Έχω τη τύχη κάθε μέρα, ξυπνώντας το πρωί, να κοιτάζω προς το κάστρο της πόλης μας, το παλιόκαστρο που λέγαν οι παλιοί Αργείτες του ξεσηκωμού, παλιοί αγωνιστές. Νεότερος εγώ, πιο τυχερός, μπορώ και κάθομαι στη βεράντα, πίνω το καφέ μου και παρακολουθώ από μακριά με τα κιάλια τεχνολογίας τα τεκταινόμενα.
Που να φανταστώ, 200 χρόνια από τότε, η επιστήμη να κάνει τέτοια άλματα που έχοντας ένα εργαλείο στο χέρι, πας πίσω στο χρόνο, ώστε κοιτώντας ένα τόπο και βάζοντας μια χρονολογία στην οθόνη μπορείς και βλέπεις ό,τι γίνεται live, ζωντανά, από τότε μέχρι σήμερα.
– Πατέρα, αυτό λέγεται τεχνητή νοημοσύνη, μου λέει ο γιος μου, που ασχολείται με αυτά. Δώρο δικό του είναι από το τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική. Μόνο που δεν έχει ήχο, μου λέει, αλλά είναι θέμα χρόνου να το καταφέρουν.
Αφού έχω αυτό στα χέρια μου, ό,τι και να μου πει θα τον πιστέψω, ακόμα ότι θα βλέπουμε στο μέλλον.
Μέρες που ’ναι, βάζω στην οθόνη 10/07/1822 και αρχίζω να κοιτάζω από τα Φίχτια πέρα στην είσοδο των Δερβενακίων γύρω-γύρω δυτικά, Κουτσοπόδι, Σχοινοχώρι, λόφο Ασπίδας, Λάρισα με το παλιόκαστρο και την Παναγία, Κεφαλάρι μέχρι Μύλους. Βλέπω τον Πλαπούτα στην είσοδο των Δερβενακίων να δίνει μάχη με τους Τούρκους του Δράμαλη και να οπισθοχωρεί, ερημιά στο Άργος, πολύς κόσμος στο Κεφαλάρι, στους Μύλους και καράβια στ’ ανοιχτά.
Στο Κεφαλάρι διακρίνω καθαρά τον Κολοκοτρώνη με την εγγλέζικη περικεφαλαία, να μιλάει και να χειρονομεί δείχνοντας προς το Άργος ψηλά. Δίπλα του ο γιος του Πάνος, ο Δ. Υψηλάντης, ο Αντώνης Κουμουστιωτης από το Μυστρά και πολλοί χωριάτες με τουφέκια. Φαίνεται τους εξηγεί το σχέδιο του, να πάνε να κλειστούν στο παληοκαστρο για 3,4 μέρες, αυτοί αντιδρούν, δεν έχουν τροφές, νερό, ούτε πόρτες το κάστρο, πως ν’ αντέξουν; Ο αρχηγός μιλάει αργά, γυρίζει στο γιο του Πάνο ακουμπάει το πατρικό χέρι στον ώμο του, έπειτα γυρίζει στον Υψηλάντη, αύριο θα πας και ‘σύ, σα να του λέει.
Προσπαθώ να φανταστώ τη στιχομυθία:
– Ακούστε με καλά παλληκάρια μου. Σε σας και στο Θεό στηρίζω όλες μου τις ελπίδες. Η Παναγία έρχεται κάθε βράδυ στον ύπνο μου και μου λέει προχώρα γιε μου είμαι στο πλάι σου και δε μου λέει ποτέ ψέματα. Θα ‘ρθει μαζί σας και ο γιος μου ο Πάνος, αύριο θα ‘ρθει με άλλους και ο Υψηλάντης. Λέτε να θέλω να θυσιάσω το Πάνο αν δεν ήμουν σίγουρος; Απόψε θα καεί όλος ο κάμπος, θα δηλητηριάσω τα πηγάδια, τι θα κάνουν οι άπιστοι χωρίς τροφές και νερό; Σας στέλνω στο κάστρο για παγίδα, να νομίσουν ότι έχουμε μαζέψει εκεί τα στάρια και το κριθάρι, πολεμοφόδια και νερό. Κλείστε τη πόρτα με πέτρες, βαστάτε λίγες μέρες ίσα που να μαζέψω τους Έλληνες και τότε πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρασμένοι δε θα μείνει ρουθούνι από δαύτους.
Κάπως έτσι θα μίλησε ο Αρχηγός, γιατί ξεκίνησαν όλοι τους με ενθουσιασμό για το κάστρο.
11/07/1822.
Η ζέστη αφόρητη, ο κάμπος καίγεται ακόμα, στο Κουτσοπόδι ο Πλαπούτας, Υψηλάντης, Τσκώρης, Δαγρές και άλλοι καπεταναίοι δίνουν νέα μάχη, οπισθοχωρούν και μερικοί κλείνονται στο κάστρο.
12/07/1822.
