Το χωριό της Δημητσάνας, στην ορεινή Αρκαδία, αποτέλεσε τον σημαντικότερο κέντρο παραγωγής μπαρούτι κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Είχαν κατασκευαστεί 14 μπαρουτόμυλοι στην περιοχή του Άι-Γιάννη στην Δημητσάνα από τους οποίος παράγονταν κάθε μέρα 300 οκάδες μπαρούτι. Ποσότητα πολύ μεγάλη και σημαντική αλλά και ταυτόχρονα πολύ καλής ποιότητας. Αρχικά οι κάτοικοι της Δημητσάνας έφτιαχναν μπαρούτι μόνο για τον εαυτό τους αλλά σύντομα κάλυπταν ανάγκες και άλλων περιοχών κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης ενώ μετέφεραν την τέχνη από γενιά σε γενιά.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε μια από τις επιστολές του, ανέφερε:
«Μπαρούτη είχομεν, έκαμνε η Δημητσάνα. Του μπαρουτιού την υπόθεση, την είχαν πάρει απάνου τους τα αδέρφια Σπηλιωτόπουλοι και δια να δουλεύσουν την μπαρούτη δεν επαίρναμε πολλούς Δημητζανίτες εις το στρατόπεδο, τους αφήναμε δια αυτήν την δούλευσιν».
Ωστόσο, αυτό που ήταν σημαντικό ήταν ότι ναι μεν την κατασκεύαζαν σε ποσότητα αλλά έπρεπε να φροντίζουν να την κρύβουν για να μην εντοπιστεί από τους Τούρκους. Η διακίνηση του μπαρουτιού είχε κανονιστεί από ντόπιους αγωγιάτες σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου, στην Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία και την Ήπειρο.
Πώς γινόταν η παρασκευή της πυρίτιδας
Τα κύρια συστατικά για την παρασκευή της πυρίτιδας ήταν το νίτρο, το θείο και το ξυλοκάρβουνο. Οι Δημητσανίτες, με ειδική επεξεργασία κοπριάς ζώων που έβρισκαν σε διάφορες σπηλιές, παρασκεύαζαν το νίτρο για τις ανάγκες της πυριτιδοποιίας. Όταν μάλιστα οι πηγές στην περιοχή τους εξαντλούνταν, αναζητούσαν την πολύτιμη πρώτη ύλη και σε άλλα μέρη, όπως στη Μονεμβασία και την Αττική.
Για την παραγωγή του νίτρου από τις κοπριές, οι τεχνίτες ακολουθούσαν μία χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία, βράζοντας την κοπριά μέσα σε μεγάλα καζάνια. Με αυτόν τον τρόπο η παραγωγή νίτρου είχε αρκετές δυσχέρειες, τόσο λόγω των ιδιαιτεροτήτων της τεχνικής όσο και για πρακτικούς λόγους. Οι τεχνίτες έπρεπε συχνά να ταξιδεύουν σε μακρινές και απόκρημνες περιοχές, φέροντας όλα τα απαιτούμενα σύνεργα και, στη συνέχεια, να επιστρέψουν στον τόπο τους, μεταφέροντας τις ποσότητες νίτρου που είχε παραχθεί.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες πυρίτιδας που παρασκευάστηκαν για τις ανάγκες του Αγώνα, φαίνεται να επικρατεί η άποψη ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες νίτρου αποτέλεσαν εισαγωγές από το εξωτερικό, για τις οποίες μεριμνούσαν οι Σπηλιωτόπουλοι, παρά τις δυσκολίες και τις απαγορεύσεις που υπήρχαν.
Το θειάφι, το δεύτερο συστατικό της μπαρούτης, θεωρείτο και εκείνο, όπως το νίτρο, «πολεμικό υλικό» και η διακίνησή του ήταν ελεγχόμενη. Ωστόσο, ήταν περισσότερο εύκολο να βρεθεί, καθώς χρησιμοποιείτο από τους αμπελουργούς και έτσι μπορούσε ευκολότερα να αιτιολογηθεί η προμήθειά του.
Τέλος, ο ξυλάνθρακας προερχόταν από την ατελή καύση ξύλων. Για την παραγωγή του χρησιμοποιούνταν ξύλα ιτιάς, λεύκας, ελάτου και άλλα «ελαφρά» ξύλα.
Στη συνέχεια, όλα τα υλικά αναμειγνύονταν με συγκεκριμένες αναλογίες, που παρουσίαζαν μικρές διαφοροποιήσεις, αναλόγως του παραγωγού, ή της σκοπούμενης χρήσης, και κατόπιν μιας συγκεκριμένης επεξεργασίας παρασκευαζόταν η πυρίτιδα.