Ο Αύγουστος, είναι ο μήνας της Παναγίας. Γιορτάζουμε στις 15 Αυγούστου την Κοίμηση της Θεοτόκου. Η λέξη «Παναγία» είναι προχριστιανική. «Παναγία» είναι η προσωνυμία που αποδίδεται σε πολλές αρχαίες θεές, καθώς και τα επίθετα Θεομήτωρ, Δέσποινα, Μεγαλόχαρη, Βασίλισσα των Ουρανών, κλπ.
του Κων/νου Τζιαμπάση*
Η Βασίλισσα των Ουρανών λατρευόταν με διάφορα ονόματα και μορφές από όλους τους λαούς της Μεσογείου. Στην Κρήτη των Μινωικών χρόνων λατρευόταν η Θεά των Όφεων, θεά της γονιμότητας, η Μεγάλη Μητέρα. Το γυμνό στήθος και τα φίδια συμβολίζουν την ευφορία και την γονιμότητα.
Η παλιότερη παράσταση της Μητέρας Θεάς βρίσκεται σ’ ένα σφραγιδόλιθο που βρέθηκε στα Μάλια και είναι της Παλαιοανακτορικής περιόδου, που τα χέρια είναι υψωμένα παράλληλα με το σώμα και το κάτω μέρος του σώματος είναι τριγωνικό. Παρόμοιος σφραγιδόλιθος Παλαιοανακτορικής περιόδου βρέθηκε στην Φαιστό. Στη νεκρόπολη της Κνωσό βρέθηκε επίσης το χρυσό δαχτυλίδι του Μίνωα που παριστάνει τη θεά καθισμένη σε θρόνο με υψωμένα τα χέρια και μπροστά της σε λατρευτική στάση εικονίζονται μια ιέρεια κι ένας κυνοκέφαλος.
Όλες οι παραπάνω αναπαραστάσεις ανήκουν στην κατηγορία των χειρονομιών τύπου Ψ που σχετίζεται με τη θέση των χεριών σε σχέση με το σώμα. Τα χέρια σ’ αυτή τη θέση σχηματίζουν τα κέρατα, ιερό σύμβολο για τους Μινωίτες και βασικός συμβολισμός της θεάς-Μητέρας. Στην Κρήτη το κύριο μέρος της λατρείας ήταν αρχικά συγκεντρωμένο στο θηλυκό πρόσωπο της θεότητας, στη Μεγάλη Μητέρα, τη Ρέα – Γη ή Μα, γιατί αυτή συμβόλιζε την παραγωγική ανανεωτική φροντίδα της Μητέρας Φύσης. Στα Μεγάλα Μυστήρια λειτουργούσαν βαθμοί μυστικών τελετουργιών προς τη θεά των Όφεων, η οποία συμβόλιζε τη Μεγάλη Μητέρα Θεά. Προκαταρτικοί της τελικής μυστηριακής ιερουργίας ήταν οι Ιεροί Χοροί. Αλλά εκτός από αυτούς γινόταν ακόμη συμβολικές λιτανείες ιερειών και ιερέων, μυστικές συνεστιάσεις, λατρευτικές προσφορές και θυσίες μέσα σε ρυτά, που προσφέρονταν στο Ιερό Δέντρο και στη Στήλη του Διπλού Πέλεκυ. Ο Διπλός Πέλεκυς βρισκόταν πάντοτε στημένος στο κέντρο του ιερού, είτε Ιερό Σπήλαιο ήταν αυτό ή Ναός, είτε Λαβύρινθος ή Αίθουσα του Θρόνου, ναού της λατρείας στα Μινωικά ανάκτορα. Η μυστική ιερουργία των Μεγάλων Μυστηρίων της Μητέρας Θεάς, ήταν μια τεχνική επικοινωνίας και επαφής με τη Μεγάλη Θεά, για να δέχονται οι μυημένες στα Μυστήριά της, γυναίκες, τη Θεία Δωρεά της απ’ ευθείας από τη Μητέρα Ρέα. Στα μυστήρια της Κρήτης, η λειτουργική αυτή τέχνη λεγόταν «Ιεροπραξία» για να ξεχωρίζει από τις άλλες ιερουργίες τους. Και το Ιερό Δέντρο το συνδεδεμένο με τη λατρεία της Θεάς Μητέρας ήταν δρυς στις κορυφές των ορέων και η ελιά στα χαμηλότερα μέρη. Το δέντρο ως σύμβολο συμβόλιζε τη μητέρα που προσφέρει τον καρπό της ζωής.
