home design 800Χ400

Κοσμάς Αρκαδίας: «Συνάντηση με εκείνον που έκαψε το χωριό μου»

Η συγκλονιστική ιστορία του Κοσμίτη Γιώργου Μέρμηγκα που μετά από χρόνια ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Έλληνα συνεργάτη των Ναζί που συμμετείχε στο ολοκαύτωμα του χωριού του. Πώς γλίτωσε τρεις φορές το θάνατο την περίοδο του εμφυλίου

Μια συγκλονιστική ιστορία αφηγείται ο Γιώργος Μέρμηγκας από τον Κοσμά Κυνουρίας, στην Αρκαδία, από την περίοδο της κατοχής, στο istorima.org και την ερευνήτρια Αγγελική Καττή.

Η αφήγησή του αποτελείται από δύο μέρη, στο ένα εκ των οποίων περιγράφει πως έφτασε να βρεθεί face to face με αυτόν που κατέκαψε το χωριό του, κατά τη Γερμανική κατοχή. Η δεύτερη αφήγηση αφορά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε και τις περιπέτειες στις οποίες μπήκε ο ίδιος την περίοδο εκείνη.

Ο Γιώργος Μέρμηγκας διηγείται

Ο Γιώργος Μέρμηγκας αφηγείται την περίοδο που κάηκε ο Κοσμάς Αρκαδίας, ο ίδιος έχασε τα πάντα.

Στο κάψιμο συμμετέχουν και Έλληνες συνεργάτες των Ναζί και μερικά χρόνια μετά, βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με έναν από αυτούς.

Η ιστορία:

Πολύ δύσκολα χρόνια. Σκληρός ο πόλεμος. 

Ήταν τον Φεβρουάριο. Ήρθαν οι Γερμανοί, πέρασαν το πρωί από εδώ οι Γερμανοί και πήγαιναν προς τα Πελετά. Εν τω μεταξύ, ρώτησαν: «Ήταν αντάρτες εδώ;» και τους είπαμε όχι. Όταν φύγανε οι Γερμανοί, πλάκωσαν οι αντάρτες. Δεν είχε περάσει μιάμιση ώρα. Βάλαν τα κιάλια, τους είδαν οι Γερμανοί και ξαναγύρισαν.

Εγώ είχα πάει σε αγροτικό χωριό κάτω, στο Πηγάδι, και γύριζα με τα ζώα φορτωμένος. Κι όταν έφτασα εδώ στην πλατεία, έσκασε η πρώτη οβίδα. Εδώ επάνω, ακριβώς. Κι εγώ ήμουν εκεί χάμω. Ώσπου να πάω να ξεφορτώσω απάνω στου θείου μου το σπίτι, έσκασε και δεύτερη οβίδα. Πήγα στο σπίτι μας εδώ πέρα κι είδα τα πρώτα σπίτια να πιάσουνε φωτιά, να καίγονται, στην κάτω γειτονιά. Περνούσαν οι Γερμανοί, βάνανε φωτιά.

Όταν καίγονται εξακόσια σπίτια μαζεμένα, καίγονταν στρώματα μέσα, ρούχα, ο καπνός αυτός ήταν αποπνικτικός. Δεν μπορούσαμε ν’ αναπνεύσουμε κι είπα θα σκάσουμε, θα πεθάνουμε. Έπαιρνα χιόνι κι έτριβα τα μούτρα μου, για να μπορέσω να αναπνεύσω. Κάηκαν και ζώα μέσα. Δεν πρόλαβαν να τα βγάλουν έξω και κάηκαν και ζώα. Φουντάλωσαν όλο το χωριό.

Πέρασαν και «Γερμανοί» οι οποίοι ήταν Έλληνες, με γερμανική μπότα. Έλληνες. Ήταν ένας λόχος από τη Σπάρτη απ’ έξω, ο οποίος ήταν με τους Γερμανούς μαζί. Με τους Γερμανούς, μαζί. Και περνάει κάποιος και λέει:

«Τάδε», του λέει, «μήπως είδες τον τάδε;»

Και του ‘πε αυτός: «Δεν σου είπα ρε να μη μιλάς ελληνικά; Υπάρχει φόβος να μας σκοτώσουν εδώ!» Εγώ, μού ‘μεινε το όνομα αυτουνού.

Κάηκε το χωριό, μείναμε στον δρόμο. Όλο το χωριό. Τα σπίτια είχαν καμάρες και κοιμόμασταν μέσα στις καμάρες, στις καμάρες από κάτω. Εμείς προλάβαμε και βγάλαμε και λίγα στρώματα έξω και λίγα πράγματα. Μας έστρωσε η αδερφή μου η μεγάλη, η Σοφία, μας έστρωσε ένα στρώμα επάνω στο χιόνι και ξαπλώσαμε και μας εσκέπασε, για να μην ψοφήσουμε απ’ το κρύο.

