Στην καρδιά του Ναυπλίου, στα σοκάκια με τις καφετέριες και τα αναμνηστικά, υπάρχει ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες αργαλειούς στην Ελλάδα.
Δεν είναι κρυμμένος σε κάποιο υπόγειο, η σε κάποιο μουσείο. Μπορείς να τον δεις από τις μεγάλες βιτρίνες που καταστήματος, μαζί με άλλους δύο μικρότερους αργαλειούς που είναι περισσότερο για χόμπι. Βρίσκεται στο μαγαζί της Μαρίας Γονίδου, Αγνύθες.
Η Μαρία στα 24 της χρόνια εμπνευσμένη από μια ταπισερί αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη της υφαντικής. Παρακολουθεί μαθήματα υφαντικής στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης “Αγγελική Χατζημιχάλη”, μαθήματα ελληνικού κιλιμιού στο τμήμα Υφαντικής της ΧΑΝ, ταπισερί στον ΕΟΜΜΕΧ, σπουδές στην Ιστορία Τέχνης, μαθήματα ζωγραφικής, μαθήματα για τα φυτικά χρώματα από την ταπισερίστρια Σοφία Τάτα.
Χρειάζεται απόλυτη συγκέντρωση και αυστηρότητα για να δημιουργηθεί ένα κομμάτι στον αργαλειό όπως μας εξηγεί η Μαρία. Χρησιμοποιεί ειδικές κλωστές για τα «έργα» της και για ένα κομμάτι μπορεί να χρειαστεί και επτά ώρες δουλειάς για να έχει το τέλειο αποτέλεσμα που θέλει. Και παρά την άβολη στάση και τα προβλήματα που μπορεί να επιφέρει στο σώμα η ύφανση με αργαλειό, η Μαρία και η κόρη της Νεφέλη, αγαπούν την τέχνη τους τόσο πολύ, που αυτό έχει λίγη σημασία για εκείνες.
Η Νεφέλη σπούδασε 3D animation στην Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στον Ορνεράκη και μαθήματα υφαντικής με την Σοφία Τσουρινάκη, και όπως και η μητέρα της. Στα 24 της πήγε στην Ισλανδία, όπου παρέμεινε για 2,5 χρόνια μαθητεύοντας δίπλα σε πολύ καλές υφάντρες. Ο αργαλειός για την Νεφέλη είναι και διαλογισμός. Μου εξηγεί ότι η μητέρα της πάντρεψε το παραδοσιακό με το καινούριο και πλέον οι δυο τους γνωρίζουν πολλές τεχνικές ύφανσης. Ένας ακόμα λόγος που είναι γνωστός παγκόσμια ο χώρος τους και η τέχνη τους.
Αν κάποιος περάσει απ΄ τις Αγνύθες, μπορεί να δει τις δυο τους να υφαίνουν εκεί μπροστά στα μάτια του, όμως η επισκευή του αργαλειού είναι λίγο δύσκολο κομμάτι μιας και δεν υπάρχουν τεχνικοί. Άλλος ένας ρόλος που έχει επωμιστεί η ίδια η Μαρία.
Μητέρα και κόρη συνεργάζονται στον ίδιο χώρο για να βγει κάθε μοναδικό κομμάτι όπως εσάρπα, φουλάρι, γραβάτα. Όμως δεν κρύβουν την πικρία τους που η τέχνη τους δεν στηρίζεται έμπρακτα. Όταν ρώτησα την Μαρία πως της φαίνεται που η κόρη της ακολούθησε τα βήματα της, μου είπε ότι ήταν έκπληξη για εκείνη.
Κλείνοντας στην ερώτηση τί θα συμβούλευε η Μαρία κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη του αργαλειού, μου απάντησε «να βρει το λόγο που το κάνει, να έχει κ άλλες γνώσεις, γιατί θέλει πολύ χρόνο και αγάπη για να ξεκινήσει αυτό τον μεγάλο αγώνα».