Ο θρύλος αναφέρει ότι κοντά στους νερόμυλους «έβγαινε την ημέρα μια Νεράιδα με πράσινα μάτια, που τα στόλιζε με μαργαριτάρια και μερτζάνια και στέγνωνε τα ρούχα της στους βράχους. Τη νύχτα με φεγγάρι η ίδια νεράιδα χόρευε πάνω στα νερά του ποταμού».
Οι νερόμυλοι και στο νομό Αργολίδας, στέκονται ταπεινοί, ερειπωμένοι και εγκαταλελειμμένοι σήμερα, αλλά αποτελούν σημαντικά μνημεία της προβιομηχανικής περιόδου με πολλαπλή σημασία, ιστορική, αρχιτεκτονική, οικονομική, κοινωνική και λαογραφική. Από το 1754 ο Μύλος που βρίσκεται στην περιοχή Κεφαλάρι ή Κολοκύθι Τραχειάς, 4 χλμ από την Τραχειά στον άξονα προς Δίδυμα, πουλήθηκε από τους Τούρκους στην ελληνική οικογένεια, «εις Μήτρον παπα Χρήστενας και παπα Σακελάριον».
Έκτοτε ο Μύλος ήταν σε συνεχή χρήση εξυπηρετώντας τις ανάγκες των κατοίκων για 197 χρόνια, μέχρι και το 1952. Ήταν η χρονιά που χαράκτηκε ο δρόμος από το Λυγουριό στην Κιάφα των Διδύμων. Τέτοια έργα βέβαια εξυπηρετούν την σύνδεση των περιοχών αλλά δημιουργούν και προβλήματα. Ο δρόμος πέρασε πάνω στο υδραύλακο που έφερνε το νερό στον Μύλο. Η «δέση» όπως έλεγαν το μέρος που έπαιρναν το νερό από το ποτάμι και το έφερναν στην δεξαμενή, στην στέρνα του Μύλου, είναι 1.300 μέτρα μακριά από τον Μύλο. Εκεί που πέρασε ο δρόμος για τα αυτοκίνητα, περνούσε και ο δρόμος για τα ζώα και τους ανθρώπους.
Ο σημερινός ιδιοκτήτης του μύλου είναι ο γνωστός δάσκαλος Θανάσης Παριώτης που με την σειρά του έδωσε στον «Αναγνώστη Πελοποννήσου» πολύτιμες πληροφορίες για τον νερόμυλο της οικογένειας του και μοιράστηκε μαζί μας τις αναμνήσεις του.
«Εκεί οι πρόγονοί μας είχαν κατασκευάσει ξύλινο γεφύρι, το οποίο κάθε χρόνο το επισκεύαζαν. Εμείς τότε δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα να φτιάχναμε γερή κατασκευή ώστε να περνά από κάτω το νερό και από πάνω τα αυτοκίνητα», μας αφηγείται ο Θανάσης Παριώτης.
«Παράλληλα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται και οι κυλινδρόμυλοι που έβγαζαν το άσπρο αλεύρι, ενώ ο νερόμυλος έβγαζε αλεύρι ολικής άλεσης! Τώρα βέβαια εβδομήντα χρόνια αργότερα είναι κυρίαρχο το αλεύρι ολικής άλεσης. ΄Άργησε η κοινωνία να διακρίνει την αξία που είχε το αλεύρι του νερόμυλου! Και συνεχίζει:
«Το νερό για να έλθει στον Μύλο περνούσε και πάνω από δύο πέτρινα γεφύρια για να ξεπεράσει το εμπόδιο δύο ρεμάτων. Σε αυτά τα 1.300 μέτρα, με φυσική ροή το νερό έφτανε δεκαπέντε μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού, ώστε να πέφτει με δύναμη στην φτερωτή και να γυρίζει τις μυλόπετρες.»
«Τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο, οι γονείς μου και οι πρόγονοί μας με ξυνάρια και φτυάρια καθάριζαν σε όλο το μήκος το υδραύλακο για να κυλάει ανεμπόδιστα το νερό και να έλθει στην δεξαμενή του Μύλου. Σ’ αυτούς τους μήνες γίνονταν και όλες οι εργασίες επισκευής και συντήρησης των εγκαταστάσεων όπως και το απαιτητικό έργο του πελεκήματος της μυλόπετρας!»