Αρχίσαμε και προσπαθήσαμε όλοι να μαζεύαμε κάτι, ξυλεία, το ένα, το άλλο, πλάκες, για να αρχίσουμε να σκεπάζουμε το έστω κι ένα δωμάτιο, να μπούμε μέσα. Παιδάκι ήμουνα, δεκατριών χρονών, εκουβάλαγα οκτώ φορτώματα πλάκα την ημέρα από ένα νταμάρι εδώ, που βγάζανε. Ή ξυλεία φόρτωνα, ξυπόλυτος, γυμνός. Η μητέρα μου χάλασε ένα χιραμάκι για να μας φτιάξει από ένα παντελόνι με τον αδερφό μου, να ζήσουμε, να μην κρυώνουμε.

Κοιτούσαμε πώς θα μάσουμε κάνα χόρτο, να βγάλουμε κανέναν βολβό για να ζήσουμε, γιατί πολύς κόσμος πέθαινε από την πείνα. Είχαμε τρεις μήνες χωρίς μπουκιά ψωμί, χωρίς λάδι. Εγώ και δεκατριών χρονών που ήμουνα, ήμουνα κατσούφης, γιατί από την πείνα και την αβιταμίνωση, έδειχνα για έξι-εφτά χρονών.

Επήγα υπάλληλος σε κάποιον ντόπιο πατριώτη. Με κακομεταχειριζότανε, με χτύπαγε, με έβριζε: «Τεμπέλη!» «Κηφήνα!» «Το τρως χαράμι το ψωμί!» Δεν εμίλαγα, γιατί φοβόμουνα. Αν με έδιωχνε; Mου έδινε ένα παξιμαδάκι την ημέρα και πέντε-έξι ελιές. Αυτό ήταν το φαγητό που έτρωγα. Υπόφερα πολύ. Μέχρι που πέρασε η κατοχή κι η πείνα. Σκληρά χρόνια, σκληρά, πολύ σκληρά χρόνια.

Μετά από πολλά χρόνια, που πήγα στον Καναδά, πήγαινα στο καφενείο το ελληνικό να πάρω μια εφημερίδα. Ακούω, ήταν μια παρέα πέντε-έξι και δημοκοπούσαν. Και λέει ο ένας: «Ο Έλληνας θέλει ξύλο, θέλει βούρδουλα, θέλει δικτατορία, θέλει…» Και μπαίνει ο άλλος και του λέει: «Ρε συ…» του είπε το όνομά του, του λέει: «Δεν αφήνεις και κανέναν άλλονε να μιλήσει;»

Εγώ όταν άκουσα το όνομά του, πηγαίνω και του λέω:

«Είσαι ο κύριος τάδε;»

«Ναι. Εσύ ποιος είσαι;»

Του λέω: «Είμαι αυτός που έκαψες στον Κοσμά, την τάδε ημερομηνία, που είχες τη γερμανική μπότα κι ήσουνα με τα Ες-Ες».

«Δεν ξέρεις τι λες!» μου λέει.

«Ξέρεις πόσοι Κοσμίτες είναι εδώ», του λέω, «που τους ξεσπίτωσες, που τους έκαψες; Θα στο βράσουν το στάρι!» του λέω.

Και την ίδια βραδιά εξαφανίστηκε, δεν ξαναπαρουσιάστηκε πουθενά.

Στο χωριό «προδότης», στην πόλη «κομμουνιστής»

Σε δεύτερη αφήγηση ο Γιώργος Μέρμηγκας μιλά για τον εμφύλιο όπου ο ίδιος αρνείται να διαλέξει πλευρά. Καταδιώκεται και από τους Χίτες και από τους αντάρτες και γλιτώνει τρεις φορές τον θάνατο.

Η ιστορία:

Εγώ είμαι γιος αστυνομικού που σκοτώθηκε για την πατρίδα. Τον πατέρα μου τον πρόδωσαν και τον σκοτώσανε οι Ιταλοί, γιατί τροφοδοτούσε Εγγλέζους. Εμείναμε πέντε παιδιά ορφανά, χωρίς περιουσία, χωρίς τίποτα. Η γιαγιά μου είχε κάτι καστανιές εδώ, λίγες καρυδιές, καστανιές κι έναν κήπο που βάζαμε λίγη πατάτα και λίγα κολοκυθοφάσουλα. Αυτή ήταν η περιουσία μας όλη-όλη.

Ήτανε το δεύτερο αντάρτικο εδώ. Υπήρχε ένα μίσος εδώ, στο χωριό. Δεν ξέρω πού βρέθηκε αυτή η κακία, τόση κακία, να έχει χωριστεί ο κόσμος, να έχουν χωριστεί τα καφενεία, να έχουν χωριστεί οι άνθρωποι. Δεν ήσουνα με το κόμμα τους, ήσουνα προδότης.

