Βρετανικό Μουσείο: «Προϋπόθεση για να μπούμε σε οποιαδήποτε συζήτηση περί δανεισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι να αναγνωρίσετε ότι νόμιμος ιδιοκτήτης τους είναι η Βρετανία και όχι η Ελλάδα».
Είναι όνειδος να προτείνουμε να μας «δανείσουν» τα όσα (και ούτε καν: κάποια από αυτά) έκλεψαν. Δεν θα κερδίσει τίποτε η Ελλάδα, αν έρθουν ως «δάνειο», αυτά, στη χώρα τους… Αντίθετα, θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα, αφού είτε ρητά είτε σιωπηρά θα είναι σαν να αναγνωρίζει κυριότητα της Αγγλίας επί των γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου έχουν συσταθεί εθνικές επιτροπές για την επιστροφή των γλυπτών στην Ελλάδα. Τι θα πούμε σε αυτούς τους αλλοδαπούς που (συγκινητικά) αγωνίζονται για αυτό; Ότι εν τω μεταξύ τα «δανειστήκαμε» για να γιορτάσουμε; Να γιορτάσουμε τι ακριβώς;…
Της Ελίνας Ν. Μουσταΐρα
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Αυτό το εξαιρετικά σημαντικό για τους Έλληνες ζήτημα έχει αναφερθεί και περιγραφεί πλειστάκις από νομικούς, ιστορικούς, αρχαιολόγους, κλπ. και έχει αποτελέσει και θέμα – συχνά αποκλειστικό – συνεδρίων, όπου έχουν αναλυθεί τα νομικά και ηθικά ζητήματα καθώς και τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς. Συνοπτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν τα εξής:
Η υπόθεση αυτή αποτελεί «απλώς» την πλέον διαβόητη περίπτωση μιας μαζικής μετανάστευσης μνημείων και έργων τέχνης, που προκλήθηκε από εθνικές φιλοδοξίες που εκφράζονταν μέσω των μουσείων, κατά την μετά τον Ναπολέοντα χρονική περίοδο στην Ευρώπη. Πίσω από τη συλλεκτική δραστηριότητα των παλαιότερων και μεγαλύτερων μουσείων της Ευρώπης, κρύβονται εθνική ματαιοδοξία, απληστία και επεκτατισμός.
To 1798, ο Ναπολέων εισέβαλε στην Αίγυπτο με σκοπό να επεκτείνει την αυτοκρατορία του και να φράξει τους Βρετανικούς εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία. Δεδομένου ότι η Αίγυπτος ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι μεν Γάλλοι θεωρήθηκαν από τους Οθωμανούς ως εχθροί, οι δε Βρετανοί ως σύμμαχοι. Μια σειρά από νίκες των Βρετανών, που είχε ξεκινήσει το 1798 με την καταστροφή του Γαλλικού στόλου από τον Λόρδο Nelson, στη μάχη του Νείλου, είχε ως αποτέλεσμα την παράδοση των Γάλλων, το 1801 και ενίσχυση της θέσης των Βρετανών, προς τους οποίους οι Οθωμανοί αισθάνονταν “ευγνωμοσύνη” για τις ανωτέρω νίκες τους επί των Γάλλων.
Το 1798, με επιστολή του προς τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών, ο Σκωτσέζος ευγενής Thomas Bruce, 7ος λόρδος Elgin αυτοπροτάθηκε για τη θέση του πρέσβυ της Αγγλίας στην Υψηλή Πύλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη, επικαλούμενος λόγους υγείας και διορίστηκε το 1799, παραμένοντας στη θέση αυτή μέχρι το 1803.
Στον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη, πέρασε από την Ιταλία και – αντιγράφοντας την τακτική του Ναπολέοντα – προσέλαβε ζωγράφους και αρχιτέκτονες για να αντιγράψουν έργα της Ελληνικής αρχαιότητας. Αυτοί, με επικεφαλής τον ζωγράφο Giovanni Batista Lusieri, έφθασαν στην Αθήνα, κατά τα τέλη Ιουλίου 1800. Προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην Ακρόπολη, δωροδοκούσαν τον Τούρκο φρούραρχο (dizdar), από τον Αύγουστο του 1800 μέχρι τον Απρίλιο του 1801. Ο πρόκριτος των Αθηνών, Λογοθέτης, ζητούσε να σταλεί στην Αθήνα φιρμάνι για να επιτρέπεται η είσοδος στους καλλιτέχνες που είχε προσλάβει ο Elgin.
O Lusieri μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, την άνοιξη του 1801, προκειμένου να αναφέρει την πρόοδο των εργασιών και να ζητήσει το φιρμάνι, όμως επιστρέφοντας στην Αθήνα δεν το είχε. Το έγγραφο, με βάση το οποίο αφαιρέθηκαν οι μετόπες του Παρθενώνα, η Καρυάτιδα και τα άλλα μνημεία από την Ακρόπολη, εκδόθηκε την 1η Ιουλίου 1801, υποθετικά δεύτερο φιρμάνι, του οποίου όμως υπάρχει μόνον μια ιταλική μετάφραση. Το έγγραφο αυτό έδινε την άδεια αντιγραφής και αποτύπωσης των μνημείων, όχι όμως απόσπασης τμημάτων από αυτά.
