home design 800Χ400

Ναύπλιο: Ψηλά στο λόφο της Πρόνοιας, Σταύρωση και Ανάσταση

Από το μπαλκόνι τ’ Αναπλιού (5) – Γράφει ο Γιώργος Κόνδης

«Γεννηθήκαμε», γράφει στον «Απρίλη» του ο Άγγελος Τερζάκης, «αρχίσαμε να μεγαλώνουμε κι εμείς, στο απλοϊκό τούτο όνειρο της ιστορίας. Η παράδοση περνούσε επίμονη κι’ άγρυπνη από τα στόματα των γενεών..» Ο Α. Τερζάκης μας δίνει έτσι μια όμορφη περιγραφή της πασχαλινής πιτσιρικαρίας στο Ναύπλιο, στην ενορία του:

«Πηγαίναμε κάμποσοι πιτσιρίκοι, φιλοδοξώντας να «βοηθήσουμε». Βγάζαμε το κερί, οι τυχερώτεροι χτυπούσανε τις καμπάνες. Ο παπάς, που δε μας πολυγουστάριζε, σαν πολυπυκνώναμε μας χούγιαζε, εμείς όμως ξανατρυπώναμε την ώρα που κείνος έβγαινε να πει το Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη. Λοιπόν εκείνο το βράδι – πρέπει να είταν Μεγάλη Πέμπτη – είχαμε μαζευτεί αρκετοί. Η εκκλησία είχε πολύν κόσμο, τα κεριά φούντωναν στον αέρα, βαρειά ανακλαδιζόταν το λιβάνι γύρω στους πολυελαίους, και το καμμένο κερί πίκραινε την ανασεμιά. Ο παπάς βγήκε να πει το Ευαγγέλιο, μαζί δυο από μας με τα κεριά…».

Η Πασχαλιά είναι βίωμα που ακολουθεί τις προσωπικές και τις συλλογικές αναζητήσεις μέσα στο χρόνο, χρωματίζεται από τα συναισθήματα μικρών και μεγάλων. Είναι στιγμή και χρόνος χωρίς αρχή και τέλος, κατάσταση που δεν εξηγείται αλλά βιώνεται. Ίσως η παιδική και νεανική του διάσταση, η πιο καθαρή και ελπιδοφόρα, να αποτελεί την κύρια ένδειξη της βιωματικής δύναμης. Αποτυπώνονται εικόνες στο παιδικό μυαλό περισσότερο από κάθε άλλη γιορτή, ίσως γιατί σ’αυτή τα παιδιά συμμετέχουν από την αρχή μέχρι το τέλος, από τη Μ. Δευτέρα μέχρι και την Κυριακή του Πάσχα. Η Ελληνική λογοτεχνία μας έχει προσφέρει αξεπέραστες εικόνες της παιδικής πασχαλιάς όπως αυτή του κοσμοκαλόγερου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

«Πέρυσι, ώ! Πέρυσι την Μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάπτη εν τη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος. Είτα ήρχισαν να έρχωνται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ’ Οχτωήχι χάρτινον Εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα:

Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα.

Ο Πάνος Λαλιάτσης μας θυμίζει πως στην εκκλησιαστική παράδοση και πρακτική του Πάσχα υπήρξαν έντονες στιγμές συμβολισμού που όμως σταδιακά ξεχάστηκαν και σήμερα είναι σχεδόν άγνωστες στο εκκλησίασμα. Γράφει λοιπόν ο κ. Λιαλιάτσης:

«Κατά την έξοδο του Επιταφίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, ψαλλόταν άλλοτε ένα τροπάριο που είναι γνωστό με τον τίτλο «Δος μοι τούτον τον ξένον» – από τη συχνή επανάληψη της φράσεως αυτής. Είναι ένα ωραιότατο ιδιόμελον το οποίον σπάνια ψάλλεται σήμερα. Γι’αυτό μόνο σε μερικά λειτουργικά βιβλία καταχωρείται. Παρουσιάζει τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας να ζητεί επίμονα από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού: «Δος μοι τούτον τον Ξένον τον εκ βρέφους ως Ξένονξενωθέντα εν κόσμω (…) Δος μοι τούτον τον Ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως Ξένος ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη».

