Μια τεράστια ζεστή αγκαλιά, τρυφερή σαν το χάδι της μάνας, άνοιξε όταν βρέθηκα στην Ίμβρο. Στο ξεχασμένο απ’ τις εκάστοτε κυβερνήσεις νησί, το πολύπαθο, το νησί με τις 340 εκκλησίες και τους 540 κατοίκους, τους ευσεβείς και τους φιλόξενους, που παλεύουν όπως μπορούν να κρατήσουν την ελπίδα του γυρισμού ζωντανή.
Στην Ίμβρο της Ελλάδας, στην Ίμβρο της φιλίας, της ειρήνης και της αγάπης, εκεί που δυο λαοί, δυο θρησκείες, δυο πολιτισμοί, προχωρούν χέρι –χέρι, εκεί που το τζαμί είναι απέναντι απ’ την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και την ώρα που χτυπούν οι καμπάνες της, ακούγεται και η φωνή του ιμάμη.
Περίεργο νησί, όμορφο και ατίθασο, επίμονο και υπόμονο, όπως οι άνθρωποί του.
«Η εικοσαετία 64-85 ήταν τραγική, μας διέλυσε» είπε ο πρόεδρος της Ιμβριακής Ένωσης Θεσσαλονίκης, Παύλος Σταματίδης, «όμως εμείς οι Ίμβριοι είμαστε παράξενοι άνθρωποι, εύκολα – δύσκολα θα υπάρχουμε και η διατήρηση της φλόγας για επιστροφή παραμένει άσβεστη»!
Μοιράστηκαν μαζί μου τα όνειρα και τις ελπίδες τους, τις λύπες τους και τις χαρές τους, τις πίκρες και τα βάσανα τους και πάνω απ’ όλα την επιθυμία τους για δικαίωση! Αισθάνονται τα «πεταμένα» παιδιά της Ελλάδας, τα ξεχασμένα και τα αφημένα στη μοίρα τους.
Μεγαλώσαμε με δυο «κακές μητριές», λένε. «Φύγαμε διωγμένοι απ’ την Τουρκία γιατί είμαστε Έλληνες και στην Ελλάδα μας υποδέχτηκαν σαν …Τουρκόσπορους».
Σε πείσμα όλων αυτών, οι Ίμβριοι, ξεκινούν δειλά –δειλά την επιστροφή στη γη των προγόνων τους. Αρχίζουν να χτίζονται σχολεία και να επαναλειτουργούν αυτά που υπήρχαν και είχε απαγορευτεί μέχρι πρότινος η λειτουργία τους. Νέοι άνθρωποι, γεμάτοι όνειρα και ελπίδες κάνουν ένα νέο ξεκίνημα, κι ανοίγουν το δρόμο του γυρισμού.
Μέσα στον περιορισμένο χρόνο που είχα στη διάθεσή μου, και με την αμέριστη βοήθειά τους, είχα την τιμή να δεχθούν να μοιραστούν τις ιστορίες τους.
Η πρώτη που άνοιξε την ψυχή της, ήταν η κ. Κάλι Κανάκη. Την Κάλι την βρήκα στα Αγρίδια, (οι κάτοικοι το λένε αετοφωλιά) ένα αμιγώς Ελληνικό χωριό, χτισμένο πάνω στα απόκρημνα βράχια, το οποίο στεγάζει το 8τάξιο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Είναι δεύτερης γενιάς Ίμβρια, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία. Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, που τα τελευταία χρόνια ζούσε στη Θεσσαλονίκη, πήρε τη απόφαση να εγκαταλείψει την πολύβουη ζωή των πόλεων και να «ασπαστεί» έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής.
«Τα παιδιά μου είναι ευτυχισμένα εδώ» λέει η Κάλι, «ζουν όπως πρέπει να ζουν τα παιδιά της ηλικίας τους».
Αυτή, βοηθά στα λογιστικά στο συσσίτιο της εκκλησίας στο σχολείο, που έχει 29 μαθητές. Αριθμός που ακολουθεί αύξουσα πορεία τα τελευταία χρόνια.
Όσον αφορά τις σχέσεις τους με τους Τούρκους; Τις χαρακτηρίζει «άψογες» περιγράφοντάς τους «πρόθυμους να βοηθήσουν, καλούς ανθρώπους και φίλους». Καταλήγει λέγοντας «Αν ζούσαν οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας, θα ήταν πολύ χαρούμενοι που τα δισέγγονά τους ήρθαν εδώ σχολείο γιατί κανείς τότε δεν το φανταζόταν, έμοιαζε άπιαστο όνειρο».
Κάτω απ’ τα αιωνόβια πλατάνια είναι η πλατεία. Πολύβουη, κατάφωτη γεμάτη παραδοσιακά καφενεδάκια και ταβέρνες. Μια εικόνα που αλλάζει άρδην με το πέρασμα της σεζόν, και το μεταμορφώνει σε ένα ερημικό χωριό που του δίνουν ζωή και ανάσα οι φωνές των λιγοστών παιδιών.
