Στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, η παγκόσμια πρεμιέρα της Μήδειας του Φρανκ Κάστορφ προσέλκυσε τόσο ένθερμους υποστηρικτές, όσο και κατακριτές που αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι. Το κοινό μοιράστηκε και οι γνώμες ήταν διαφορετικές, με ποικίλες αντιδράσεις. Ο anagnostis.org βρέθηκε εκεί το Σαββατόβραδο, για να παρακολουθήσει από κοντά την παράσταση του επί σειρά ετών διευθυντή της βερολινέζικης Φολκσμπίνε (Θέατρο του Λαού) – που έδωσε τη δική του εκδοχή της Μήδειας, με ένα λαμπερό καστ Ελλήνων ηθοποιών.
Ρεπορτάζ: Άκης Γκάτζιος
Η πρωτοτυπία της παράστασης ήταν προφανής από την αρχή. Ένα μικρό κινηματογραφικό στούντιο, αόρατο στο κοινό, είχε στηθεί πίσω από μια οθόνη που παρέπεμπε σε οθόνη κινηματογράφου. Με δύο ντουντούκες στην κορνίζα, με το «σπασμένο» λογότυπο της Coca Cola και σκηνές κάμπινγκ στη σκηνή, που ήταν γεμάτη σκουπίδια, η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που συνηθίζουμε στις κλασικές παραστάσεις. Οι πρωταγωνιστές της παράστασης δεν ήταν μόνο οι ηθοποιοί, αλλά και ο καμεραμάν και ο μπούμαν, που κατέγραφαν τις σκηνές και παρέμεναν ουσιαστικά στο επίκεντρο της δράσης.
Η αναπαράσταση των σκηνών μέσα από τις λήψεις της κάμερας προσέδωσε νέα, αλλά αμφιλεγόμενη διάσταση στην παράσταση, αφού οι θεατές παρακολουθούσαν τη δράση των ηθοποιών μέσα από το φακό. Οι εξαιρετικές λήψεις του καμεραμάν που έβγαλε όλη την παράσταση με μονοκάμερο ήταν μια έκπληξη για το κοινό και συνέβαλαν στη δημιουργία ενός πιο κινηματογραφικού κλίματος.
Ο καινοτόμος σκηνοθέτης επιχείρησε να «παντρέψει» τον αναρχικό τρόπο παιξίματος, τον αυτοσχεδιασμό και την υποκριτική ελευθερία με την σύγχρονη ελληνική σκηνή σε μια δική του σκηνοθετική πρόταση, συνθέτοντας διαφορετικά κείμενα ανεξαρτήτως εποχής με στόχο να αναδείξει τον στοχασμό και τη φιλοσοφική αντιπαράθεση στο υπόστρωμα της κάθε ιστορίας.
Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν ήταν απολύτως αποδεκτές από όλους. Κάποιοι θεώρησαν την παράσταση ως μια νέα “Τόλμη και Γοητεία”, χαρακτηρίζοντάς την υπερβολική και πειραματική. Ενώ οι ερμηνείες των ηθοποιών (Στεφανία Γουλιώτη, Σοφία Κόκκαλη, Μαρία Ναυπλιώτου, Αγγελική Παπούλια, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Αινείας Τσαμάτης, Νικόλας Χανακούλας, Νίκος Ψαρράς) άρεσαν σε πολλούς, άλλοι αντιδρούσαν αρνητικά σε αυτό τον τρόπο παράστασης. Επιπλέον, υπήρχαν ερωτήματα σχετικά με την απώλεια της αυθεντικότητας του αρχαίου θεάτρου και της μαγείας της ακουστικής του, καθώς μικρόφωνα χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχυθεί ο ήχος.
Παρά τις διαφωνίες και τις αντιδράσεις, η παράσταση της Μήδειας του Φρανκ Κάστορφ αφήνει πίσω της έναν ιδιαίτερο αποτύπωμα. Είτε υποστηρίζοντάς την ως μια διαφορετική και πρωτοποριακή προσέγγιση, είτε κατακρίνοντάς την ως υπερβολική, οι θεατές αναγνώρισαν το θάρρος των δημιουργών να δοκιμάσουν καινούριες ιδέες σε έναν χώρο με μεγάλη ιστορία.
