home design 800Χ400

28η Οκτωβρίου 1940: Η περιγραφή μιας διαφορετικής ημέρας για τους Έλληνες

Από τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Χαρ. Τζιαμπάση

Η περιγραφή μιας ημέρας που η Ελλάδα είπε ένα μεγάλο ΌΧΙ μέσα από τρεις περιγραφές τριών λογοτεχνών, του Γ. Σεφέρη, του Γ. Θεοτοκά και του Α. Τερζάκη.

Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Γιώργος Σεφέρης, προϊστάμενος τότε της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, πληροφορείται από πρώτο χέρι την εμπόλεμη κατάσταση της χώρας. Και έτσι περιγράφει την Δευτέρα 28 Οκτώβρη 1940.

Δευτέρα 28 Οκτώβρη 1940.

Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.

Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος τού αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.

Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή. Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό . Το πήραμε και γυρίσαμε στο Υπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες… Στη γωνία Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο.

Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού·υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε.

Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:

―Είστε βέβαιος; και των Γερμανών;

―Και των Γερμανών, είπα.

―Τι δικαιολογία να δώσουμε;

Δεν έχω καιρό για συζητήσεις:

―Πέστε τους πώς είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα.

…Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «Άλα Λιτόρια».

Η καταγραφή της 28ης Οκτωβρίου 1940 στο ημερολόγιό του όπως αποτυπώνεται στον τρίτο τόμο (16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1940) από τις «Μέρες» του μεγάλου μας ποιητή.

Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΘΕΟΤΟΚΑ

Μια από τις ωραιότερες περιγραφές που έχουμε στη διάθεσή μας για το κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα την πρώτη μέρα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Έχει γραφτεί από τον Γιώργο Θεοτοκά, βασικό εκπρόσωπο της λογοτεχνικής γενιάς του Τριάντα. Στο «Ημερολόγιο», που άρχισε να τηρεί από τα μέσα Μαΐου του 1939 ως τα τέλη Οκτωβρίου του 1953, σημείωνε τις κινήσεις του, καθημερινά περιστατικά που έπεφταν στην αντίληψή του αλλά και σκέψεις του για γεγονότα της εποχής.

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, όταν ξεσπά ο Πόλεμος, τον βρίσκει στην Κηφισιά. Στο λεωφορείο, που τον μεταφέρει στην Αθήνα, θέλει να φαίνεται ψύχραιμος. Προσέχει τις αντιδράσεις των συνεπιβατών του αλλά και τις κινήσεις των κατοίκων στους δρόμους. Φτάνοντας στο δικηγορικό γραφείο του, στο κέντρο της Αθήνας, μένει για λίγο. Έχει αντιληφθεί όσα διαδραματίζονται και νιώθει ότι πνίγεται. Φροντίζει να διεκπεραιώσει γρήγορα τις τρέχουσες υποθέσεις του κι ύστερα βγαίνει έξω.

Περιπλανιέται στους δρόμους. Παρατηρεί το πλήθος, που ολοένα αυξάνεται και τις αντιδράσεις του. Την προσοχή του τραβούν μια πολυπληθής νεανική διαδήλωση και η καταστροφή των γραφείων κάποιας εταιρείας ιταλικών συμφερόντων. Μοιάζει να παρασύρεται από όσα εξελίσσονται μπροστά του. Έχοντας πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών προχωρεί σε κάποιους συλλογισμούς. Δείχνει ενθουσιασμένος από το αναζωογονητικό κλίμα που διαπιστώνει ότι κυριαρχεί. Τις σκέψεις του διακόπτουν οι τυχαίες συναντήσεις με γνωστούς του, στην πλειονότητά τους λογοτέχνες, με τους οποίους συμπορευόταν. Ανταλλάσσει μαζί τους ιδέες για όσα συμβαίνουν. Κυρίως, όμως, συζητούν για την κατάσταση στο πολεμικό μέτωπο. Ο συναγερμός που ηχεί αντιμετωπίζεται, στην αρχή, με απάθεια από τον κόσμο. Μόνο όταν ηχούν τα αντιαεροπορικά πυρά, επικρατεί προβληματισμός, όχι όμως έντονος. Στο καταφύγιο, όπου καταφεύγουν οι ένοικοι της πολυκατοικίας του, διατηρεί την ψυχραιμία του. Η μεσημεριανή ανάπαυλα στο σπίτι και η προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης με το διάβασμα στίχων του Διονυσίου Σολωμού δεν στάθηκαν ικανές να τον αποσπάσουν από τον πυρετό της μέρας. Νωρίς το απόγευμα, ξαναβγαίνει και περπατά στους δρόμους. Παρακολουθεί τις κινήσεις των επιστράτων, οι οποίοι πηγαίνουν χαρούμενοι να καταταγούν. Εντυπωσιάζεται από τη γιορταστική ατμόσφαιρα που υπάρχει στην πόλη.

