Το διήγημα με τίτλο «Τα κάλαντα», περιλαμβάνεται στη νέα συλλογή διηγημάτων του Ναυπλιώτη Νίκου Τσιπόκα «Ψηφιακά Όνειρα», που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Κέδρος».
«Τα κάλαντα»
«Είχες ακουμπήσει το πρόσωπό σου πάνω στο τιμόνι του θηριώδους τζιπ σου σε φανάρι της λεωφόρου ΝΑΤΟ. Ακινητοποιημένος στην αριστερή λωρίδα, εμπόδιζες τα φορτηγά να στρίψουν. Δεν άκουγες τα κορναρίσματα και τις βρισιές. Έκλαιγες και έτρεμες από θυμό. Είχες βρεθεί στον Ασπρόπυργο, πολύ μακριά από τον Διόνυσο, όπου έμενες. Είχε περάσει πάνω από μία δεκαετία από τότε που πήγες εκεί, για να ξαναζητήσεις μάταια δανεικά από τον αδελφό σου, που ασχολούνταν με Logistics και δραστηριοποιούνταν στην περιοχή.
Με κομμένο το ρεύμα στη μεζονέτα σου εδώ και μία εβδομάδα και με τη σκέψη σου στην επικείμενη άφιξη της κόρης σου, που θα ερχόταν οικογενειακώς από την Αγγλία για τα Χριστούγεννα, σιγά μην πρόσεχες το τσιγγανάκι που χτυπούσε ρυθμικά δύο μεγάλες σκουριασμένες βίδες σαν τρίγωνο και προσπαθούσε με διάφορες γκριμάτσες να τραβήξει την προσοχή σου προσπαθώντας να σου πει τα κάλαντα. Ξαφνιάστηκες όταν αντιλήφθηκες τον μικρό σαλτι- μπάγκο να κρέμεται από τον μεγάλο πλαϊνό καθρέφτη. Ποτέ δεν άνοιγες το παράθυρο στα φανάρια, αλλά το θράσος και η τρυφερότητα στο βλέμμα αυτού του παιδιού σε είχαν αιχμαλωτίσει. Σε κάρφωνε με τα μάτια και χαμογελούσε ανεπαίσθητα κάθε φορά που τέλειωνε μια φράση, τραβώντας την επιδεικτικά.
Κατέβασες αργά το τζάμι. Τα μάτια σου ήταν κόκκινα. «Να τα πούμε;» σε ρώτησε, αν και ήταν μόνο του. Χωρίς να περιμένει απάντηση, άρχισε να τα λέει. Η σκόνη που έμπαινε από το παράθυρο ήταν αφόρητη, καθώς περνούσαν συνεχώς φορτηγά από το κακοσυ- ντηρημένο οδόστρωμα. Αν και παραμονή Χριστουγέννων, η μέρα ήταν ηλιόλουστη και είχες μείνει στην κυριολεξία με ένα τελευταίο δεκαρικάκι στο σταχτοδοχείο του αυτοκινήτου – από αυτά που κάποτε άφηνες για φιλοδώρημα στους παρκαδόρους του Mercato στον Αστέρα Βου- λιαγμένης. «Γιατί κλαις; Αφού έχεις ωραίο αμάξι», σε ρώτησε ο μικρός.
Συγχρόνως προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στην πόρτα του «θηρίου». Ήταν ένα τόσο δα πλασματάκι· έμοιαζε σαν αυτοκόλλητο σε αμερικανικό ψυγείο. Μηχανικά, χωρίς να πάψεις να το κοιτάς, πήρες το δεκαρικάκι από το σταχτοδοχείο, το έκανες μια μπάλα στη χούφτα σου και του το έδωσες. Δεν το ξετύλιξε καν, το έκρυψε στο εσώρουχό του και με ένα γέλιο ολο- κάθαρο σε ρώτησε:
«Θέλεις ρέστα;» Ξεκαρδισμένο από τη χαρά του πρόσθεσε: «Θείο, θα ’χεις μεγάλη τύχη». Το είδες να απομακρύνεται χοροπηδώντας. Δεν πρέπει να ήταν ούτε πέντε χρονών. Όταν γύρισες στο σπίτι, πρόσεξες ότι τα φώτα στο μπαλκόνι ήταν αναμμένα. Στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεγγύης η ΔΕΗ είχε προχωρήσει σε επανασυνδέσεις παροχών λόγω εορτών. Είδες η ΔΕΗ; Πάνω στην ώρα που θα ερχόταν και η κόρη σου.
