Το τετράδιο με τις αναμνήσεις του Έπους του ’40 που έγραψε ο στρατιώτης Δημ. Ι. Σιώτος αποτελεί ένα από τα σημαντικά τετράδια με σημειώσεις του Ελληνοϊταλικού πολέμου που διασώθηκαν και μαζί τους διασώθηκαν πολύτιμες πληροφορίες για τη μεγαλειώδη ιστορική περίοδο της πρώτης μεγάλης νίκης κατά του φασισμού. Της νίκης του Ελληνικού λαού! Παράλληλα, διασώθηκαν πολλές προφορικές καταγραφές μέσω των οποίων μαθαίνουμε για πρόσωπα και καταστάσεις της περιόδου εκείνης.
Εξαιρετικής σημασίας πρώτο στοιχείο αποτελεί η αστραπιαία ανταπόκριση του πληθυσμού στην επιστράτευση στην οποία προσήλθαν ακόμη και νέα παιδιά που δεν μπορούσαν, λόγω ηλικίας, να ενταχθούν στο στρατό. Το δεύτερο αφορά στις συνθήκες μέσα στις οποίες επιτεύχθηκε αυτός ο άθλος από τον ελληνικό στρατό: ένας λαός κουρασμένος από τους συνεχείς πολέμους και τις εσωτερικές εμφύλιες διαμάχες· ένας στρατός με όπλα του ορειβατικού από τους βαλκανικούς πολέμους απέναντι σε έναν σύγχρονα υπερεξοπλισμένο ιταλικό στρατό, έναν χειμώνα τον οποίο οι Έλληνες στρατιώτες αντιμετώπισαν με ξεχαρβαλωμένα άρβυλα, στην καλύτερη περίπτωση με μάλλινες κάλτσες από τις χιλιάδες Ελληνίδες που έπλεκαν και με σοκολάτες που είχαν πάνω τους οι αιχμάλωτοι Ιταλοί.
«Απαυδησμένοι ξαπλώνουμε στο χιόνι», γράφει ο Δημ. Σ. Λουκάτος, «Έτσι, όπως είναι μαλακό, σου δίνει τη χαρά του πουπουλένιου κρεββατιού, το άτιμο. Μα κιόλας σε πλευριτώνει. Τρώμε λίγη σταφίδα και παρακινώ την ομάδα να ξεκινήσουμε. Ο καιρός χειροτερεύει. Περπατάμε ακόμη μιάμιση ώρα. … Ένα δυνατό «Άλτ» μας σταματάει. Τρεις άνδρες – απορείς πως βρίσκονται άνθρωποι εδώ πάνω – στηλώνονται μπροστά μας, με τις ξιφολόγχες. Τους μιλάμε και τους ξηγιόμαστε. Η επίσημη φωνή του «Άλτ», γίνεται αμέσως «κραυγή» της ανάγκης: «Κανά κομμάτι κουραμάνα, ρε παιδιά»! Τους δίνουμε σταφίδα και ψωμί. «Καλή πατρίδα, ρε συνάδελφοι», μας εύχονται.»
Καλή πατρίδα θα εύχονταν και οι Εύζωνες του 5/42 Συντάγματος όταν αποχωρούσαν αφήνοντας τους νεοφερμένους στρατιώτες στη θέση τους. Την αλλαγή σημειώνει ο στρατιώτης Δημ. Γ. Μαστέλλος : «Κατά τις 2.30 μ.μ. με ώρα 3 μ.μ. ξυπνήσαμε ξαφνικά κάτω από ραγδαιοτάτη βροχή, που ούτε καν είχαμε πάρει είδησι, καθ’ ότι η βραδυά δεν προμηνούσε κάτι τέτοιο. Σηκωθήκαμε και οι αξιωματικοί μας φώναζαν και έδιναν το σύνθημα να συνταχθούμε και να προχωρήσουμε, ώστε να φθάσουμε στην κορυφή του υψώματος που θα αντικαθιστούσαμε το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων Λαμίας, που ήδη βρισκόταν στην πρώτη γραμμή από την πρώτη στιγμή της επιθέσεως!»
Η περίπτωση της Αργολίδας
Στην Αργολίδα έχουμε την τύχη να διασώζονται αρκετά «τετράδια πολέμου 1940» και μέχρι πρόσφατα είχα περισυλλέξει αρκετές προφορικές μαρτυρίες από ανθρώπους που βρέθηκαν στο μέτωπο αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχουν πια. Η αυθεντική καταγραφή εκτός του προβλήματος της υποκειμενικότητας διεκδικεί και μεγάλες χάρες: παραστατικότητα, αμεσότητα, μεταφερόμενες εικόνες, γλώσσα που χρησιμοποιείται. Πολλές από τις μαρτυρίες που συνέλλεξα είναι είτε προφορικές, είτε γραμμένες εν είδη σχεδίου προς έκδοση. Οι συντάκτες τους μιλούν για σημειώσεις που χάθηκαν κατά τη μεταφορά τους σε νοσοκομεία ή από κάποιο άλλο γεγονός. Είναι χαρακτηριστική η έμφαση που δίνει ο Κωστής Κωτσοβός στην απώλεια του ημερολογίου του γράφοντας: «Είχα κρατήσει ημερολόγιο του πολέμου στην Αλβανία το οποίο όμως έχασα πριν από 5-6 χρόνια σε κάποια μετακόμισή μου στο Άργος από ένα σπίτι σε άλλο και πολύ λυπήθηκα γι’ αυτό γιατί έχασα την ψυχή μου».
