Τρεις καθηγητές του Τμήματος Γεωλογίας του ΕΚΠΑ, ο Ευθύμης Λέκκας, ο Σπύρος Μαυρούλης και η Μαρίλια Γώγου παραθέτουν στοιχεία για τον κίνδυνο ενός ενδεχόμενου τσουνάμι στην Ηλεία.
Στην μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Geosciences, οι τρεις ερευνητές μελέτησαν εις βάθος το ιστορικό της ευρύτερης περιοχής μεταξύ Ιονίου και Πελοποννήσου και έκριναν ότι απαιτείται επανεκτίμηση λόγω των μεγάλων σεισμογενών δομών κρούσης. Διαπίστωσαν δε ότι η περιοχή αυτή έχει πλούσια ιστορία τσουνάμι που ξεκινά από το 6.000 π.Χ.
Επιρρεπείς οι ακτές του Κυπαρισσιακού κόλπου
Στην περίληψη της έρευνας, που δημοσιεύεται στο τοπικό μέσο, αναφέρεται ότι «Εκτός από τις επιπτώσεις τηλετσουνάμι των μακρινών σεισμών, υπάρχουν επίσης τοπικά τσουνάμι με μικρότερο αντίκτυπο στις ακτές, που αποδίδονται κυρίως σε τοπικά υπεράκτια ρήγματα και σε κατολισθήσεις που προκαλούνται από σεισμούς. Το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί καταστροφικά τοπικά τσουνάμι, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μελλοντικής πυροδότησης».
Με βάση τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί από τους ερευνητές, οι περιοχές που επλήγησαν από τσουνάμι στο παρελθόν και που είναι επιρρεπείς στις επιπτώσεις ενός μελλοντικού γεγονότος, είναι μεταξύ άλλων η παραθαλάσσια δυτική Πελοπόννησος, ιδιαίτερα οι ακτές του Κυπαρισσιακού κόλπου και γενικότερα το κεντροδυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου.
«Στις ζώνες αυτές, (…) η μορφολογία του βυθού και η εμφάνιση σεισμικής παραμόρφωσης του βυθού ή δευτερογενών υποθαλάσσιων φαινομένων, κυρίως κατολισθήσεις, αυξάνει την πιθανότητα καταστροφής στην παράκτια ζώνη», επισημαίνεται.
Τέσσερις γενιές τσουνάμι στην Ηλεία
Τα τσουνάμι που εκδηλώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων στην Ηλεία, επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη του τοπίου της παράκτιας ζώνης που εκτείνεται από την περιοχή της Κυλλήνης έως τη χερσόνησο της Πυλίας.
Η βορειότερη τοποθεσία της Πελοποννήσου με εντοπισμένες καταθέσεις τσουνάμι είναι το Αρχαίο λιμάνι της Κυλλήνης, πιθανότατα μεταξύ των αρχών του 7ου και του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ., πριν από το λιμάνι θεμελίωσης, και μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. ή αργότερα. Επίσης, στον κόλπο του Αγίου Ανδρέα, εντοπίστηκε ένα κοίτασμα τσουνάμι τύπου παραλιακού βράχου, ενώ το λιμάνι της αρχαίας Φειας φαίνεται ότι καταστράφηκε από τσουνάμι τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο proini.news, τέσσερις γενιές τσουνάμι εντοπίστηκαν στην πρώην λίμνη Μουριάς, στην στο Κάτω Σαμικό και στην πρώην λίμνη Αγουλινίτσας, ενώ τουλάχιστον τέσσερα τσουνάμι έχουν εντοπιστεί τα τελευταία 300 χρόνια στον Κυπαρισσιακό Κόλπο με βάση ευρήματα στην Αγουλινίτσα, στον Καϊάφα και στην Παραλία Κακόβατου.
Η κοιλάδα του Επιταλίου είναι και αυτή που έχει υποφέρει περισσότερο από επαναλαμβανόμενες πλημμύρες από τσουνάμι, τα οποία θεωρήθηκαν μέρος υπερ-περιφερειακών γεγονότων που δημιουργήθηκαν περίπου την περίοδο 5300–5200 π.Χ., 4350–4250 π.Χ. και κατά τη διάρκεια της τρίτης χιλιετίας π.Χ.
Συμπεράσματα και προτάσεις
Συμπεράσματά των ερευνητών είναι ότι το δυναμικό γένεσης τσουνάμι στο Ιόνιο Πέλαγος δεν φαίνεται να είναι χαμηλό, αλλά εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον.
«(…) Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός προϊστορικών, ιστορικών και πρόσφατων γεγονότων τσουνάμι, που αποκαλύπτουν ότι τα νησιά του Ιονίου και οι νότιες ακτές της Πελοποννήσου υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο τσουνάμι. Εκτός από τις επιπτώσεις που προκαλούνται από καταστροφικά τσουνάμι που προκαλούνται από σεισμούς, (…) υπάρχουν και άλλα τοπικά τσουνάμι με αξιοσημείωτα αποτελέσματα, που προκαλούνται από σεισμούς εντός του Ιονίου. (…) Το γεγονός ότι δεν έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής τέτοιο καταστροφικό γεγονός στο Ιόνιο, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Αντίθετα, όπως έχει αποδειχθεί για άλλες περιοχές με οι σεισμογόνες και “τσουναμιγενείς” δομές σε όλο τον κόσμο, αυτό είναι πολύ πιθανό», εξηγούν.
Προτείνουν την ένταξη του Ιονίου στις «τσουναμι-γενείς» ζώνες της Ελλάδας και τον εντοπισμό όλων των περιοχών που επλήγησαν από τσουνάμι στο παρελθόν και την εμφάνιση των πιο ευάλωτων σε μελλοντικές επιπτώσεις από τσουνάμι, με την υποθαλάσσια χαρτογράφηση του βυθού και την απευθείας χαρτογράφηση των πηγών κινδύνου, ώστε να γίνει ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την επαναξιολόγηση του κινδύνου στη συγκεκριμένη περιοχή.