Η πρώτη τυχερή στιγμή σου, σκέφτηκες, την τελευταία πενταετία. Δεν περνούσε κάτι άλλο από το μυαλό σου, ούτε τη στιγμή που η κόρη σου σου ανακοίνωσε με ασυγκράτητο ενθουσιασμό ότι, μόλις προσγειώθηκε, έλαβε ένα μέιλ για την πρόσληψή της ως υφηγήτριας πανεπιστημιακής έδρας στην Οξφόρδη – όνειρο ζωής για την ίδια, αν και για χρόνια ερχόταν πάντα τελευταία στις αξιολογήσεις. Ώσπου ύστερα από λίγες ημέρες, πριν από το νέο έτος, σου τηλεφώνησε έξαλλος από τη χαρά του ο ξάδελφός σου από τη Σκιάθο. Σχεδόν ουρλιάζοντας, αυτός και η γυναίκα του προσπαθούσαν να σου πουν ότι ύστερα από δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια η αρχαιο- λογική υπηρεσία είχε αποχαρακτηρίσει τελικά και ξεμπλοκάρει την τεράστια έκταση σε αμμώδη παραλία του νησιού που είχατε κληρονομήσει. Μέσα σε έναν μήνα είχατε τρεις διαφορετικές επιλογές πώλησης σε ξένα ξενοδοχειακά γκρουπ που πρόσφεραν επταψήφια ποσά. Μέσα σε έναν μήνα είχες πειστεί για τα λόγια του μικρού τσιγγάνου.
Από τότε, κάθε χρόνο, πήγαινες στον Ασπρόπυργο, έξω από τον συνοικισμό Νέα Ζωή, και σου έλεγαν τα κάλαντα. Φυσικά δεν το έλεγες σε κανέναν. Ήταν το γούρι σου, κι ήθελες να το κρατήσεις κρυφό. Και κάθε χρόνο γιγαντωνόσουν συναισθηματικά και οικονομικά.
Ύστερα από τόσα χρόνια κατρακύλας η ζωή σ’ το χρώσταγε. Και μαζί μ’ εσένα, Μίδα μου, ήταν τυχεροί κι όσοι ήταν γύρω σου. Το βλέμμα του μικρού τσιγγάνου δεν το ξέχασες, αν και δεν τον συνάντησες ξανά.Έτσι, ενώ όλη η οικογένειά σου κάθε Δεκέμβριο πήγαινε σε πανάκριβα χιονοδρομικά θέρετρα του εξωτερικού, εσύ εκεί, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, να ακούσεις τα κάλαντα πρώτα, για να πάει καλά ο χρόνος· κι όποτε έβλεπες τσιγγάνα στον δρόμο με λουλούδια, αγόραζες όλο το πανέρι, κι ας διαμαρτυρόταν η γυναίκα σου. Μόνο το 2019 δεν άκουσες κάλαντα επειδή ήσουν στο Κίτσμπουελ της Αυστρίας και δύο μήνες αργότερα διάβασες ότι από εκεί δίπλα ξεκίνησε η διασπορά του κορονοϊού στην Ευρώπη. Η κόρη σου χώρισε μια εβδομάδα μετά τα βαφτίσια της εγγονής σου. Η γυναίκα σου σε παράτησε για τον δάσκαλο της γιόγκα, το αμοιβαίο στο οποίο είχες επενδύσει τα πάντα καταποντίστηκε, η εφορία σε ρωτούσε για κάτι παλαιά εμβάσματα στην αλλοδαπή και εσύ διαγνώστηκες με υπερπλασία προστάτη – ευτυχώς σε αρχικό στάδιο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει έτσι και το 2021. Είχες πάρει το μάθημά σου, δεν θα ξανάκανες το ίδιο λάθος. Είχες ανακαλύψει τυχαία το εργαλείο ευημερίας, το είχες στα χέρια σου, δεν θα το άφηνες. Από την Πρωτομαγιά το σκεφτόσουν – περίμενες με αγωνία τα Χριστούγεννα για να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου. Όταν όμως κατά τη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας είδες τη φάτσα του Πέτσα σε πρωινάδικο να ανακοινώνει αυστηρότερα μέτρα για τους δήμους Ασπροπύργου, Ελευσίνας και Μάνδρας-Ειδυλλίας και ταυτόχρονα απαγόρευση για τα κάλαντα σε όλη τη χώρα, τρελάθηκες. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακούσεις κάλαντα κι αυτή τη χρονιά. Παραμονή Χριστουγέννων πήγες αποφασισμένος στο κατάστημα του Μουστάκα και παρέλαβες τις έξι τσάντες με παιχνίδια, κούκλες, πλαστικά φορτηγά και μουσικά όργανα που είχες παραγγείλει από ημέρες και μετά πήγες κατευθείαν και πάρκαρες στη λεωφόρο ΝΑΤΟ.
