home design 800Χ400

Αγιονόρι: Για παϊδάκια πάνω στην αρχαία οδό που ένωνε την Κορινθία με το Άργος

Το χωριό της Κορινθίας που βρίσκεται επάνω στην Κοντοπορεία και ο ρόλος στην επανάσταση του 1821

Το Αγιονόρι βρίσκεται στο μέσον της Κοντοπορείας, της ανατολικότερης αρχαίας οδού που ένωνε την Κορινθία με το Άργος και χρησιμοποιήθηκε τόσο από τον ιστορικό Ξενοφώντα, όσο και από τον Αγησίλαο με τον Σπαρτιατικό στρατό του. Το ορεινό χωριό της Κορινθίας είναι ένας από τους πιο γευστικούς προορισμούς για παϊδάκια προβατίνας.

Η αλλαγή της διαδρομής μετά το 1204 υπήρξε η αιτία παρακμής του οικισμού. Το 1365 αναφέρεται ως Alinori στα έγγραφα εσόδων του Ν. Acciaiuoli, χωρίς το φρούριό του. Η περιοχή τότε εντασσόταν στο φρούριο του Αγίου Βασιλείου.

Η συμβολή στον Αγώνα

Το Αγιονόρι -Αγινόρι ή Αϊνόρι για τους ντόπιους- έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Κοντά στο χωριό, στην στενωπό (κλεισούρα) παρακείμενης φερώνυμης τοποθεσίας, καταστράφηκε (8 Αυγούστου 1822) μεγάλο μέρος του, υπό τον Δράμαλη, κατευθυνομένου προς Κόρινθο τουρκικού στρατού. Υπερασπιστές της στενωπού, σύμφωνα με το σχέδιο μάχης που είχε καταστρωθεί από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ήταν οι Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Δ. Υψηλάντης.

Ο Δράμαλης, μετά τη συντριβή του στα Δερβενάκια, προσπάθησε να φθάσει στην Κόρινθο περνώντας από το στενό. Οι Τούρκοι υπέστησαν νέα πανωλεθρία αφήνοντας χίλιους νεκρούς και πολλά λάφυρα.

Το κάστρο

Στα όρια μεταξύ Αργολίδας και Κορινθίας βρίσκεται το κάστρο Αγιονορίου

Σήμερα σωζόμενο μικρό υστεροβυζαντινό κάστρο, που συντηρήθηκε και αναπλάθηκε από την τοπική εφορεία Κορίνθου (έργο ΕΣΠΑ, πρώην 25η ΕΒΑ), ο λεγόμενος από τους κατοίκους «γουλάς», αποτελούσε τον «κουλά», δηλαδή την ακρόπολη του προηγούμενου μεσοβυζαντινού κάστρου.

Το Κάστρο Αγιονορίου που δεσπόζει στην κορυφή υψώματος του χωριού, χρονολογείται μεταξύ 1377 και 1450 και κτίστηκε από τους Φράγκους στα ερείπια παλαιοτέρου Βυζαντινού φρουρίου. Η δημιουργία του οδήγησε στην ίδρυση του φερώνυμου οικισμού. Επικρατέστερη άποψη για την ονομασία του κάστρου είναι ότι, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν μοναχοί από το Άγιο Όρος, στη διάρκεια του 11ου αιώνα, γεγονός που εξηγεί και τον μεγάλο αριθμό εκκλησιών γύρω από το κάστρο. Στην πλήρη μορφή του είχε εμβαδόν 850 μ², διέθετε 5 πύργους διαφόρων διαστάσεων που συνδέονταν μεταξύ τους με τείχος. Σήμερα διατηρούνται δύο από αυτούς (ο ένας έχει ύψος 12 μ.), με τους τοίχους να παρουσιάζουν ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό. Η είσοδος βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του κτίσματος. Για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί ορθογωνισμένοι λίθοι και ισχυρό ασβεστοκονίαμα.

Θρησκευτικά μνημεία

Ο ναός Κοίμησης της Θεοτόκου, με τοιχογραφίες του 18ου αιώνα και ο Ιερός Ναός Αγίων Αναργύρων Φρουρίου Αγιονορίου. Γύρω από το μικρό κάστρο του βουνού υπάρχουν πυκνά ερείπια από εκκλησίες, από τις οποίες μόνο μία είναι ακόμη ακέραιη, εκείνη των ‘Αγίων Αναργύρων, χτισμένη και εικονογραφημένη το 1325-1326.

Έχουν εντοπιστεί 13 ή 14 από αυτές τις εκκλησίες, ερειπωμένες ή ημιερειπωμένες, και ερείπια σπιτιών ή άλλων κτισμάτων.

Τα πιο εντυπωσιακά από τα ερείπια βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του βουνού, όπου συναντώνται σχεδόν όλα τα μεγαλιθικά κτήρια.

Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα είναι ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Μάρκου, κατασκευασμένος με τεράστιες πέτρες, κοντά στη ΒΔ γωνία του κάστρου, που σύμφωνα με τους καθηγητές Ν. Δρανδάκη και Β. Κατσαρό, μάλλον ανήκει στον 11ο αιώνα.