Εις τας 24/10/40 εκειρίχθη η επιστράτεψη ημέρα Δευτέρα. Και στις 29/10/40 έφιγα για να πάο να καταταγώ. Αφού πήγα στο άργος στην πλατία του αγίου Πέτρου εμπήκα στο αυτοκήνητο με άλα πολλά παιδιά και κατεβήκαμε στο Ναύπλιον. Εκή πήγα με τον Γεώργιον Σωτηρόπουλον τον Κωσταντήνον Σοτηρόπουλον τον Ιωάννην Παπαδόπουλον τον Βασείληον Μπούριν στο ξενοδοχίο όλοι μαζί να φάμε αφού φάγαμε και ίπιαμε καλά ξεκηνίσαμε να πάμε για το συν/μα να ντιθούμε. Και σε διο ώρες με τα πόδια φτάσαμε στο Συν/μα που είχε καταβλήση απ’ έξω από το χωρίον Σπαντζίκου.
(Γ. Η. Κόνδης, Τετράδιο Πολέμου 1940, εκδ. Εκ Προοιμίου, 2011).
Ο Γ. Νανόπουλος θυμόταν για τις σκληρές μάχες στο Προγκονάτι και την Κολώνια: «Στη μάχη στη Κολώνια χάσαμε και πολλά παιδιά δικά μας. Θυμάμαι και μερικά ονόματα ένας Μανώλης Μητροσύλης από το Ανυφί, ένας Δαγρές Φάνης από το Κουρτάκι, Τουφεξιάδη τώρα από το Άργος, ο Γιώργος της Βασίλενας που είχε το φούρνο, ένας Τρίγκας Δημήτριος και από το χωριό την Πυργέλα, Σπύρος Καχριμάνης του Αναστασίου και Κώστας Δανόπουλος του Παναγιώτου. Είχανε ένα πολυβολείο μας τάραξε. Κανονίσαμε λοιπόν να ρίχνουμε βολή κατά βολή ώστε να φαινόμαστε πολλοί και να τους απασχολούμε και ένας τσολιάς πήγε από πίσω κι έριξε μια χειροβομβίδα και έτσι ξεπεράσαμε το εμπόδιο αυτό. Αλλά μας φύγανε πολλά παιδιά. Δώσαμε έξι μάχες μέχρι έξω από το Γκολέμι.»
Δύσκολο να περιληφθούν όλες αυτές οι λεπτομέρειες σε αυτό το κείμενο. Ένα άγνωστο ακόμη μέρος είναι ο ρόλος και η συμμετοχή της Εκκλησίας και των στρατιωτικών ιερέων στον πόλεμο του ’40. Το θέμα βρίσκεται υπό διερεύνηση όπως, παρά τις πολλές εκδόσεις, υπό διερεύνηση βρίσκονται πολλές λεπτομέρειες του Ελληνοϊταλικού πολέμου, του Έπους του ’40 που, όπως σημείωνε ο Άγγελος Τερζάκης στο δικό του τετράδιο πολέμου, ήταν ένα Έπος άγνωστο!
«Ωστόσο αυτή η εκστρατεία, που όλοι τη λένε «το Έπος», έχει τούτο το παράδοξο : πως είναι ένα έπος άγνωστο – θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο χρονολογικά και Ιστορικά απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων : Η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο τούτο της Ελληνικής Ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά, κλείστηκε, σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε στο Αρχείο προτού μνημονευτεί».
Τον τελευταίο καιρό διάφορες φωνές ακούγονται για «τη μόνη χώρα που δεν γιορτάζει το τέλος του Πολέμου αλλά την αρχή του», για την Ελλάδα! Παρ’ ότι σέβομαι τις απόψεις αυτές δεν μπορώ να μην διακρίνω τον γνωστό ιστορικό αναθεωρητισμό που σημειώνει «συνωστισμούς στην προβλήτα της Σμύρνης», «τα μηδενικά κέρδη του τέλους του πολέμου» και πολλά άλλα. Γι’ αυτό το απόσπασμα του Τερζάκη έχει τη δική του μεγάλη αξία. Ο εορτασμός του Έπους του 40, δεν είναι επετειακός, είναι η στιγμή που θυμόμαστε και διαλογιζόμαστε σχετικά με την κοινή μας πορεία και τα πολλά κοινά που μας ενώνουν, όπως σε όλες τις μεγάλες στιγμές της μακραίωνης ιστορίας αυτού του τόπου και αυτού του λαού!