Για ώρες δεν έβγαινε κανένας. Ούτε για παλιοσίδερα. Πώς να βγουν; Αφού είχαν στείλει τρεις κλούβες με ΜΑΤ έξω από τον συνοικισμό. Τους έρημους τους Ρομά φυλάγανε για τον covid, ενώ όλη η Αθήνα στέναζε στα αστικά λεωφορεία. Πέρναγε η ώρα, κάτι έπρεπε να κάνεις. Να πας εσύ μέσα στον συνοικισμό έμοιαζε κακή ιδέα, ειδικά με τέτοιο τζιπ και τέτοιο κοστούμι. Τι να έκανες όμως; Παιζόταν μια ολόκληρη χρονιά. Παιζόταν η τύχη σου. Σταμάτησες έναν τύπο που κουβάλαγε κάτι σάπιους θερμοσίφωνες και τον ρώτησες. Αν και ήταν από άλλο οικισμό τσιγγάνων και πήγαινε στα Εξαμίλια, με ένα κατοστάρικο δέχτηκε να σε πάει από παράδρομους για να αποφύγετε τα μπλόκα. Σε πέντε λεπτά φάνηκαν τα πρώτα σπίτια.
Πριν σταματήσεις, είχαν μαζευτεί καμιά δεκαριά πιτσιρίκια γύρω από το τζιπ. Σκέφτηκες ότι τελείωναν τα βάσανά σου, αλλά, όταν τα παρότρυνες να σ’ τα πουν, γελού- σαν και σου έδειχναν τις γεμάτες τσάντες με τα παιχνίδια στα πίσω καθίσματα. Ήρθαν και κάποιες κυρίες, προφανώς μαμάδες, και σε ρωτούσαν αν είσαι από τη Νομαρχία και τους έφερες δώρα. Κάποιοι έφηβοι σου έδειχναν κάτι χορτάρια σε χαρτοπετσέτες, σχεδόν σ’ τα έβαζαν στις τσέπες σου, ζητώντας σου επίμονα πενήντα ευρώ. Άλλοι σε ρωτούσαν αν ήρθες να τους κάνεις πάλι τεστ για τον κορονοϊό και επέμεναν ότι έμοιαζες με έναν γιατρό της τηλεόρασης.