Ανατολικότερα, στο βόρειο τμήμα του κάστρου σώζονται τα θεμέλια του μεγαλύτερου στην περιοχή βυζαντινόυ ναού (των χρόνων των Κομνηνών), διαστάσεων περίπου 7χ13 μ., που θεωρείται ότι αποτελούσε καθολικό Μονής. Την άποψη αυτή ενισχύουν σειρά δωματίων κτηρίου, επίσης μεγαλιθικού, που βρίσκεται ανατολικότερα της εκκλησίας, καθώς και τείχος που την περιβάλλει απ’ τον βορρά και τη δύση. Υπάρχουν στη βόρεια πλευρά του βουνού και θεμέλια άλλων μεγαλιθικών κτισμάτων, όπως και δύο εκκλησιών, του ‘Αγιάννη ψηλού’, βορειότερα του παραπάνω συγκροτήματος και του ‘Αγιάννη Σκουφίτσα΄, ακόμη βορειότερα, δυτικότερα από το οποίο υπάρχουν ερείπια σε σχήμα «Π», μάλλον κατάλοιπα άλλου μοναστηριού. Οι δύο τελευταίες εκκλησίες σώζονταν ώς πρόσφατα και χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, μάλλον λίγο πρίν την άφιξη των Φράγκων.

Στις άλλες πλευρές του υψώματος, που είναι πιο ομαλές, (ιδίως η νότια, αλλά και η δυτική και ανατολική, όπου ο ναός των ‘Αγ. Αναργύρων’) χτίστηκε ο κυρίως οικισμός, γύρω από το ‘γουλά’. Στη νότια πλευρά, κοντά ή πολύ κοντά στον ‘γουλά’ υπάρχουν τα θεμέλια ή ερείπια τριών ναών, από τα οποία εκείνα του ‘Αγίου Γεωργίου’ σώζονται σε μεγάλο ύψος (σώζεται και τμήμα της αψίδας). Είναι παλαιολόγειων χρόνων και κατασκευάστηκε λίγο πρίν το ναό των ‘Αγίων Αναργύρων’. Φαίνεται πως απ’ αυτή την πλευρά, τα μνημεία είναι μεταγενέστερα από εκείνα της βορεινής. Γενικά όλα τα ερείπια, κάστρο, εκκλησίες, τοίχοι, κ.λπ., δίνουν την εντύπωση ότι συμβάλλουν στην οχυρότητα της θέσης.

Ονομασία που θυμίζει το “Άγιον Όρος”

Το 1212 το Αγιονόρι εμφανίζεται σε επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου του Δ’, ως ‘Enoria’ (Ενόριον), μαζί με άλλες 12 κώμες της περιοχής Κορίνθου, και το 1292 σε ανδηγαβικό έγγραφο ως ‘Aynori’ (Αϊνόρι). Ως ‘Ainori’ (Αϊνόρι) εμφανίζεται επανειλλημένα το 1365, σε έγγραφα εσόδων της Καστελλανίας της Κορίνθου ,της οικογένειας Acciaiuoli, υπάγεται όμως στο κάστρο του Αγίου Βασιλείου, πού τότε αποτελούσε το κέντρο των περιοχών Κλεωνών – Τενέας, όπου μαζεύονταν οι σοδειές του Φράγκου φεουδάρχη, υποσκελίζοντας το Αγιονόρι.

Στο τουρκικό κατάστιχο του 1461, ο οικισμός καλείται ‘Αγιονόρι’, ονομασία που θυμίζει το ‘Άγιον Όρος’ του «Χρονικού του Μορέως», έργο που γράφτηκε στις αρχές του 14ου αιώνα, περιγράφει όμως τα γεγονότα του ερχομού των Φράγκων εκατό και παραπάνω χρόνια νωρίτερα. Φαίνεται, λοιπόν, πως από ‘Ενόριον’ η ονομασία εξελίχθηκε σε ‘Αϊνόρι – Αγινόρι’ και ΄Άγιον Όρος΄. Η τελευταία ονομασία θα προήλθε προφανώς από τα εκεί υπάρχοντα μοναστικά ιδρύματα και πρέπει να είναι λαϊκή, όχι θεσμοθετημένη από το κράτος. Η σπουδαιότητα, πάντως, των εκεί μοναστηριών πρέπει να ήταν μεγάλη (λόγω της σημασίας του δρόμου της Κοντοπορείας και της Κλεισούρας) ήδη από τον 12ο αιώνα, όταν κατασκευάζονταν τέτοιου είδους μοναστήρια (π.χ. του οσίου Μελετίου), και να συνεχίστηκε και επί Φραγκοκρατίας, αφού στα έγγραφα των Acciaiuoli μνημονεύονται «τοξότες της Εκκλησίας» του Αγιονορίου. Τούτο δείχνει ότι οι οχυρώσεις βρίσκονταν στα χέρια της λατινικής Εκκλησίας, που θα οικειοποιήθηκε τα μοναστήρια, όπως έκανε και με πολλά άλλα βυζαντινά μοναστικά ιδρύματα.

Βίντεο: ©Wind-up

Σχόλια

Exit mobile version