Άνθρωπος – κλειδί στην όλη αυτή υπόθεση, ήταν ο William Richard Hamilton, ο οποίος, ως ιδιωτικός γραμματέας του Elgin στην Κωνσταντινούπολη, αφενός διαπραγματεύθηκε την παράδοση των Γάλλων στην Αίγυπτο, αφετέρου συνέβαλε στην απόκτηση των γλυπτών για τη Βρετανία. Μετά τη θητεία του στην υπηρεσία του Elgin, στην Κωνσταντινούπολη, προήχθη σε υφυπουργό εξωτερικών (undersecretary of state for foreign affairs), συμμετέσχε στις συνομιλίες για την ειρήνη στην Ευρώπη, το 1815 και χρησιμοποίησε την επιρροή του για να επιτευχθεί ο επαναπατρισμός των έργων τέχνης στα Ευρωπαϊκά κράτη. Μεγάλη ήταν η συμβολή του κυρίως στον επαναπατρισμό των παπικών θησαυρών, τον οποίο επεδίωξε τότε και επέτυχε ο φίλος του, Antonio Canova, ο μέγας Ιταλός γλύπτης.
Ο Elgin, αργότερα, πρότεινε τα γλυπτά προς πώληση στη Βρετανική κυβέρνηση, έχοντας περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση. Θέλοντας η Βρετανική κυβέρνηση να δείξει ότι κρατούσε υψηλή ηθική στάση και ότι οι πράξεις του Elgin δεν είχαν καμία σχέση με τις λεηλασίες πολιτιστικών αγαθών από τους Γάλλους, προέβη σε ειδική έρευνα σχετικά με την απόκτηση των γλυπτών από τον Elgin. Με βάση διάφορες μαρτυρίες, μια κοινοβουλευτική επιτροπή, που είχε επιφορτισθεί με την έρευνα αυτή, κατέληξε στο ότι ναι μεν ο Elgin είχε υπερβεί τα επιτρεπόμενα από την άδεια που είχε λάβει, αλλά ότι, αφού οι Οθωμανικές αρχές δεν έφεραν ποτέ αντίρρηση στην απόσπαση ή στην εξαγωγή των γλυπτών, σε όλη τη διάρκεια των ενεργειών αυτών, τίποτε μεμπτό δεν είχε λάβει χώρα. Και, όπως είπε, δεδομένου ότι ο Elgin τα είχε αγοράσει με δικά του χρήματα, εδικαιούτο να αντιμετωπίζει τη συλλογή ως προσωπική του ιδιοκτησία και να την πωλήσει στο Βρετανικό κράτος∙ ότι πατριωτισμός ήταν το κίνητρό του και όχι το κέρδος…
Το 1816 αγοράσθηκαν τα γλυπτά από τη Βρετανική κυβέρνηση και τοποθετήθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου κείνται πάντα – κατά τα τελευταία πενήντα έτη σε όμορφες αίθουσες τις οποίες πληρώνει ο έμπορος έργων τέχνης Joseph Duveen. Ο Canova, ξεπληρώνοντας τη βοήθεια του Hamilton στον επαναπατρισμό των παπικών θησαυρών, υποστήριξε την αγορά και εξέφρασε την “υψηλή υποχρέωση” (high obligation) που θα έπρεπε να οφείλουν όλοι οι καλλιτέχνες στον Elgin, “που έφερε αυτά τα μνημειώδη και θαυμαστά γλυπτά στη γειτονιά μας” (for having brought these memorable and stupendous sculptures into our neighborhood)!
Ο αγώνας της Ελλάδας για επαναπατρισμό των γλυπτών είναι συνεχής, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Έχουν γραφεί πολλά και αναλυτικά για το θέμα αυτό και τα επικαλούμενα από την Ελλάδα επιχειρήματα, μεταξύ των οποίων είναι και αυτό της αρχής της ακεραιότητας του πολιτιστικού αγαθού. Η Βρετανία αρνείται, θεωρώντας ότι τα έχει αποκτήσει νόμιμα και ότι αποτελούν τμήμα της Βρετανικής πολιτιστικής κληρονομιάς!
Η Ελλάδα ανήκει στα λεγόμενα κράτη–πηγές ή κράτη–εξαγωγείς πολιτιστικών αγαθών∙ όπου, βέβαια, η εξαγωγή γίνεται ακούσια, δηλαδή στην πραγματικότητα πρόκειται για αρχαιοκαπηλεία. Μαζί με πολλά άλλα κράτη μάχεται για τον επαναπατρισμό βιαίως απομακρυνθέντων πολιτιστικών αγαθών της, για την αποκατάσταση της ακεραιότητας αυτών, της ακεραιότητας της ταυτότητάς της. Ηθικό κυρίως, όπως τονίζεται, το χρέος επαναπατρισμού των πολιτιστικών αγαθών.
“Τα μουσεία είναι κόσμοι, μην αμφιβάλλουμε” (Les musées sont des mondes, n’en doutons pas), δηλώνει στο – αναμφίβολα – πολύ ωραίο κείμενό του, ο Γάλλος συγγραφέας J.M.G. Le Clézio, το οποίο έγραψε με αφορμή την έκθεση με τον ίδιο τίτλο, που οργάνωσε το Λούβρο, τέλη του 2011 με αρχές του 2012. Είναι αλήθεια. Το πρόβλημα είναι όμως ότι συχνά οι “κόσμοι” αυτοί δημιουργήθηκαν ερήμην ή και ακόντων των πραγματικών κόσμων, τους οποίους θέλουν να αναπαραστήσουν. Ποιός κόσμος, λοιπόν, πρέπει να προτιμηθεί; Ο τεχνητός που αναπαρίσταται ή ο πραγματικός, η ταυτότητα του οποίου έχει τρωθεί με την αφαίρεση τμημάτων του;
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο LIFO