Το συνεχιζόμενο κύμα ακρίβειας που ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα, σε συνδυασμό με τον παρατεταμένο καύσωνα τον Ιούλιο δεν βοήθησαν στο λιανεμπόριο, παρά τις θερινές εκπτώσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τυπικά χθες 1 Σεπτεμβρίου, χωρίς να φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, σύμφωνα με τους ίδιους τους εμπόρους.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών υπό την επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Μπάλτα, διευθυντή του Ερευνητικού Εργαστηρίου Μάρκετινγκ, καλύτερο τζίρο σε σύγκριση με πέρυσι δήλωσε ότι είχε μόλις το 18,3% των επιχειρήσεων που συμμετείχε (συνολικό δείγμα 400 επιχειρήσεις), ενώ χειρότερο τζίρο δήλωσε ότι είχε το 49,2% των επιχειρήσεων. Στα ίδια επίπεδα με πέρυσι παρέμεινε ο τζίρος για το 31,3% των επιχειρήσεων. Επισημαίνεται δε ότι μεγάλο μέρος της αύξησης του τζίρου δεν οφείλεται σε πραγματική αύξηση της κατανάλωσης, αλλά σε αύξηση των τιμών λόγω πληθωρισμού.
Στην αντίστοιχη έρευνα που είχε πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο προκειμένου να καταγραφούν οι επιδόσεις του λιανεμπορίου της Αττικής κατά τις χειμερινές εκπτώσεις, το 48,2% είχε δηλώσει ότι ο τζίρος είχε βελτιωθεί σε σύγκριση με τις χειμερινές εκπτώσεις του 2022. Οι εκπτώσεις του 2022 δεν είχαν επηρεαστεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεδομένου ότι αυτός ξέσπασε στα τέλη Φεβρουαρίου.
Δεν είναι αισιόδοξοι για το μέλλον οι έμποροι
Οι αρνητικές επιδόσεις του λιανεμπορίου στη διάρκεια του καλοκαιριού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ανατιμήσεις σε τρόφιμα και άλλα βασικά είδη σούπερ μάρκετ, καθώς και σε άλλες υπηρεσίες συνεχίζονται, κάτι που σημαίνει ότι μεγάλη μερίδα των νοικοκυριών περικόπτει τις δαπάνες για άλλα αγαθά, όπως τα είδη ένδυσης, υπόδησης, τα έπιπλα και οι συσκευές, προκαλούν προβληματισμό για το τι μέλλει γενέσθαι τους επόμενους μήνες.
Το 37,2% των επιχειρήσεων που συμμετείχε στην έρευνα εκτιμά ότι οι πωλήσεις θα παραμείνουν σταθερές το επόμενο εξάμηνο, ενώ πάνω από μία στις τέσσερις –σχεδόν το 27%– εκτιμά ότι θα μειωθούν. Αύξηση τζίρου το προσεχές εξάμηνο «βλέπει» το 26,5% των επιχειρήσεων. Στην αντίστοιχη έρευνα του Φεβρουαρίου, το 61,5% των επιχειρήσεων εκτιμούσε ότι θα αυξηθούν οι πωλήσεις.
Από την έρευνα προκύπτει επίσης ότι ο πληθωρισμός πλήττει με δύο τρόπους τις επιχειρήσεις: όχι μόνο μέσω της μείωσης των πωλήσεων ή στην καλύτερη περίπτωση της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης του λιανεμπορίου, αλλά και μέσω της αύξησης του κόστους λειτουργίας. Και εάν πέρυσι το πρόβλημα ήταν κυρίως το κόστος ενέργειας, τώρα πλέον το πρόβλημα είναι το κόστος του χρήματος. Το 21% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι το κυριότερο κόστος που επηρεάζει τη λειτουργία τους είναι τα υψηλά επιτόκια δανεισμού και το 19% οι προμήθειες των τραπεζών για τις διάφορες συναλλαγές (POS, επιταγές, εμβάσματα κ.ά.). Μεγάλο πρόβλημα για τις εμπορικές επιχειρήσεις είναι και το ύψος των ενοικίων (19%), ενώ πλέον λιγότερο επηρεάζει το κόστος της ενέργειας, με το 16,8% των επιχειρήσεων να το θεωρεί σημαντικό.