Όταν, αποκαμωμένος, επιστρέφει αργά το απόγευμα στην Κηφισιά, γνωρίζει ότι η χώρα έχει μπει σε καινούργια περίοδο. Το επιβεβαιώνουν και οι δυσάρεστες ειδήσεις που κατέφθαναν από την επαρχία. «Αν ζήσουμε θα έχουμε να λέμε ιστορίες», γράφει χαρακτηριστικά, κλείνοντας την ημερολογιακή εγγραφή.

Κηφισιά 28 Οκτωβρίου 1940

Ξυπνώ με τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Επιτέλους είμαστε μέσα! Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη που αισθάνουμαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στο δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν, από την πρώτη στιγμή, στην ημέρα που αρχίζει, μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη σκέψη μου είναι: «Το μεσημέρι το αργότερο θα έλθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν».

Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι όπως μου λέει, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τί γίνουνται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους.

Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα μου και ξεχνιούμαι. Απάθειά μου. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.

Μετά τους Αμπελοκήπους, μπαίνοντας στην Αθήνα αντικρύζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνουμαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα, Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή. Μες στο λεωφορείο μου μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει και κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω για να μην την δουν.

Φτάνω στο γραφείο, συζητώ με τον Αλέκο για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτα που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.

Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνουμαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου δίνει κάποια περηφάνια.

Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάνουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνουμαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.

Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων, με στολές της ΕΟΝ ή με πολιτικά, έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Κρατούν εικόνες του βασιλιά, του Μεταξά, του καταδρομικού «Έλλη» με την επιγραφή: «Δεν λησμονούμε». Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.

Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνουμαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς τους ξιπασμένους που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.

Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμα και οι εκδηλώσεις που έχουν ένα τόνο μίσους και βίας, γίνουνται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέμφυτο πολιτισμό που απεχθάνεται τη χυδαιότητα και την προστυχιά. Στις κρίσιμες ώρες οι Έλληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιστάσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!

Επιστρέφω στο γραφείο ύστερα από αρκετή ώρα, αφού συναντώ στην οδό Σταδίου ένα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, το Δημαρά, το Σεφέρη, τον Ελύτη και άλλους. Ο Κατσίμπαλης γρινιάζει, ο Σεφέρης τον μαλώνει.

Στο δρόμο με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σα να μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό. Όταν φτάνω στο γραφείο αντηχούν τα πρώτα αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει όλη η πολυκατοικία στο καταφύγιο, δυο γυναίκες μισολιγοθυμούν, και εγώ τις παρηγορώ.