Εγώ δεν είχα ανακατευτεί με κανέναν, ούτε με τους δεξιούς, ούτε με τους αριστερούς. Αφού είχε σκοτωθεί ο πατέρας μου, δεν ήθελα να μπλέξω με κόμματα και με αντάρτικα και με Χίτικα. Έμεινα ανεξάρτητος. Εδούλευα σκληρά για να μπορέσω να βοηθήσω την οικογένειά μου, αλλά ήτανε ο κόσμος άνω-κάτω.

Σου ‘λέγαν: «Καθάρισε τη θέση σου, με ποιον θα πας; Με ποιον θα είσαι;» Ερχόντουσαν οι αντάρτες, μας λέγανε: «Γιατί κάτσατε εδώ, γιατί δεν εφύγατε; Είσαστε προδότες!»

Φεύγαμε, μας πιάναν οι άλλοι: «Πού ήταν οι αντάρτες; Πού είναι, πες μας, πού είναι;»

«Δεν ξέρουμε», τους λέγαμε, «πού να ξέρουμε πού είναι ο καθένας».

Τρώγαμε ξύλο. Υποφέραμε πολύ και από τις δύο παρατάξεις, δεν ήξερες με ποιον να είσαι.
Από τους Μανιάτες έχω φάει ξύλο. Ήρθαν και μου είπαν αν είναι αντάρτες στον Αϊ-Λια. Τους λέω: «Δεν ξέρω αν είναι». Και πράγματι, δεν ήξερα. Ο Παυλάκος μου λέει: «Θα πηγαίνεις μπροστά εκατό μέτρα και δε θα γυρίζεις να κοιτάζεις πίσω».

Ένα παιδί από το Φιλήσι με πλησιάζει σιγά-σιγά από πίσω και μου λέει: «Τίνος είσαι ρε;» Του είπα τίνος είμαι.

Μου λέει: «Με το Λαμπρέικο, τι σόι έχετε;»

Λέω: «Η γιαγιά μου ήταν Λαμπροπούλα».

Μου λέει: «Έχουμε συγγένεια. Πήδα», μου λέει, «εδώ και φύγε, γιατί θα σε σκοτώσει», μου λέει, «αν είναι αντάρτες στον Αϊ-Λια».

Μου το ‘πε τρεις φορές. Εγώ έλεγα μήπως μου το λέει να φύγω, να με ντουφεκίσει αυτός; Μου λέει:

«Θα κάνω πως σε ντουφεκάω εγώ», μου λέει, «αλλά μη φοβάσαι», μου λέει. «Πήδα, φύγε!» μου λέει.

«Θα σε σκοτώσει! Άμα είναι αντάρτες, που θα είναι», μου λέει, «στον Αϊ-Λια αντάρτες, θα σε σκοτώσει!»

Έναν πήδο από κάτω… Κάνει ότι με ντουφεκάει αυτός. Από εδώ πέρασα και πήγα απάνω σε ένα σπίτι εδώ και κρύφτηκα στον φούρνο μέσα. Εν τω μεταξύ, μόλις φτάσανε εδώ απάνω στον Αϊ-Γιώργη, στην εκκλησούλα, βάλαν οι αντάρτες με το πολυβόλο απ’ τον Αϊ-Λια. Ο πρώτος που θα την έτρωγε, θα ήμουν εγώ. Ή από τον Παυλάκο, ή από εκείνωνε. Βάρβαροι ανθρώποι και από τις δυο μεριές. Βαρβαρότητες, βαρβαρότητες.

Εδούλευα σε ένα τσαγκαράδικο. Είχε σκόνη πολύ, τα λεφτά που παίρναμε ήταν λίγα, τριάντα οκτώ δραχμές την ημέρα. Σιγά-σιγά αρρώστησα. Είχα δέκατα, είχα πάθει μια αδενοπάθεια και ο γιατρός μου είχε δώσει χαρτί να τρώω καλά, να ξεκουράζομαι και τα λοιπά. Αλλά δεν υπήρχε φαΐ, δεν υπήρχε τίποτα. Και αν δεν έβγαινε τότε η στρεπτομυκίνη και η πενικιλίνη, εγώ θα ήμουνα φυματικός, θα είχα πεθάνει.

Με βούταγαν οι αντάρτες να πάω σύνδεσμος, να πάω στο Νιοχώρι, να πάω εδώ, να πάω εκεί. Τους έδειχνα το γράμμα, με πλάκωναν στις κλωτσιές. Μου λέει: «Βρήκατε το κόλπο ότι είσαστ’ άρρωστοι», λέει, «και δε θέλετε να εξυπηρετήσετε τον λαϊκό στρατό».