Το σημαντικότερο μέρος της ιεροπραξίας των Μεγάλων Μυστηρίων, με τις ενωμένες δυνάμεις της Θεάς Μητέρας και του Θείου συντρόφου της σε μια ιερή ένωση, ήταν η απόκτηση από τους μύστες του χρυσού Διπλού Πέλεκυ. Και αυτά γιατί οι μύστες της Κρητομινωικής θρησκείας, γνώριζαν ότι τίποτα δε μπορεί να κατορθωθεί για την πνευματική αναγέννηση και την πνευματική απελευθέρωση των ανθρώπων, χωρίς τη διπλή ιερή ένωση. Αργότερα η Γαία, ήταν η Μεγάλη Θεά των πρώτων Ελλήνων. Αντιπροσώπευσε τη γη και λατρεύτηκε ως καθολική μητέρα. Από την αρχαϊκή ακόμα εποχή λατρεύτηκε ως μητέρα όλων των ζωντανών πλασμάτων αλλά και του Ουρανού.
Η Μητέρα Θεά είναι εκείνη που βοηθάει τους αμαρτωλούς να σωθούν, είναι η Θεά με την απέραντη αγάπη και την άπειρη συγχώρεση, η Θεά που γνωρίζει τα πάθη και τους πόνους των θνητών ανθρώπων. Ως μια τέτοια Θεά την σεβάστηκαν και την τίμησαν οι θαλασσινοί λαοί της Μεσογείου και δεν σταμάτησαν να την τιμούν τους αιώνες της καταδίωξης και της στεναχώριας. Η Θεά Μητέρα δεν είναι άλλη από την «Ψυχή του Κόσμου», στις διάφορες εκφράσεις της και από αυτήν εκπορεύονται οι ατομικές Ψυχές. Οι διάφορες Κοσμογονίες δείχνουν πως κάθε έθνος θεωρούσε την Συμπαντική Ψυχή, την Μεγάλη Θάλασσα, την Βασίλισσα των Ουρανών σαν τον Νου του Δημιουργού Πλάστη, και πως ονομαζόταν Μητέρα. Είναι η Anima Mundi, η Παγκόσμια Ψυχή του Πλάτωνα, ο φορέας του Φωτός, το δοχείο των μορφών, το Θείο Πνεύμα των Αιγυπτίων, το Άγιο Πνεύμα των Χριστιανών, το Ακάσα των Ινδουιστών, η Μήτρα του Σύμπαντος. Το Πνεύμα της κυβερνά τα αστραφτερά ύψη του Ουρανού, την θάλασσα, την θρηνητική σιωπή του κάτω κόσμου. Λατρεύεται με πολλές όψεις και είναι γνωστή με αμέτρητα ονόματα. Είναι το θηλυκό Αρχέτυπο, η πηγή κάθε ζωής. Είναι η Βασίλισσα του Ουρανού, αυτή που κρατάει τα κλειδιά της γονιμότητας. των πυλών της γέννησης και του θανάτου.
Στη Θεογονία του Ησίοδου, η Γαία προϋπήρχε με τον Έρωτα και το Χάος στη δημιουργία του Κόσμου. Γέννησε τον Ουρανό, τα Όρη και τον Πόντο. Έσμιξε με τον Ουρανό και γέννησε τους Τιτάνες. Η συνεχής δημιουργία έδωσε στους αρχαίους Έλληνες την εικόνα του θεϊκού ζευγαριού, που γεννάει τα πάντα. Ο Ουρανός ήταν ο πατέρας, που γονιμοποιεί και η Γαία ήταν η μητέρα που κυοφορεί, γεννά και τρέφει τα παιδιά της. Η Γαία όμως δεν ήταν μονάχα η μητέρα όλων των όντων που γεννιόνταν από το έδαφος. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι ήταν και η μητέρα του ίδιου του ανθρώπου. Οι κάτοικοι της Αττικής και της Αρκαδίας ισχυρίζονταν πως ήταν αυτόχθονες (Πελασγός και Κέκροπας), δηλαδή είχαν γεννηθεί από το έδαφος, ήταν παιδιά της Γαίας.