Εκεί συνάντησα τον κ. Γιάννη Μαρίνο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ίμβρο, το 1963 (όταν η Τουρκική κυβέρνηση έκλεισε τα Ελληνικά σχολεία), πήγε στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να συνεχίσει την βασική εκπαίδευση. Μετανάστευσε στην Αμερική, όπου και παρέμεινε για 27 χρόνια. Πριν οκτώ (8) χρόνια, συνταξιούχος πια, επέστρεψε στο νησί του, για να εγκατασταθεί μόνιμα. Έχει δυο (2) παιδιά και με φανερή τη συγκίνηση στο πρόσωπό του, μας λέει ότι «μετά από 27 χρόνια, το πρώτο παιδί που γεννήθηκε στα Αγρίδια, ήταν η κόρη μου»!
Το νηπιαγωγείο αυτή τη στιγμή, έχει επτά (7) παιδιά, εκ των οποίων τα έξι (6) γεννήθηκαν εκεί. Καταλήγει τονίζοντας «Δεν υπάρχει Ίμβριος, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που να μην ονειρεύεται να γυρίσει στον τόπο του».
Στο κέντρο του νησιού, την πρωτεύουσα, την Παναγιά, που έχει και την ομώνυμη μητρόπολη, συνάντησα το Δημήτρη και τη Μαρία. Τα δυο τους μαγαζιά, απέναντι το ένα στο άλλο, τραβούν αμέσως την προσοχή του Έλληνα τουρίστα. Βρίσκονται σ ένα γραφικό καλντερίμι, που θυμίζει Αιγαιοπελαγίτικο νησί, με καρέκλες και τραπέζια βαμμένα μπλε και άσπρο. Τα χρώματα της Ελλάδας και της θάλασσας.
Οι επιχειρήσεις τους, ένα καφέ που μπορείς να απολαύσεις, εσπρέσο, καπουτσίνο φρέντο κλπ, και το μοναδικό εστιατόριο που μπορείς να δοκιμάσεις γεύσεις τόσο της Ανατολής, αλλά κυρίως της Ευρωπαϊκής κουζίνας. Πίτσα, κλαμπ σάντουιτς, μπύρα, που τόσο δύσκολα βρίσκεις, και μεζέδες απ’ την πατρίδα, μπουρεκάκια, καλαμαράκια, και τόσα άλλα που η νοστιμιά τους τους με …απογείωσε!
Η μουσική πάντα Ελληνική, και τα βράδια χορεύουν συρτάκι στο πλακόστρωτο, ξυπόλητοι. Άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων, αγκαλιασμένοι, υπό τους ήχους του Ζορμπά και τη χαρακτηριστική φωνή της Μελίνας Μερκούρη να μας τραγουδά τα «παιδιά του Πειραιά».
Η Μαρία με το Δημήτρη, ο Χρήστος και η γλυκιά Αθηνά, νέα μοντέρνα παιδιά, πήραν κι αυτοί την απόφαση να επιστρέψουν στα χώματα των προγόνων τους. Αξίζει να σημειωθεί, ότι παραδίδουν δωρεάν μαθήματα Ελληνικών σε Τούρκους, μικρους και μεγάλους, και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η προσέλευση είναι αθρόα, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία! Με τα πανηγύρια τους, τους παραδοσιακούς χορούς, τα παραδοσιακά φαγητά τους και τόσα πολλά άλλα που δυστυχώς δεν χωρούν σε μερικές σελίδες.
Τελευταίος τόπος που επισκέφτηκα, ήταν το άλλοτε μικρό Παρίσι και μεγαλύτερο χωριό των Βαλκανίων με 3.000 κατοίκους, όλους Έλληνες, το Σχοινούδι. Τα συναισθήματά μου ήταν τόσο μπερδεμένα όταν το πρωτοείδα που ακόμα και τώρα, δεν έχω καταφέρει να τα ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Αν μπορούσα να το του δώσω όνομα θα το έλεγα «Εσταυρωμένο». Παρότι με είχαν προειδοποιήσει για το θέαμα που θα αντικρύσω, ξεπερνούσε κάθε φαντασία, έμοιαζε ένα κακό όνειρο! Γκρίζα, σταχτιά γκρεμισμένα σπίτια πολλά και μεγάλα, που μαρτυρούσαν ότι εδώ κάποτε ζούσε κόσμος, πολύς κόσμος.
Ξαφνικά ένα κοριτσάκι πετιέται απ’ τα χαλάσματα κρατώντας ένα μικρό σκυλάκι. Είναι η Ελπίδα, σκέφτηκα, η ελπίδα ότι μια μέρα αυτό το μέρος θα ζωντανέψει πάλι.