«Όσο το ποτάμι είχε αρκετό νερό, αυτό ερχόταν ανεμπόδιστο και έπεφτε μέσα στον αγωγό που το οδηγούσε στην φτερωτή, η οποία βρισκόταν στο υπόγειο του Μύλου και την έφερνε γύρω (την περιέστρεφε)».
«Περιστρεφόταν η φτερωτή και αυτή με τον άξονά της περίστρεφε την μυλόπετρα που ήταν από πάνω της. ΄Όσο ερχόταν νερό, έπεφτε στην φτερωτή και γύριζε η μυλόπετρα και δούλευε ο Μύλος. Ανάλογα με τη πελατεία ο Μύλος δούλευε μερόνυκτα, ασταμάτητα. Κατά την Άνοιξη που περιοριζόταν η ποσότητα του νερού του ποταμιού, έκλειναν την έξοδο της δεξαμενής, και όταν εκείνη γέμιζε τότε την άνοιγαν και άφηναν το νερό να κυλήσει και να πάει στην φτερωτή του μύλου».
Ο Μύλος αυτός, ο Μύλος του Παριώτη, εξυπηρετούσε όλη την περιοχή και μέχρι και τα Καρνεζέϊκα. Οι εγκαταστάσεις του Μύλου έπρεπε να εξυπηρετούν την διαμονή και τροφή των ζώων, των μεταφορικών μέσων και των ανθρώπων. Το σπίτι του Μυλωνά διέθετε τροφή όπως, τσιγαρίδες, αυγά, τυρί, ψωμί ή τραχανά και χυλοπίτες και φυσικά το απαραίτητο κρασάκι από τα αμπέλια των Διδύμων. Στον εσωτερικό χώρο του μύλο υπήρχε αρκετός χώρος, όπου φυλάσσονταν τα σακιά με το σιτάρι που προοριζόταν για άλεσμα. «Συνέβαινε επίσης να αφήνουν το σιτάρι τους οι πελάτες και να φεύγουν για να έλθουν κάποια άλλη ώρα ή μέρα να πάρουν το αλεύρι τους. Μας είχαν πει οι γονείς μας ότι στα χρόνια της Κατοχής και ενώ ήταν γεμάτος ο μύλος με αλεσμένα σιτάρια, με αλεύρι, μπήκαν κάποιοι καλοθελητές και τα πήραν όλα τα σακιά με το αλεύρι».
«Μας έλεγαν οι γονείς μας ότι εκείνην την χρονιά δούλεψαν για να δώσουν στους πελάτες τους αυτό που μας είχαν κλέψει! Στον χώρο του μύλου υπήρχε πάντα φωτιά, γιατί ο μύλος βρίσκεται σε ρεματιά και εκτός από το κρύο του Χειμώνα είχε και πολλή υγρασία!»
«Μικρός καθώς ήμουν τότε στα χρόνια της λειτουργίας του, είχα μαγευτεί από όλη την λειτουργία του. Από την «δέση», τον υδραύλακα, τα πέτρινα γεφύρια, την δεξαμενή, την λειτουργία της, και το πέσιμο του νερού από έξι μέτρα ύψος στην φτερωτή, που έθετε σε λειτουργία τον μύλο. Όμως, εκείνο που με είχε μαγέψει πολύ ήταν η μυρωδιά που αναδυόταν από το αλεύρι, καθώς έβγαινε από τις μυλόπετρες και έπεφτε μέσα στο δοχείο! Ακόμη με συνεπαίρνει εκείνο το άρωμα!» μας διηγείται ο δάσκαλος Θανάσης Παριώτης.
Εμείς το μόνο που έχουμε να προσθέσουμε, είναι ότι όταν επισκεφτήκαμε την περιοχή, νιώσαμε μαγεμένοι, σαν την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων. Οι πανύψηλες λεύκες και τα πλατάνια, το καταπράσινο τοπίο όπου κι αν κοιτούσες, ήταν ένα θέμα που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ… Τί ομορφιά, τί ηρεμία, σ΄ έκανε να νιώθεις ότι βρίσκεσαι στον παράδεισο και αναζητούσαμε να συναντήσουμε την νεράιδα του θρύλου…
Α.Γ. & Κ. Χ. Τζ.