Ως τις μέρες μας έχει φθάσει ένας σημαντικός αριθμός δοξασιών, μύθων, τελετουργικών και τέχνεργων σχετικών με τη γη, τις θεότητές της και το «αρχέτυπο της Μεγάλης Μητέρας». Πολλοί ανθρωπολόγοι ανέπτυξαν τη θεωρία ότι όλες οι θεότητες της Ευρώπης και της Αιγιακής λεκάνης προήλθαν από μία θεότητα της νεολιθικής μητριαρχίας. Ως θεμέλιο της θεωρίας της έθεσε την ανακάλυψη ειδωλίων με ασυνήθιστες υπερβολές σε διάφορους πολιτισμούς της προϊστορικής Ευρώπης, τα οποία εκείνη ονόμασε ειδώλια γονιμότητας και τους απέδωσε τις λειτουργίες της αναπαραγωγής, της γαλούχησης και της αύξησης της ζωής. Τέτοια ειδώλια συναντούμε στο Σέσκλο στη Θεσσαλία και σε νησιά του Αιγαίου.
Στα ιερά της Ίσιδας ή Αθηνάς οι γυναίκες των αρχαίων πήγαιναν σέρνοντας το σώμα τους ή προχωρώντας με τα γόνατα, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα. Στο τέμπλο του ναού κρεμούσαν χρυσά ή ασημένια ομοιώματα ματιών, ποδιών ή χεριών, ανάλογα με το μέρος του σώματος που επιθυμούσαν να θεραπεύσουν, όπως ακριβώς τα σημερινά τάματα στην Παναγία. Ο νεότεροι ιστορικοί αναγνωρίζοντας τις ομοιότητες της θεάς των Ελλήνων Ορφικών με την Παναγία αναφέρουν ότι ο ακάθιστος ύμνος στην Παναγία είναι ολοφάνερα όμοιος με τους χαιρετισμούς των Ορφικών προς την αρχαία Μεγάλη Μητέρα Θεά. Καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μια διαδοχή στη λατρεία με την προσωνυμία Παναγία: από την Μητέρα Θεά, στην Αθηνά, στην Ίσιδα και τέλος στη Θεοτόκο Μαρία, την μητέρα του Ιησού, ενώ αποδίδεται και σε άλλες θεές. Η Παναγία έχει όλα τα σύμβολα μια ουράνιας Μεγάλης Μητέρας, μιας φεγγαροθεάς, μιας Σεμέλης ή Ίσιδας Για τους Έλληνες η Άρτεμη ήταν μια δύναμη της φύσης. Σύμβολό της ήταν το ελάφι και το τόξο που κρατούσε σαν κυνηγούσε τα άγρια θηρία του δάσους. Το ελάφι συμβολίζει την καρδιά και το κυνήγι στο δάσος των άγριων ζώων είναι η νίκη απέναντι στα άγρια πάθη του ανθρώπου, ώστε να καθαριστεί η καρδιά. Γι’ αυτό και η Άρτεμη είναι Παρθένα συμβολίζοντας την αγνότητα.
Πολλοί ιστορικοί της θρησκείας υποστηρίζουν ότι τους αιώνες κατά τους οποίους διαμορφωνόταν ο Χριστιανισμός υιοθέτησε και μεταμόρφωσε χαρακτηριστικά θρησκευτικών παραδόσεων που προηγήθηκαν. Η απόδοση τιμών στο πρόσωπο της Μαρίας (Παναγία) της Καινής Διαθήκης, της μητέρας του Ιησού Χριστού, αποτελεί μεταγενέστερη δογματική εξέλιξη που περιέλαβε στοιχεία προηγούμενων θηλυκών θεοτήτων. Ως «Μητέρα του Θεού» και «Θεοτόκος» ενσωμάτωσε στοιχεία θηλυκών θεοτήτων που επί χιλιετίες πιστευόταν ότι συντηρούσαν τους επαναλαμβανόμενους εποχικούς κύκλους θανάτου και αναγέννησης.
Οι πρώτες μαρτυρίες για τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εμφανίζονται τον 5ο αιώνα μ.Χ., την εποχή συγκλήσεως της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Εφέσου (451 μ.Χ.), που καθόρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθεί η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου.
Ήδη πριν από τον 6ο αι.μ.Χ., αποδόθηκαν στη Μαρία χαρακτηριστικά όπως η αειπαρθενία, η οποία ήδη ίσχυε για την Αθηνά και την Άρτεμη, και η θέση της «βασίλισσας του ουρανού» και της «μεσολαβήτριας» υπέρ της ανθρωπότητας, όπως συνέβαινε με την ευρέως διαδεδομένη λατρεία της Ίσιδας.