Όταν τους είπες διστακτικά ότι φέρνεις κάποια δώρα και ότι θέλεις μόνο να ακούσεις τα κάλαντα από τα παιδάκια, η δυσπιστία τους έγινε βουνό, παρ’ όλο που κάποια πιτσιρίκια είχαν χωθεί ήδη στα πίσω καθίσματα εξερευνώντας τις τσάντες, αν κι εσύ ακόμα δεν είχες ακούσει λέξη. «Εσύ παιδιά δεν έχεις να σ’ τα πουν; Τα δικά μας παιδιά θέλεις;» σε ρωτούσαν κάτι γυναίκες σχεδόν θυμωμένα. Τότε μαζεύτηκαν και άλλοι και άρχισαν να τσακώνονται χωρίς να καταλαβαίνεις τον λόγο. Παρατήρησες από τις κινήσεις τους ότι κάποιοι έπαιρναν το μέρος σου και άλλοι όχι. Μέσα στη φασαρία και στην αμηχανία σου πρόσεξες κι έναν τύπο που ούρλιαζε κάτι στη γλώσσα τους, σηκώνοντας τα χέρια σαν να καθοδηγούσε αεροπλάνο σε αεροδιάδρομο προσγείωσης. Ξαφνικά όλοι άρχισαν να διαλύονται. Δεν άργησες να καταλάβεις ποιος ήταν ο λόγος, για- τί είδες από μακριά να έρχονται δύο περιπολικά σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Είδαν, φαίνεται, το μαύρο τζιπ στον οικισμό και θα νόμιζαν ότι έσκασαν ναρκέμποροι. Και από πίσω τα κανάλια…
Μπήκες απρόθυμα μέσα στο τζιπ και ξεκίνησες χωρίς να έχεις ακούσει ούτε στιχάκι, προσέχοντας μη πατήσεις κάποιο παιδάκι. Προσπαθούσες να απομακρυνθείς μέσα από κάτι χωράφια, που σίγουρα θα εμπόδιζαν τα περιπολικά να σε ακολουθήσουν. Έτσι κι έγινε, όργωσες στην κυριολεξία το μέρος με το «θηρίο» και σε έχασε η αστυνομία, αλλά όχι και κάποιοι Ρομά, που για άγνωστο λόγο είχαν κολλήσει κονβόι πίσω σου και σε ακολουθούσαν με ανεξήγητη μανία, με τρία αγροτικά χαμηλωμένα που διαλύονταν οι προφυλακτήρες τους μέσα στα χωράφια, αλλά αυτοί εκεί, επέμεναν ανελέητα στην καταδίωξη. Στις καρότσες τους φορτωμένα γυναικόπαιδα που ωρύονταν και χειρονομούσαν χωρίς λόγο προς το μέρος σου.
Τι σκατά θέλανε; Δεν σου έφταναν τα προβλήματά σου… Στην αρχή νόμισες ότι απλώς προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τα περιπολικά, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι ένας ολόκληρος οικισμός σε κυνηγούσε. Δεν φανταζόσουν μια τόσο απρόσμενη εξέλιξη. Ρίχνοντας μια πιο ψύχραιμη ματιά στον κεντρικό καθρέφτη συνειδητοποίησες έντρομος ότι στη «γαλαρία» του τζιπ, πίσω από τα δύο έξτρα εφεδρικά αναδιπλούμε- να καθίσματα, ήταν ένα εγκλωβισμένο πιτσιρίκι που έκλαιγε και χειρονομούσε φοβισμένο μέσα από το πα- ράθυρο στους δικούς του. Φαίνεται, μέσα στην αναστάτωση και στην έξαψη από τη χαρά του στη θέα των παιχνιδιών, δεν είχε προ- λάβει να βγει. Τότε πλέον σιγουρεύτηκες ότι κάλαντα δεν θα άκουγες φέτος και, αν έκανες το λάθος και σταματούσες, θα σου έκαναν και μεταμόσχευση νεφρού και συκωτιού από τη λύσσα που είχαν. Άσε τις αναρτήσεις στα social: «Επιχειρηματίας των βορείων προαστίων, απαγωγέας και παιδεραστής».
Του μιλούσες γλυκά και προσπαθούσες να το ηρεμήσεις σαν να ήταν γατάκι, ενώ παράλληλα οδηγούσες σαν κασκαντέρ ανάμεσα σε χωμάτινα αναχώματα, σκουπίδια και καμένα αυτοκίνητα: «Έλα εδώ, μανάρι μου, μην κλαις, Οχ, οχ, οχ, οχ, μια ομορφιά!» Πρέπει να ήταν γύρω στα τρία, κοριτσάκι σίγουρα, φοβισμένο πιο πολύ από την εικόνα των δικών του που σας καταδίωκαν, παρά από εσένα, που τα είχες εντελώς χαμένα. Ακόμα και τα παιχνίδια που είχαν σκορπιστεί γύρω του δεν ήταν ικανά να το κάνουν να ηρεμήσει. Κράταγε ένα μικρό πλαστικό τύμπανο στην αγκαλιά του, αλλά συγχρόνως έκλαιγε γοερά. Τότε άνοιξες απελπισμένος το ντουλαπάκι και ψηλάφισες ένα σακουλάκι με smarties που είχαν ξεμείνει.