Κοιτάζω το Δράμαλη, αλαφιασμένο, λυσσώντας απ’ το κακό του σε ένα άδειο από τρόφιμα και κατοίκους Άργος, βρίζει και δείχνει το κάστρο. Ξεχύνονται σα μυρμήγκια, αρχίζουν και σκαρφαλώνουν τη Λάρισα απ’τα ανατολικά. Λεηλατούν τη Παναγία και ανεβαίνουν. Ομοβροντία των πολιουρκούμενων, πολλοί οι νεκροί, κάνουν πίσω. Προσπαθούν να κυκλώσουν το κάστρο, αλλά οπισθοχωρούν. Δεν βλέπω τι γίνεται από πίσω, ξέρω από την Ιστορία εκεί ήταν ο Πλαποτύας, Τσώκρης, Δαγρές και άλλοι καπεταναίοι, δεν τους άφηναν να κυκλώσουν το κάστρο.
13/07/1822.
Όλη μέρα παλεύουν οι Τούρκοι να καταλάβουν το παληοκαστρο και οι απέξω τους απωθούν. Στο τέλος τα καταφέρνουν.
Απελπισμένα από πάνω κουνάνε μαντήλια, φωνάζουν! Κάνουν σήματα με φωτιές, αλλά δεν ρίχνουν κανένα βόλι. Εγώ, ξέρω τι θα συμβεί, μα θέλω να δω, μέσω τεχνολογίας, πως ακριβώς θα συμβεί. Μόνος τρόπος επικοινωνίας πια,τα σήματα καπνού, μαύρος καπνός, μαύρο μήνυμα. Διαβάζω τα σήματα. Δεν έχουμε τρόφιμα, δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε μπαρούτι. Βγάλτε μας γλήγορα. Στρέφω τα κιάλια στο Κεφαλάρι, βλέπω το Γέρο του Μοριά στενοχωρημένο με σμιγμένα τα φρύδια. Ξέρει πως οι μέσα δεν θα αντέξουν για πολύ, όμως πρέπει ν’ αντέξουν. Ξέρει πως τα σήματα τα διαβάζει και ο εχθρός. Τους μηνάει, βαστάτε έρχομαι. Στέλνει το Πλαπούτα και άλλους να σπάσουν τη πολιορκία.
14/07/1822
Οι Έλληνες επιτίθενται, δεν τα καταφέρνουν, σκοτώνονται πολλοί, τους παίρνουν πίσω.
15/07/1822.
Νέα επίθεση, νέα αποτυχία, νέοι νεκροί.
Στρέφω τα κιάλια στον Αρχηγό, τρόμαξα. Πρώτη φορά βλέπω το Κολοκοτρώνη λιοντάρι σε κλουβί. Ξέρει πως αν πέσει το κάστρο, χάνονται όλα, δεν προλαβαίνει να οργανώσει στρατό, να στήσει τη παγίδα στα Δερβενάκια, θα καταλάβει ο Δράμαλης πως άδικα έχασε τις μέρες του. Μόνος τρόπος ,να ρίξει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, να σπάσει τον αποκλεισμό.
16/07/1822.
Και το καταφέρνει, με το Πλαπούτα πρώτο και καλύτερο, σπάζουν τον αποκλεισμό, μπάζουν τρόφιμα, νερό και πολεμοφόδια, συμπληρώνουν τη φρουρά με νέους μαχητές.
17-18-19-20-21/07/1822.
Πέντε μέρες προσπαθούν οι Τούρκοι ,το μόνο που καταφέρνουν είναι να αφήνουν νεκρούς και να κουβαλάνε τραυματίες. Αλλά και οι μέσα αρχίζουν και υποφέρουν, τελειώνουν πάλι τα τρόφιμα, το νερό, τα βόλια. Κάνουν πάλι σήμα στο Κολοκοτρώνη να τους βγάλει.
Κοιτάζω το Γέρο, γελάνε και τα μουστάκια του, πρώτη φορά τον βλέπω τόσο χαρούμενο. Ξέρει ότι ο στόχος του πέτυχε, ώρα να βγουν οι πολιορκημένοι. Διατάζει επίθεση πρωί-πρωί.
22/07/1822.
Αποτυχία. Σκοτώνονται κάποιοι δικοί μας, δεν θέλω να βλέπω
23/07/1822.
Και πάλι αποτυχία, πολλοί οι νεκροί, βλέπω το Κολοκοτρώνη στεναχωρημένο, σκέφτεται τους νεκρούς, στριφογυρίζει, πάλι θυμίζει λιοντάρι σε κλουβί. Καλεί τους καπεταναίους σε συμβούλιο. Μιλάει αργά και σταθερά. Τους εξηγεί το σχέδιο. Οι καπεταναίοι τον ακούν με προσοχή.