Ξαναβγαίνω σε λίγο, συναντώ το Σαραντίδη και το Βακαλόπουλο. Ο τελευταίος συγκρίνει την εορτάσιμη όψη της Αθήνας με την όψη που είχε το Παρίσι τη μέρα που η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο, μιλά για την κατήφεια και τη μελαγχολία των Γάλλων. Φλυαρούμε κάμποση ώρα, ύστερα πηγαίνω να γευματίσω στον «Αβέρωφ» και συναντώ το Νικολαρεΐζη, που μόλις έφτασε από το Αργυρόκαστρο όπου ήταν υποπρόξενος (οι Ιταλοί είχαν ζητήσει επισήμως την αντικατάστασή του και έτσι συνέβηκε να φύγει λίγο πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες). Μου μιλά για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ήπειρο, για το χαμηλό ηθικό των Ιταλών, για το εξαίρετο ηθικό των δικών μας. Βγαίνουμε μαζί από το εστιατόριο. Στο δρόμο ξανά συναγερμός, αντιαεροπορικά πυρά κ.λπ. Μπαίνουμε μια στιγμή να προφυλαχτούμε σ’ ένα μπαρ, ύστερα παρακολουθούμε από τη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου τέσσερα εχθρικά αεροπλάνα που απομακρύνονται. Αρκετός κόσμος τα παρακολουθεί και τα σχολιάζει με μπρίο.

Πηγαίνω στο σπίτι, προσπαθώ να διαβάσω Σολωμό ενώ αντηχεί ξανά συναγερμός. Ύστερα συλλογίζουμαι ότι αυτό είναι σα να κρατώ κάποια πόζα στον εαυτό μου. Κλείνω το Σολωμό, αλλά μένω στο δωμάτιό μου και δε συλλογίζουμαι να κατέβω να προφυλαχτώ.

Το απόγευμα προσπαθώ να τηλεφωνήσω στον Άγγελο Τερζάκη που μου έγραψε ένα συγκινητικό (και σήμερα πολύ επίκαιρο) γράμμα για το «Λεωνή». Δεν κατορθώνω να επικοινωνήσω μαζί του, μαθαίνω ότι έχει προσκληθεί. Η δική μου κατηγορία δεν καλείται προς το παρόν.

Περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων που πηγαίνουν συνεχώς να καταταγούν με τα μπογαλάκια τους και σχεδόν όλοι ξεσκούφωτοι. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ως τις 5 μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη της.

Εδώ στην Κηφισιά άκουσαν και το θόρυβο της μπόμπας. Θα είχανε σημαδέψει το αεροδρόμιο στο Τατόι. Στην Αθήνα δεν ακούσαμε μπόμπες.

28 Οκτωβρίου (νύχτα)

Μου τηλεφώνησε ο Τερζάκης, φεύγει αύριο.

Μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα είχαν συμβεί απόψε περισσότερα γεγονότα. Μα στην Πάτρα σκότωσαν αρκετό κόσμο και εξάλλου έχουμε τη νύχτα μπροστά μας.

Αν ζήσουμε θα έχουμε να λέμε ιστορίες.

Το απόσπασμα που παρατίθεται αντιγράφεται από τις σελίδες 169-173 του τόμου: Γιώργος Θεοτοκάς, «Τετράδια ημερολογίου 1939-1953», Πρόλογος: Μαρκ Μαζάουερ, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., 2014).

Ο ΆΓΓΕΛΟΣ.ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα. Είταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κοπλώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτες βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.

Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη: Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα: «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.[…]

Οι εφημερίδες, αν και Δευτέρα, κυκλοφόρησαν·έλεγαν με λίγα, χτυπητά λόγια τα σχετικά με το τελεσίγραφο, την είδηση πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στις έξη — τώρα. Κάτι ορθωνόταν σύσσωμο, να τους υποδεχτεί όπως αρμόζει. Τον ενθουσιασμό τον χρωμάτιζε η αγανάκτηση, η περιφρόνηση. Δρόμοι, πλατείες, σταυροδρόμια, είχαν φουντώσει στο μεταξύ από ζεστές ανάσες, κόσμο· μακρυές θεωρίες πορεύονταν προς την Ομόνοια, το Σύνταγμα, ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν το διάγγελμα του Μεταξά: «Η στιγμή επέστη που θ’ αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της…» Σε μερικά μπαλκόνια φάνηκαν σημαίες, όπως στην 25η Μαρτίου. Το διάταγμα της επιστρατεύσεως άρχιζε να τοιχοκολλείται στα κέντρα. Μέσα του ο καθένας άκουγε τον Εθνικό Ύμνο ν’ ανακρούεται χαμηλόφωνα, τον ύμνο στην ελευθερία, σαν προσκλητήριο και σαν προσευχή.