Η Θεοτόκος Μαρία, η κόρη του Ιωακείμ και της Άννας, είναι μια γυναίκα θνητή, που γεννάει τον Υιό του Θεού, τον Χριστό. Όπως και η Σεμέλη, η κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας είναι μια θνητή γυναίκα, που γεννάει τον γιό του Δία, τον θεό Διόνυσο. Η Θεοτόκος Μαρία, μετά την Κοίμηση, ανελήφθη στους Ουρανούς. Σήμερα τιμάται από τους χριστιανούς ως Θεομήτωρ, Πλατυτέρα των Ουρανών, ως τιμιότερα των Χερουβείμ κι ενδοξοτέρα των Σεραφείμ. Και η Σεμέλη εγέρθηκε από τον Άδη και αναλήφθηκε στον Όλυμπο, όπου ως Θυώνη ή Διώνη έζησε με τους Ολύμπιους θεούς και τιμήθηκε από τους θνητούς ως θεά.
Για πρώτη φορά, εορτάστηκε στα Ιεροσόλυμα στις 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετατέθηκε στις 15 του ιδίου μήνα. Είχε δε γενικότερα θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως και ονομαζόταν «ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας». Κέντρο του πανηγυρισμού αναφερόταν, στην αρχή, ένα «Κάθισμα» (ναός), που βρισκόταν έξω από τα Ιεροσόλυμα στον δρόμο προς την Βηθλεέμ. Η σύνδεση αυτής της εορτής με την Κοίμηση της Θεοτόκου έγινε στον ναό της Παναγίας, στη Γεσθημανή, το «ευκτήριο του Μαυρικίου», που βρίσκεται ο τάφος της.
Κατά την παράδοση, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προηγείται νηστεία, που καθιερώθηκε τον 7ο αι. μ.Χ. Αρχικά, ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους: πριν από την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τον 10ο αι. μ.Χ. συνενώθηκαν σε μία νηστεία 14 ημερών, που αρχίζει από την 1η Αυγούστου. Η Μητέρα του Ιησού Χριστού, πληροφορήθηκε τρεις ημέρες πριν για τον επικείμενο θάνατό της από έναν άγγελο και άρχισε να προετοιμάζεται κατάλληλα. Η Κοίμηση της Θεοτόκου συνέβη στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που διέμενε, μετά τη σταύρωση του Χριστού. Οι δε Απόστολοι μετέφεραν το νεκροκρέβατό της στον κήπο της Γεθσημανή, όπου την έθαψαν.
Μεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχει δογματική διαφορά σχετικά με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει στο δόγμα της ενσώματης ανάληψης της Θεοτόκου (Assumptio Beatae Mariae Virginis). Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει λόγο πρώτα για Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή πραγματικό θάνατο (χωρισμό ψυχής και σώματος) και στη συνέχεια για μετάσταση της Θεοτόκου, δηλαδή ανάσταση (ένωση ψυχής και σώματος) και ανάληψη, ακολουθώντας τον Υιό του Θεού, ο οποίος ήρθε στη ζωή, πέθανε, ενταφιάστηκε και τελικώς ανελήφθη στους ουρανούς.
Στην Ελλάδα, η Κοίμηση της Θεοτόκου εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Σε πολλά νησιά του Αιγαίου (Τήνος, Πάρος, Πάτμος, Κρήτη) αλλά και στην Πελοπόννησο στολίζουν και περιφέρουν επιτάφιο προς τιμήν της Παναγίας. Αναρίθμητοι ναοί και μονές έχουν χτιστεί προς τιμήν της Κοιμήσεώς της Θεοτόκου, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σε κάθε ναό, πίσω από την κεντρική είσοδο, σε εκπληκτικές συνθέσεις, ύμνοι εκλεκτοί έχουν διακοσμήσει την ακολουθία της και λόγοι λαμπροί και εγκώμια εκφωνήθηκαν από τους Πατέρες και νεότερους κληρικούς και μοναχούς κατά την ημέρα της μνήμης της. Σε πόλεις και χωριά ανά την επικράτεια διοργανώνονται παραδοσιακά πανηγύρια, που καταλήγουν σε γενικευμένο γλέντι. Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι ένα πένθιμο γεγονός για το ελληνικό λαό, καθώς η Παναγία «μετέστη προς την ζωήν». Είναι, συνεπώς, αναπόφευκτος ο χαρακτηρισμός της εορτής αυτής ως «Πάσχα του Καλοκαιριού».
*Ο Κων/νος Χαρ. Τζιαμπάσης είναι αρχαιολόγος