Αμέτρητες ανέφερε η ΤΕ Αργολίδας του ΚΚΕ ότι είναι οι καταγγελίες του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος για αποφάσεις των δικαστηρίων που βγάζουν παράνομες και καταχρηστικές απεργίες των εργαζομένων, κατ’ εφαρμογή των νόμων όλων των κυβερνήσεων, με αφορμή το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη.
«Κινητοποιήσεις που ειδικά στον κλάδο των Μεταφορών (τρένα, μέσα μαζικής μεταφοράς σταθερής τροχιάς κ.λπ.) διεκδικούν μέτρα ασφαλείας για εργαζόμενους και επιβάτες, καταγγέλλουν την υποχρηματοδότηση από το κράτος, αλλά και τις συνέπειες από τη διαχρονική πολιτική «απελευθέρωσης», ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης των συγκοινωνιών.
Αυτοί που χύνουν σήμερα κροκοδείλια δάκρυα για τους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες στα Τέμπη είναι οι ίδιοι που ψήφισαν ή επέκτειναν νόμους ενάντια στην απεργία, απαξιώνουν και λοιδορούν τις εργατικές διεκδικήσεις, συκοφαντούν όποιον καταγγέλλει και αγωνίζεται, ποινικοποιούν τη συνδικαλιστική δράση», συνεχίζουν στην ανακοίνωσή τους.
Η ΤΕ Αργολίδας του ΚΚΕ σημειώνει: «Και όχι μόνο αυτό: Η απεργία σε τομείς στρατηγικής σημασίας για το κράτος, όπως ο σιδηρόδρομος και γενικά οι Μεταφορές, υπάγονται στη «διασταλτική» ερμηνεία άρθρων του τρομονόμου, που έχει την υπογραφή όλων των κυβερνήσεων, ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ, είτε τον ψήφισαν, είτε τον εμπλούτισαν, είτε τον επικαλούνται.
Με τον τρομονόμο μπορούν για παράδειγμα να χαρακτηριστούν και να διωχθούν ως «τρομοκρατικές πράξεις» με πολύ βαριές ποινές μια σειρά ενέργειες που «διαταράσσουν την ασφάλεια των συγκοινωνιών, την ασφάλεια σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών».
Όλα αυτά για να προχωράει απρόσκοπτα η στρατηγική της ΕΕ στον τομέα των Μεταφορών, που έχει για κριτήριο το κέρδος μεγάλων ομίλων και τον περιορισμό του κόστους για το κράτος, με την ιδιωτικοποίηση και «απελευθέρωση» υποδομών και υπηρεσιών.
Μια στρατηγική που – όπως αποδεικνύεται ξανά και ξανά – είναι ασύμβατη πέρα για πέρα με τα εργατικά δικαιώματα, αλλά και με την ασφάλεια στις μεταφορές και τις συγκοινωνίες, αφού η λήψη αναγκαίων μέτρων εμποδίζεται από τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς και του κόστους – οφέλους για το κεφάλαιο και το κράτος του.
Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση των σιδηροδρόμων. Οι ανακοινώσεις της συνδικαλιστικής παράταξης ΔΕΣΚ (συνδικαλιστές που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ), τα εξώδικα στην εργοδοσία από τους εργαζόμενους μηχανοδηγούς για τους κινδύνους στο δίκτυο, ακόμα και οι παραιτήσεις εργαζομένων για να μη χρεωθούν την ευθύνη ενός προδιαγεγραμμένου εγκλήματος, είναι απόδειξη ότι το κράτος ήξερε.
Αντί όμως να παρθούν μέτρα, κλιμακωνόταν διαχρονικά η πολιτική που αναπαράγει τα ίδια αδιέξοδα για εργαζόμενους και επιβάτες, στο όνομα της μείωσης του «κόστους» για τους ομίλους – επενδυτές και το κράτος.
Όψιμα διαμαρτύρονται τώρα, ορισμένοι μεγαλοδημοσιογράφοι και επιτελεία, ότι οι σταθμάρχες του ΟΣΕ είναι συμβασιούχοι, αλλάζουν σαν τα πουκάμισα και δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν πείρα.
Είναι οι ίδιοι που επιτίθενται στους εργαζόμενους όταν διεκδικούν μόνιμη και σταθερή δουλειά. Όταν καταγγέλλουν την «ελαστικοποίηση» της εργασίας με τους νόμους όλων των κυβερνήσεων και με κριτήριο το κέρδος και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Δεν είναι άλλωστε μυστικό ότι τους κοστίζει λιγότερο η διαχείριση της ζημιάς όταν αυτή γίνει, σε πλήρη αντίθεση με την ανάγκη και τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων ολοκληρωμένης πρόληψης και ασφάλειας, με επίκεντρο τους εργαζόμενους, τον λαό και τις ανάγκες του.
Καμία εμπιστοσύνη λοιπόν σε δεσμεύσεις ότι «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο» και ότι με αφορμή το δυστύχημα «θα αλλάξουν τα πάντα». Όπως «αλλάζουν» μετά από κάθε τέτοια μεγάλη τραγωδία, μέχρι αυτή να επαναληφθεί.
Κανένα συγχωροχάρτι στις κυβερνήσεις και στα κόμματα που με το ένα χέρι γράφουν και ψηφίζουν αντιλαϊκούς νόμους, Οδηγίες και κατευθύνσεις της ΕΕ και με το άλλο σκουπίζουν τάχα τα δάκρυα για τις εγκληματικές συνέπειες που έχει η πολιτική τους στον λαό.
Τώρα είναι η ώρα να πάρει ο λαός την υπόθεση στα χέρια του! Να μην αφήσει αυτό το έγκλημα ούτε να ξεχαστεί, ούτε να συγκαλυφθεί.
Η σύγκρουση με την πολιτική και το κράτος που αφήνουν απροστάτευτο τον λαό, επειδή προστατεύουν τα κέρδη των ομίλων, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, αλλά και το μεγαλύτερο χρέος σε όσους σκοτώθηκαν άδικα στο έγκλημα των Τεμπών.»