Πάντως, η παράσταση της Μήδειας στην Επίδαυρο διχάζει το κοινό και οδηγεί σε υβριδικά μοντέλα, που συνδυάζουν το παρελθόν με το παρόν. Οι τεχνολογικές πρωτοπορίες μπορούν να προσφέρουν νέες εντυπωσιακές εμπειρίες, αλλά παράλληλα μπορούν να ξενίσουν και να ανατρέψουν τις παραδοσιακές αντιλήψεις.
Και δημιουργείται το ερώτημα: Είναι σινεμά το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου; Οι πρωτοτυπίες αυτές που εμφανίστηκαν και στον Ιππόλυτο, αλλάζουν τα μέχρι τώρα δεδομένα και από τις κλασσικές παραστάσεις οδηγούμαστε σε υβριδικά μοντέλα που συνδυάζουν το Αρχαίο Θέατρο με τις σύγχρονες μορφές τέχνης; Δεν χάνεται η μαγεία της ακουστικής με τα μικρόφωνα και αλλοιώνεται το κλασσικό αρχαίο θέατρο που έχει ταυτιστεί με την Επίδαυρο;
Ο ίδιος ο Φρανκ Κάστορφ σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει για την παράσταση είχε πει: «Τι κάνεις στ’ αλήθεια αφού έχεις διαβάσει τη Μήδεια; Το έργο του Ευριπίδη είναι μνημειώδες κι έχει ταξιδέψει στο χρόνο. Είναι σαν το έδαφος που καλλιεργείται ξανά και ξανά». Μιλώντας για τον αρχαίο τραγωδό τόνισε χαρακτηριστικά: «Ο Ευριπίδης είναι τόσο σημαντικός σαν μια σφαίρα που πλέει σε μια θάλασσα από υδράργυρο. Όσο και να προσπαθείς να τη βυθίσεις, θα έρχεται πάντοτε στην επιφάνεια».
Ο Φρανκ Κάστορφ παρουσίασε τη δική του Μήδεια βασισμένη στο έργο του Ευριπίδη, μια τραγωδία πρωτοποριακή για την εποχή της, όπως λέει ο ίδιος: «Πριν από 2.500 χρόνια ο Ευριπίδης παρουσιάζει μπροστά σε 15.000 θεατές ένα τόσο φεμινιστικό θέμα. Είναι σπουδαίο που μας κάνει να σκεφτούμε, να στοχαστούμε τι σημαίνει γυναίκα. Μια γυναίκα μόνη και διωγμένη. Μια γυναίκα μέσα σε αυτό το αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα τόσων χρόνων. Όταν επισκέφθηκα την Επίδαυρο, χειμώνα, χωρίς κόσμο, ένιωσα κι εγώ αυτή τη μοναξιά». Και προσθέτει: «Ο Σενέκας χαρακτήρισε τη Μήδεια θεά της εκδίκησης. Εγώ την βλέπω σαν μια γυναίκα πάνω στο άρμα του πατέρα της Ήλιου που φεύγει κι αφήνει πίσω της έναν κόσμο να φλέγεται», συνεχίζοντας: «Στον κόσμο που χτίζει ο Ευριπίδης, η Μήδεια είναι μια γυναίκα που αν τα βάλεις μαζί της θα σε καταστρέψει. Είναι λοιπόν μια αρχή, η εικόνα μιας μητριαρχίας».
Παρά την αποχώρηση κάποιων, η Επίδαυρος παρέμεινε ασφυκτικά γεμάτη μέχρι το τέλος, με το κοινό να εκφράζει διαφορετικά συναισθήματα και εντυπώσεις. Όπως και να ‘χει, η πρωτοποριακή προσέγγιση της παράστασης του Φρανκ Κάστορφ αποτέλεσε μια μοναδική εμπειρία για όσους βρέθηκαν εκεί, αφήνοντάς τους με αναμνήσεις που θα συζητούν για καιρό.