Την πρώτη είπαν όλοι, είχανε γραφτεί από δω, για να ελευθερώσουμε την Ελλάδα. Αλλά αυτοί μετά το γύρισαν στον κομμουνισμό και ο κόσμος αποτραβήχτηκε, την έφυγαν οι καλοί, έφυγαν. Έμειναν αυτοί που πείναγαν την καλή εποχή. Και πήγανε στο αντάρτικο για να φάνε. Και ερχόταν στο σπίτι και σου ‘λεγε: «Θέλω τώρα δύο καρβέλια, τώρα να μου δώκεις και δυο κοτόπουλα να μου τα μαγειρέψεις και να μου τα φέρεις εκεί». Εμείς δεν είχαμε μπουκιά ψωμί και ήρθανε, χτύπησαν τη μάνα μου, δύο κλωτσιές, για να τους πάει δύο κοτόπουλα ψημένα και δέκα καρβέλια. Τίποτα δεν τους ενδιέφερε.

Εζήσαμε πολλά, πολλά-πολλά κακά. Έχω ιδεί μπροστά μου τουλάχιστον δεκαπέντε σκοτωμένους. Και λέγαμε τι μέλλον να έχουμε εδώ πέρα, σ’ αυτόν τον κόσμο που είμαστε, σ’ αυτό το χωριό;Ήμουνα δεκαέξι χρονών. Έρχεται ένας αντάρτης και μου λέει: «Απόψε θα πάρουνε δεκαεφτά από δω, απ’ το χωριό και σ’ έχουνε μέσα», μου λέει.

«Σήκω φύγε!» μου λέει. «Εγώ έμπλεξα που έμπλεξα», μου λέει. «Έχεις τρεις αδερφές, έχεις τη μητέρα σου, να μη σκοτωθείς», μου λέει, «δε θέλω. Και να μη με προδώσεις», μου λέει. 

Σηκώθηκα και έφυγα, πήγα στο Λεωνίδιο. Δεν είχα ταυτότητα και δε μου δίνανε χαρτί απ’ το Λεωνίδιο η αστυνομία να μπω στο καράβι. Και βρέθηκε κάποιος εκεί πέρα από δω, Κοσμίτης, που ήταν στο ταχυδρομείο δούλευε και παρακάλεσε τον αστυνόμο και μου ‘δωσε άδεια και μπήκα στο καράβι και έφυγα.

Στην Αθήνα που βγήκα, πήγα στη θεία μου. Σε τρεις ημέρες κάνουνε μπλόκο η αστυνομία και με πιάνουνε χωρίς ταυτότητα. Με πάνε στο 2ο αστυνομικό τμήμα της Πλάκας. Ο πατέρας μου υπηρετούσε σ’ αυτό το τμήμα. 

Έφαγα εκεί κάτι κλοτσιές… Λέει: «Απ’ τον Κοσμά είσαστε όλοι κομμουνισταί, εκεί πέρα!»

Του λέω: «Εσείς τους κάνετε τους ανθρώπους κουμμουνιστές! Δεν είμαι κομμουνιστής», του λέω, «εγώ είμαι γιος αστυνομικού», του λέω, «που σκοτώθηκε για την υπηρεσία», λέω, «για την πατρίδα».

Έβγαλε ένα χαρτί και λέει: «Ονοματεπώνυμο».

«Μέρμηγκας Γεώργιος του Ιωάννου».

Με κοιτάει, μου λέει: «Έναν Γιάννη Μέρμηγκα, τι τον είχες;» μου λέει, «απ’ τον Κοσμά;»

Λέω: «Πατέρας μου είναι. Αυτός εκεί, που τον έχετε φωτογραφία».

Μου λέει ο άνθρωπος: «Ήμασταν πολύ φίλοι με τον πατέρα σου», μου λέει, «και τον έκλαψα όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε».

Και φωνάζει έναν χωροφύλακα, αυτόν που με κλώτσησε, του λέει: «Πάρ’ τον να του βγάλεις δυο φωτογραφίες και να του βγάλετε ταυτότητα τώρα. Το παιδί έχει υποφέρει πολλά». Του λέει: «Αυτόν που χτύπησες», του λέει ο χωροφύλακας, «είναι γιος αστυνομικού», του λέει, «αυτουνού εκεί». Συγκινούμαι όταν τα θυμάμαι.

Έχω γλιτώσει τρεις φορές από ντουφέκι, τρεις φορές. Να μην ξαναγυρίσει τέτοια κατάσταση. Έφτασα ενενήντα χρονών και λέω ό,τι πει ο Θεός, τίποτ’ άλλο. Αυτή είναι η ζωή μου.

Σχόλια

Exit mobile version