Τη δυνατότητα πώλησης χύμα ελαιολάδου από καταστήματα πώλησης και από άλλα δίκτυα διανομής προωθεί η Κομισιόν. Η εξέλιξη αυτή έχει προκαλέσει ανησυχία από θεσμικούς φορείς του κλάδου, οι οποίοι σε υπόμνημα τους προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καταγγέλλουν ότι θα αποτελέσει μια ιδιαίτερα δυσάρεστη εξέλιξη αλλά και την ταφόπλακα για το σύνολο του τομέα.
Το υπόμνημα συνυπογράφουν η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Ελαιολάδου, ο ΣΕΒΙΤΕΛ και ο Σύνδεσμος Τυποποιήσεων Ελαιολάδου Κρήτης. Όπως σημειώνουν, μεταξύ άλλων: «Μετά από τόσες πολλές, συγχρονισμένες, δύσκολες και μακροχρόνιες προσπάθειες για αλλαγή της νομοθεσίας αλλά κυρίως της αντίληψης των καταναλωτών για την εγγύηση της ποιότητας των ελαιοκομικών προϊόντων και την προστασία από φαινόμενα νοθείας και φοροδιαφυγής, η επιστροφή στην αβεβαιότητα της διακίνησης σε ανώνυμη μορφή ενός τόσο ευαίσθητου τροφίμου όπως το ελαιόλαδο προβλέπεται καταστροφική για το σύνολο του τομέα, προεξάρχοντος του πρωτογενούς τομέα και των ελαιοπαραγωγών που τον απαρτίζουν».
Η τεκμηρίωση
Μάλιστα, στην τεκμηρίωσή τους αναφέρονται στα πιο κάτω επιχειρήματα:
1. Η πώληση χύμα ελαιολάδου στην λιανική αγορά αποτελεί πρακτική η οποία δεν εγγυάται την ασφάλεια του τροφίμου, σε αντίθεση με την τυποποίηση και συσκευασία σε περιέκτες έως 5 λίτρα, πρακτική η οποία έχει αποδειχθεί ως η μόνη που εγγυάται την προστασία του καταναλωτή και έχει επικυρωθεί και μέσω της πρόσφατης δημοσίευσης του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 2022/2104 για τις προδιαγραφές εμπορίας ελαιολάδου.
2. Η μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια των καταναλωτών και η διασφάλιση της αυθεντικότητας και ποιότητας των προϊόντων του τομέα, επιτυγχάνεται μόνο με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα τα οποία και δημιουργούν αύξηση της προστιθέμενης αξίας τους.
3. Οι μικρές και εξασφαλισμένες ποιοτικά επώνυμες τυποποιημένες συσκευασίες έχουν επί δεκαετίες καταξιωθεί και έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
4. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της συσκευασίας δεν θα εξαλειφθούν ούτε ελαχιστοποιηθούν σε περίπτωση που επιτραπεί η πώληση «χύμα» ελαιολάδου, καθώς θα συσκευάζονται και πάλι σε περιέκτες στα καταστήματα (όπως και σε άλλα χύμα πωλούμενα από τα καταστήματα λιανικής πώλησης, προϊόντα), οι οποίοι και φυσικά δεν θα ελέγχονται όπως οι συσκευασίες του τυποποιημένου ελαιολάδου ως προς την συμμόρφωση με τους περιβαλλοντικούς Κανονισμούς.
5. Στην περίπτωση κατά την οποία το ελαιόλαδο θα πωλείται σε ανοιχτές και επαναγεμιζόμενες συσκευασίες, δεν θα παρέχεται ουδεμία εγγύηση για την ποιότητά του, την αποφυγή νοθείας και την τήρηση των κανόνων υγιεινής και προστασίας από την θερμότητα, το φως και την οξείδωση σε όλο το διάστημα αποθήκευσης και διακίνησης, εις βάρος της ασφάλειας του καταναλωτή. Σημαντικό επίσης είναι και το θέμα της φοροδιαφυγής, λαμβάνοντας υπόψη ότι εκτός από τα μεγάλα καταστήματα λιανικής πώλησης, στην εν λόγω περίπτωση θα πωλούνται και σε χιλιάδες μικρότερα καταστήματα χωρίς φορολογικά παραστατικά.
6. Αντιθέτως, όλες οι επιχειρήσεις τυποποίησης και συσκευασίας πληρούν διαρκώς και σε όλα τα στάδια παραγωγής και διακίνησης, τις υψηλότερες απαιτήσεις για διαπίστευση, σύμφωνα με τα πρότυπα ποιότητας (HACCP,ISO, BRC, IFS κλπ) και υγιεινής και εξασφαλίζουν την ποιότητα του ελαιολάδου αλλά και την φήμη της ποιότητάς του μέχρι το τραπέζι του καταναλωτή.
7. Οι ποιοτικοί έλεγχοι στις επιχειρήσεις τυποποίησης και συσκευασίας είναι πάντα σε πολύ μεγαλύτερο επίπεδο σε σχέση με τους αντίστοιχους σε ένα κατάστημα λιανικής πώλησης, όπου πρακτικά είναι σχεδόν αδύνατη η παρακολούθηση της ποιότητας του παραμένοντος ελαιολάδου μετά την αποσφράγιση της «χύμα» μεγάλης συσκευασίας και την σταδιακή του πώληση.
8. Αντίστοιχα, οι έλεγχοι των επίσημων αρχών θα είναι πρακτικά ανεπαρκείς και αναποτελεσματικοί, σε περίπτωση ελεύθερης διακίνησης χύμα ελαιολάδου από χιλιάδες σημεία πώλησης.
9. Είναι γνωστό ότι ήδη μέσα και από την διαρκώς αυστηρότερη ευρωπαϊκή νομοθεσία, καταβάλλεται προσπάθεια από τις επιχειρήσεις τυποποίησης για την μείωση των υπολειμμάτων των συσκευασιών και την ανακύκλωση των υλικών τους, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Ε.Ε (χρήση μη αποσπώμενων πωμάτων, χρήση ανακυκλωμένου PET, κλπ). Όλα αυτά είναι αμφίβολο ότι θα μπορούν να εφαρμοστούν και να ελεγχθούν στους «περιστασιακούς» περιέκτες που θα προσφέρονται προς άμεση χρήση από τους καταναλωτές.
Να διατηρηθούν οι κανόνες εμπορίας
Ο κ. Γιώργος Οικονόμου, διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ με δήλωσή του επισημαίνει ότι «το ελαιόλαδο αποτελεί ως γνωστό πηγή υγείας και ζωής και είναι ένα πλούσιο φυσικό προϊόν με υψηλή θρεπτική και βιολογική αξία το οποίο όμως απαιτεί κατά τα διάφορα στάδια της παραγωγής, της τυποποίησης και της εμπορίας του, την τήρηση αυξημένων γενικών και ειδικών απαιτήσεων, οι οποίες διασφαλίζονται μόνο με τα τυποποιημένα και επώνυμα προϊόντα, που χιλιάδες επιχειρήσεις του ελαιοκομικού τομέα παράγουν και διακινούν, συμβάλλοντας στην οικονομία και στην προστασία των καταναλωτών».
Και η δήλωση καταλήγει με την ελπίδα ότι «η θέση της χώρας μας οφείλει να είναι υπέρ της απόρριψης κάθε πρόταση τροποποίησης του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου των κανόνων εμπορίας ελαιολάδου, που είναι από τους πιο αυστηρούς στο πλαίσιο των αγροδιατροφικών προϊόντων».