, η ερμηνεία αυτή συνδέει τη φράση «Έγινε Πουλόπουλος» με την άλλη γνωστή φράση «παίρνω το καπέλο μου και φεύγω» που, και στις δύο περιπτώσεις, σημαίνει τη δίχως επιστροφή αναχώρηση κάποιου άνδρα.