Στην πολύχρωμη θέα του σταμάτησε να κλαίει. Σταμάτησε στην κυριολεξία να αναπνέει, δεν ξανακοίταξε πίσω. Τα σκόρπισε όλα στο ολόλευκο δερμάτινο αλκαντάρα κάθισμα και σαν πριγκίπισσα άρχισε να διαλέγει χρώματα και να απολαμβάνει τη λιωμένη σοκολάτα. Χαλάρωσε η συνοδηγός σου σε αυτό το αναπάντεχο χωμάτινο ράλι στον Ασπρόπυργο. Οι Ρομά δεν φαίνονταν πια πίσω. Ήσουν πιο ήρεμος τώρα, γιατί μιλούσατε με τη μικρούλα την ίδια γλώσσα. Τη γλώσσα της σοκολάτας.
Αφού διαπίστωσες ότι αυτό τη χαλάρωνε, κατάπινες και εσύ σοκολατένια κουφετάκια και πασαλειβόσουν επιδεικτικά κάνοντας περίεργες γκριμάτσες και το κοριτσάκι γελούσε, ενώ τα μαγουλάκια της είχαν ακόμα ξεραμένα δάκρυα, μύξες και σοκολατένια σάλια. Αυθόρμητα την τράβηξες προς το μέρος σου, επειδή φοβόσουν μήπως χτυπήσει, και την έβαλες ανάμεσα στα πόδια σου, μαζί με το τύμπανο, που δεν αποχωριζόταν. Σχεδόν χάθηκε στην αγκαλιά σου. Ήταν τόσο μικροσκοπική.
Άνοιξες το ραδιόφωνο. Είχε χριστουγεννιάτικα τραγούδια – τον «Μικρό τυμπανιστή». Άρχισες να σιγοψιθυρίζεις και εσύ: «πα ραμ παμ παμ παμ», χτυπώντας ρυθμικά την κόρνα στο τζιπ. Το τοσοδούλι πλασματάκι, μπουκωμένο από τα smarties και υπό την επήρεια της σοκολάτας, άρχισε να μουρμουράει κάτι σαν τραγούδι, σε άλλο ρυθμό, σε άλλη γλώσσα, χτυπώντας συγχρόνως και το μικρό πλαστικό τύμπανό της.
Φαινόταν να το διασκεδάζει. Δεν ήταν τα συνηθισμένα κάλαντα, αλλά δεν σε ένοιαζε. Δεν σε ένοιαζε τίποτα πια. Ούτε σε πανικόβαλλε η πλήρης περιγραφή του αυτοκινήτου σου σε μεγάλο πίνακα ανακοινώσεων της Αττικής Οδού από το Χαμόγελο του Παιδιού, που ενεργοποίησε το Amber Alert για την απαγωγή ανήλικου αγοριού! Δεν είχε σημασία πια. Είχε αρχίσει να δύει. Βρισκόσουν σε παράδρομο, σε ένα ύψωμα πίσω ακριβώς από τα διυλιστήρια Ασπρο- πύργου, χωρίς να ξέρεις τι να κάνεις, ακίνητος για να μην την ξυπνήσεις, σε μια ουρά παρκαρισμένων άδειων βυτιοφόρων, με την καρδιά γεμάτη και ένα άγνωστο κοριτσάκι, που ήταν τελικά αγοράκι και είχε αποκοιμηθεί πάνω στην κοιλιά σου, στην αγκαλιά σου, με τις παλάμες σου στοργικά να το καλύπτουν, μια σταλιά πλασματάκι, που σου ζέσταινε την ψυχή, παραμονή Χριστουγέννων…
Πρόσεξες τότε, σε μια μαγική στιγμή, σε μια ανάσα ανακούφισης, ότι μπροστά σου οι φανταστικές πορτοκαλοκόκκινες φλόγες που έβγαιναν μέσα από τις πανύψηλες απολήξεις των μονάδων διύλισης καθρεφτίζονταν στην επιφάνεια της θάλασσας, που έμοιαζε πλέον σαν λίμνη, καθώς τρεμόσβηναν και χάνονταν, με προοπτική, στον πολύχρωμο ορίζοντα».