Στο Σχοινούδι πήγα να συναντήσω τον Πρόεδρο της Ιμβριακής Ένωσης Θεσσαλονίκης, τον κ. Παύλο Σταματίδη, που παλεύει να ξαναχτίσει το πατρικό του σπίτι. Στο φιλόξενο σπίτι του, ήρθαν και γειτόνισσες και κάθισαν μαζί μας να καταθέσουν κι αυτές τις μαρτυρίες τους. Ο κ. Παύλος, ένας πληθωρικός και καταρτισμένος (ιστορικά πολιτικά και πολιτιστικά) άνθρωπος, προσπαθεί να διηγηθεί απλά και σύντομα, την ιστορία του πολύπαθου τούτου χωριού. Στέκεται σε 3-4 χρονολογίες «κλειδιά» που σηματοδότησαν την απαρχή της διάλυσης του Ελληνισμού.
«Μετά το 1923 η Ίμβρος και η Τένεδος παραχωρούνται στην Τουρκία, το 1964 ξεκινούν οι εθνικές εκκαθαρίσεις, βγαίνει διάταγμα για κλείσιμο των Ελληνικών σχολείων, υψηλή φορολογία, δημεύσεις περιουσιών, βεβηλώσεις εκκλησιών και η ταφόπλακα είναι η δημιουργία ανοιχτών φυλακών στο Σχοινούδη. Αυτό έχει σαν συνέπεια οι κρατούμενοι να κυκλοφορούν ελεύθεροι, βιάζοντας κλέβοντας και σκοτώνοντας τους ντόπιους. Οι Ιμβριοι αναγκάζονται να φύγουν απ’ τον τόπο τους.
Οι πιο πολλοί από εμάς, πήγαμε στην Πόλη ελπίζοντας ότι θα φτιάξουν τα πράγματα και για να συνεχίσουμε το σχολείο. Εμείς εδώ, σε τούτο τόπο, χωρίς ψωμί ζούμε, λέει με αποφασιστικότητα, αλλά χωρίς γράμματα όχι! Με φωτεινό παράδειγμα τον Πατριάρχη, τον παππού, όπως τον φωνάζουμε, σπουδάσαμε όλοι και με τη σειρά μας σπουδάσαμε τα παιδιά μας. Το 1974 δυστυχώς χειροτέρεψαν και φύγαμε απ’ την Τουρκία για την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη κυρίως και στην πορεία διασκορπιστήκαμε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ελπίζοντας σε μια καλύτερη τύχη. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, δεν αντιμετωπιστήκαμε όπως περιμέναμε, Τουρκόσπορους μας ανέβαζαν Τουρκόσπορους μας κατέβαζαν.
Το 2000, γίνεται το θαύμα. Το σκηνικό μεταξύ των Ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλάζει προς το καλύτερο. Μας δίνουν και την Τούρκικη ιθαγένεια ώστε να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε τις περιουσίες μας, η ότι είχε απομείνει από αυτές. Τα σχολεία αρχίζουν να ξαναλειτουργούν, οι Ιμβριοι δειλά – δειλά επιστρέφουν στον τόπο τους. Αυτή τη στιγμή έχουμε 540 μόνιμους κατοίκους και 44 μαθητές, αριθμός που όλο και αυξάνεται». Κλείνει λέγοντας: «ναι στη φιλία με τους Τούρκους, αλλά δεν ξεχνάμε. Να παραδεχτούν τα λάθη τους και να πούμε ότι από δω και πέρα όλοι μαζί προχωράμε χέρι-χέρι. Πράγμα που το ασπάζονται οι περισσότεροι Τούρκοι. Εύχομαι να υπάρχει ειρήνη και αγάπη μεταξύ των δύο λαών, τέρμα πια στα μίση, ας κάνουμε μια νέα αρχή».
Έφυγα απ΄ την Ίμβρο, σκεπτόμενη ότι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ τις παραδόσεις και τα έθιμα της Ελλάδας και εντυπωσιασμένη απ΄ τη φιλοξενία και την αγάπη του τους για τους ανθρώπους. Με τα πανηγύρια τους, τους παραδοσιακούς χορούς, τα παραδοσιακά φαγητά τους και τόσα πολλά άλλα που δυστυχώς δεν χωρούν σε μερικές σελίδες. Ατυχώς, δεν μπόρεσα να επισκεφτώ όλα τα χωριά. Πρέπει να επισκεφτείτε στους Αγ. Θεοδώρους, στο Γλυκύ, στη Σχοινούσα και στα Αγρίδια.
Με την υπόσχεση ότι θα ξαναπάω, κι αφού έμαθα να τους λέω όλους με τα μικρά τους ονόματα σαν να τους ήξερα χρόνια πριν, πήρα το δρόμο του γυρισμού κρατώντας ζωντανή τη βροντερή φωνή της κας Αννας Καημένου: «Μπορεί η σημαία να είναι δική τους, αλλά τα χώματα και η ψυχή του νησιού είναι δική μας και κανείς δεν μπορεί να μας την πάρει».
Α.Γ.