-Ακούστε ήρωες μου, τους λέει. Οι μουρτάτηδες μας περιμένουν, όπως χτες και προχτές, ημέρα. Έτσι δεν κάνουμε τίποτα, γιατί είναι αυτοί ψηλά και μείς χαμηλά, πρέπει ν’ ανέβουμε. Αυτοί κρυμμένοι καλά, μόλις ξεμυτίσουμε, μας ρίχνουν στο ψαχνό. Γι’ αυτό, ξεκινάμε μεσάνυχτα και σαν τις γάτες περνάμε ανάμεσα τους, αυτοί είναι πεινασμένοι και χωρίς νερό, κουρασμένοι, δεν θα μ ας πάρουν χαμπάρι.
24/07/1822.
Μεσάνυχτα. Πήχτρα σκοτάδι. Σκιές σα φαντάσματα στο λιγοστό φως των αστεριών, γλιστρούν ανάμεσα στον εχθρό, μπαίνουν στο κάστρο, λίγο ψωμί ,τουλουμοτύρι και νερό στα γλήγορα και έπειτα αθόρυβα γλιστρούν πάλι έξω και χάνονται κατα την Άκοβα, ντουγρού για Κεφαλάρι.
Ξημερώνει. Στρέφω τα κιάλια κατά τη Λάρισα, οι Τούρκοι έχουν ξυπνήσει, προφυλαγμένοι πίσω απ τα ταμπούρια τους, περιμένουν τους Έλληνες να φανούν, ο κόκορας του ντουφεκιού υψωμένος…..
Και περιμένουν….περιμένουν, γκιαούρη δες πουθενά. Η ζέστη σφίγγει, ο ιδρώτας κυλάει απ’ το μέτωπο στα μάτια, διψούν, κλωθογυρίζουν και τότε ακούγεται μια φωνή, όλο θυμό.
Δεν καταλαβαίνω τι λέει, μιλάει γκρέκικα η τουρκικά και δείχνει τη πόρτα του κάστρου που λείπουν οι πέτρες… Ορμάνε όλοι στο κάστρο, δεν βρίσκουν τίποτα, λυσσάνε.
Τα νέα γλήγορα φτάνουν στο σερασκέρη Δράμαλη που ντροπιασμένος μαζεύει το πεινασμένο, διψασμένο, εξασθενημένο και χωρίς ηθικό στρατό του και ετοιμάζεται να πέσει στη θανάσιμη παγίδα του μεγάλου Έλληνα στα Δερβενάκια.
Αφήνω τα κιάλια, κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι σε σκέψεις, σε απορίες, σε αναπάντητα ΓΙΑΤΙ.
– Γιατί ο σερασκέρης δεν έμεινε στη Κόρινθο, να στήσει εκεί το ορδί του και από κει να κινηθεί και προς Τρίπολη και προς Πάτρα, όπως τον συμβούλευαν αυτοί που ήξεραν τα πράγματα;
– Γιατί, αφού δεν είχε αρκετά τρόφιμα και ο κάμπος είχε καεί δεν γύρισε πάλι πίσω, όπως τον συμβούλευαν αυτοί που ήξεραν τα μέρη, αλλά προτίμησε να εμπλακεί στη πολιορκία του κάστρου;
– Γιατί, αφού μπλέχτηκε, δεν αξιοποίησε τα σήματα των κλεισμένων του κάστρου, ότι δεν έχουν τρόφιμα και πολεμοφόδια; Είχε όχι μια, αλλά δυο ενδείξεις. Γιατί επέμενε να το καταλάβει, τόσες μέρες, ρίχνοντας ακόμα περισσότερο το ηθικό του στρατού του;
Η απάντηση στα πολλά γιατί, μου ήρθε έτσι ξαφνικά ενθυμούμενος τον μεγάλο μας αλεξανδρινό ποιητή στο ποίημα του Ο ΔΑΡΕΙΟΣ.
Παραθέτω την εισαγωγή, αξίζει το κόπο.
Ο ΔΑΡΕΙΟΣ.
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πως την βασιλεία των Περσών παρέλαβε ο Δαρείος Υστασπου. (Από αυτόν κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς, ο Μιθριδάτης, Διονυσος και υπάτωρ). Αλλ’ εδώ χρειάζεται φιλοσοφία, πρέπει ν‘ αναλύσει τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρειος: ίσως υπεροψίαν και μέθην, όχι όμως—μάλλον σαν κατανόησει της ματαιότητας των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.
Υπεροψίαν και μέθην θα είχε ο σερασκερης Μαχμούτ πασάς ο και Δράμαλης επονομαζόμενος.
Σημείωση:
Όπου Τούρκος μπορεί να είναι και Τουρκαλβανός, Γκέκης.
Στοιχεία από τα απομνημονεύματα του Φωτίου Χρυσανθακόπουλου (Φωτάκου), Υπασπιστή και γραμματέα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Τα πρόσωπα των καπεταναίων μου είναι γνωστά από γκραβούρες στους τοίχους του δημοτικού σχολείου.
Τα υπόλοιπα φανταστικά δικά μου.
Παναγιώτης Ι. Μερμίγκης.
23/07/2023.