Η ψυχολογία του λαού σε τέτοιες περιστάσεις φαίνεται στις γενικές της γραμμές απλή, το περιεχόμενό της όμως είναι σύνθετο. Η οργή για τη δολερή συμπεριφορά του αντιπάλου, την ηθική αναξιοπρέπεια, ξέσπασε εκείνο το πρωί σ’ αυθόρμητες επιθέσεις με στόχο τις εγκαταστάσεις των Ιταλών μέσα στην ίδια την Ελληνική πρωτεύουσα. Διαδηλώσεις έσπασαν το πρακτορείο της αεροπορικής Εταιρίας Άλα Λιττόρια στο Σύνταγμα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια της οδού Πατησίων. Είχε γίνει ξαφνικά συνειδητό πως και τα δύο αυτά κρύβανε ίσαμε χτες κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας. Η δυσαναλογία, έπειτα, ανάμεσα στον όγκο των ιμπεριαλιστικών αξιώσεων του εχθρού και στο ηθικό του υπόβραθρο, ξυπνούσε μιαν έντονη διάθεση για ονειδισμό. Είναι αυτή που θα χρωματίσει στο εξής, σε στενή εναλλαγή με τον βαθύτερα δραματικό τόνο, όλο τον αγώνα.

Όταν στις 9,30 έγινε ο πρώτος αεροπορικός συναγερμός στην πρωτεύουσα και φάνηκαν σε λίγο, πολύ ψηλά, τα εχθρικά αεροπλάνα, ο πληθυσμός δεν σκέφτηκε να κατέβει στα καταφύγια, ίσως τον είχαν διδάξει. Στάθηκε και κοίταζε το θέαμα από τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις ταράτσες. Βόμβες προορισμένες, για τον Πειραιά έπεσαν στη θάλασσα. Στο Τατόι δεν σημειώθηκαν ζημιές·χτυπήθηκε όμως σε τρία αλλεπάλληλα κύματα η Πάτρα, όπου τ’ αεροπλάνα κατέβηκαν πολύ χαμηλά, έρριξαν πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Ξεθαρρεμένος εκείνος, είχε μείνει έξω από τα καταφύγια, όπως στην Αθήνα. Οι πενήντα νεκροί του και οι περισσότεροι από εκατό τραυματίες έκαναν φανερό πως ο εχθρός είταν αποφασισμένος να επιδείξει τη δύναμη του όπου το μπορούσε, βάναυσα.

Βομβαρδίστηκαν την ίδια μέρα εγκαταστάσεις κοντά στον Ισθμό, η Ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα υδρεύσεως στο Φασιδέρι της Κηφισιάς, η Κινέττα, η περιοχή Ιστιαίας. Στην Αθήνα, κατά τις 11 η ώρα, φάνηκαν μέσα σ’ ανοιχτό αυτοκίνητο να περνάνε αργά από τους κεντρικούς δρόμους ο Γεώργιος ο Β’ και ο Μεταξάς. Χαιρετούσαν χαμογελαστοί τα πλήθη, που είχαν συνεπαρθεί από ενθουσιασμό. Λησμονήθηκαν τότε διαφωνίες, αντιρρήσεις για το καθεστώς, πολιτικές αντιθέσεις, όλα. Κύματα κόσμος έζωνε το αυτοκίνητο, χυνόταν πάνω του, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε. Αυτά – εκεί, είτανε τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τη θέληση του έθνους , το φρόνημά του, τίποτ’ άλλο. Ο ελληνικός λαός είχε αποκτήσει μπροστά στον εθνικό εχθρό την ψυχική του ενότητα.

Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά το μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη Υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.

Επιμέλεια: Κων/νος Χαρ.Τζιαμπάση, αρχαιολόγος

Σχόλια

Exit mobile version