Η Αποκαθήλωση (εικ.1) απεικονίζεται συχνά στην τέχνη. Έγινε δημοφιλές θέμα στη Βυζαντινή τέχνη από το 9ο αιώνα, ενώ στη Δύση από το 10ο. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η σκηνή αυτή, αποτελεί και το κεντρικό σημείο της εκκλησιαστικής «τελετής της Αποκαθήλωσης» που ανάγεται στον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής και που τελείται το πρωί της ίδιας ημέρας, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της τελεστικής ανάμνησης των Παθών του Ιησού Χριστού.
Επιμέλεια: Κων/νος Τζιαμπάσης*
Η εικόνα παρουσιάζει κάτω, δεξιά και αριστερά από το Σταυρό δύο ομίλους προσώπων, την Παναγία με τις μυροφόρες αριστερά, τον Ιωάννη, τον Ιωσήφ και το Νικόδημο, δεξιά. Στη μέση εικονίζεται ο νεκρός Κύριος που μόλις έχει αποκαθηλωθεί. Δεσπόζει στην εικόνα ενώνοντας τις δύο ομάδες. Είναι ο άξονας της σύνθεσης. Επάνω, κάτω από τις κεραίες του Σταυρού, πετούν άγγελοι. Είναι οι αντιπρόσωποι των αγγελικών δυνάμεων, που εξεπλάγησαν από το φόβο, όταν είδαν νεκρό το ζωοδότη Κύριο.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (19, 25) μας πληροφορεί πως κοντά στον Σταυρό του Κυρίου στέκονταν τρεις ή τέσσερις γυναίκες συμπεριλαμβανομένης και της Θεοτόκου. Άλλες όμως γυναίκες, όπως μαρτυρούν οι άλλοι Ευαγγελιστές, παρακολουθούσαν από μακριά το μαρτύριο του Διδασκάλου. Είναι πολύ πιθανόν μερικές από αυτές να προστέθηκαν στις Μυροφόρες που παραστέκονταν στον Σταυρό.
Ακόμη οι ευσεβείς γυναίκες που παραβρέθηκαν στη Σταύρωση θα βοήθησαν και στην ταφή του Κυρίου. Έτσι ο όμιλος γυναικών στην Αποκαθήλωση παρουσιάζεται πολυπρόσωπος. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλησε με τα πολλά πρόσωπα να τονίσει τη θλίψη και να επαυξήσει το θρήνο που προκάλεσε το απίστευτο θέαμα του νεκρού και εγκαταλειμμένου Χριστού.
Στην πρώτη σειρά των Μυροφόρων εικονίζεται η Παναγία να ανακρατεί από την μέση το νεκρό Υιό της. Τα μάτια της έχουν στεγνώσει από τα δάκρυα. Όμως δεν σπαράζει από τον πόνο. Η θλίψη της είναι συγκρατημένη . Η βεβαιότητα της Ανάστασης της γλυκαίνει τον πόνο. « Νέκρωσιν τήν σήν , ἡ πανάφθορος Χριστέ, σοῦ μητήρ , βλέπουσα, πικρῶς σοι ἐφθέγγετο∙ Μή βραδύνῃς , ἡ ζωή, ἐν τοῖς νεκροῖς » (Εγκώμιο δευτέρας Στάσεως).
Λύπη ανάμικτη με έκπληξη προδίδει η έκφραση των Μυροφόρων που στέκουν πίσω από την Θεοτόκο. Είχαν υπηρετήσει τον Κύριο και είχαν δει τα θαύματά Του. Τώρα βλέπουν πως Εκείνος που ανάστησε νεκρούς, « ἄπνους φέρεται κηδευόμενος χερσί τοῦ Ἰωσήφ ».
Στην ομάδα των ανδρών διακρίνουμε με τη σειρά τον Ιωσήφ, τον Ιωάννη και το Νικόδημο. Ο Ιωσήφ, σεβαστό και επίσημο μέλος του Συνεδρίου, έχει έκφραση αριστοκρατική. Τα συμβάντα τον έχουν βυθίσει σε σκέψεις. Αναπολεί τη ζωή, τη δράση και τη διδασκαλία του Διδασκάλου του. Θαυμάζει τη θεία κένωση, την αγάπη του Θεού στο πλάσμα Του. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλησε να τον εικονίσει όπως τον παρουσιάζει ο υμνωδός της Εκκλησίας. «Ὁ εὐσχήμων Σῶτερ , σχηματίζει φρικτῶς , καί κηδεύει ὡς νεκρόν εὐσχημόνως σε καί θαμβεῖταί σου τό σχῆμα τό φρικτόν » (Εγκώμιο πρώτης Στάσεως).
Ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, ο Ιωάννης, ανακρατεί με το ένα χέρι το γερμένο κεφάλι του Χριστού και με το άλλο το νεκρό χέρι του. Είναι σε στάση υπόκλισης. Υποκλίνεται μπροστά στη θεία μεγαλειότητα. Προσκυνάει κατά κάποιο τρόπο το πάθος, ανυμνεί την ταφή και μεγαλύνει τη θεία δύναμη, με τα οποία λυτρώθηκε ο άνθρωπος από την θανατηφόρα αμαρτία.
Ο Νικόδημος, τρίτος της ευλογημένης τριάδας, είναι ακουμπισμένος στη σκάλα που χρειάστηκε για την Αποκαθήλωση. Εικονίζεται συνήθως κρατώντας όργανα ξυλουργού (τανάλια, σκεπάρνι) που ήταν απαραίτητα όργανα για να βγουν τα καρφιά του Σταυρού. Έντονη είναι η θλίψη και στο πρόσωπο του Νικοδήμου. Αναπολεί την νυκτερινή αναζήτηση που είχε με τον Κύριο, και επαναλαμβάνει ίσως νοερά την συγκλονιστική φράση, που άκουσε τότε από το στόμα του Κυρίου: «Καί καθώς Μωϋσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ , οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται , ἀλλ ‘ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον ( Ιω . 3, 14-15).
Τέλος, οι άγγελοι που εικονίζονται στο πάνω μέρος της εικόνας, με ανοικτές παλάμες των χεριών, προσθέτουν στην ανθρώπινη απορία για το Πάθος του Κυρίου και την έκπληξη του ουρανού.
*Ο Κων/νος Χαρ.Τζιαμπάσης είναι αρχαιολόγος