Μέσα από τούτο το Ψυχοσάββατο ξεπηδά με μια δυναμική απερίγραπτη  η έννοια του χρέους που καθοδηγούσε την παρουσία των παλιών και συνεχίζει να καθοδηγεί τις σκέψεις, τα βήματα και τις ενέργειες των νεότερων. Χρέος ψυχικό απέναντι σε όσους έφυγαν αλλά και χρέος κοινωνικό και πνευματικό προς όσους απέμειναν και θα ‘ρθουν. Και μέσα σε τούτη την πορεία όπου κοινωνικές πρακτικές και συμβολισμοί παλεύουν ασταμάτητα με τους αιώνες φτάνει ίσως η πιο σημαντική, η πιο γλυκιά, η πιο συμβολική στιγμή της  Μ. Πέμπτης. Ώ γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατό μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;

Στα πεζοδρόμια και στα μπαλκόνια με κατάνυξη και με κεριά να φέγγουν στη μυστική βραδιά, ραίνουν με αρώματα και άνθη τον Επιτάφιο που περνά από μπροστά τους. Ραίνουν με αρώματα και άνθη το Σώμα που σε λίγο στο πρόσταγμα της φωνής και σε συμβολισμό αιώνια ανθρώπινο θα φέρει τη χαρά της ζωής και θα μας κοινωνήσει τις πανάρχαιες αξίες που την καθοδηγούσαν, παρά τον πρόσκαιρο πόνο που δημιουργεί η αποκρουστικότητα του θανάτου. Όμως η στιγμή έφτασε για να ακούσουμε τον άγγελο να λέει στις μυροφόρες Τι μετά νεκρών τον ζώντα λογίζεσθε; Ως Θεός γαρ εξανέστη του μνήματος». Και το μήνυμα θα περάσει από στόμα σε στόμα, από παρέα σε παρέα, από γειτονιά σε γειτονιά: Χριστός Ανέστη! Είναι η μέρα της χαράς μετά από μια επίπονη περίοδο προετοιμασίας αλλά και εσωτερικής αλλαγής από την καθημερινή μονοτονία. Η ίδια η φύση ανανεώνεται δίνοντας το ρυθμό και τα χρώματα σε τούτη τη χαρά. Άραγε θα μπορέσουμε να ζήσουμε τούτη τη χαρά παντοτινά;

«Τις σκέψεις αυτές τις σταματάει η βροντώδης φωνή του παπα-Γιάννη. Είχαμε καιρό να τον ακούσουμε. Άτιμα χρόνια! Διαβάζει το Ευαγγέλιο : Διαγενομένου του Σαββάτου… Οι Μυροφόρες γυναίκες μαθαίνουν από τον Άγγελο ότι ο Ιησούς ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε. Ο παπα-Κώστας μόλις τελείωσε το Ευαγγέλιο, με νεανική φωνή, γεμάτη μελωδία και χαρά, ψάλλει το Χριστός Ανέστη, που επαναλαμβάνουμε όλοι μαζί ακολουθώντας τη φωνή του.

Μόλις ακούστηκε το Χριστός Ανέστη, σείστηκε ο τόπος. Οι καμπάνες όλες μαζί άρχισαν να χτυπούν, τα βαρελότα απειλούσαν να γκρεμίσουν την εκκλησία, τα βεγγαλικά φώτισαν τον ουρανό, τα μεγάφωνα είχαν τρελαθεί, όλοι ψέλναμε, όλοι χαιρόμασταν, όλοι είχαμε εισέλθει εις την χαράν του Κυρίου, όλοι δίναμε το φιλί της αγάπης, όλοι ψέλναμε για κάποια ευφροσύνη αιώνια. Γιατί να μην μπορούμε να νικήσουμε το κακό;

«Γιατί, αδελφοί, να κάνουμε τις νύχτες στοχαστικές, τις μέρες να βαραίνουν απ’ τη μελαγχολία τους, τραβηγμένες στων θαλασσών τις άκρες; Τι στοιχίζει στ’ αηδόνι το τραγούδι κι η ευγένεια στην πρωινή βροχή; Αγαπηθείτε….» (Ν.Βρεττάκος).

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ (Γιώργος Κόνδης)

Σχόλια

Exit mobile version