home design 800Χ400

Βασιλική του Αγίου Λεωνίδη στο Λέχαιο – Το καλλίστευμα της Πρωτοβυζαντινής Αρχιτεκτονικής

Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου, Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π., Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.

Από τη ξενάγηση που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022 στη Βασιλική του Αγίου Λεωνίδη στο Αρχαίο Λιμάνι Λεχαίου Κορινθίας. Αφορούσε την περιγραφή της Βασιλικής, τον τρόπο κατασκευής ως δόμημα, τα υλικά δομής, την ιστορία της και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής, ως θέση του λιμανιού.

Δόθηκε από τον Απόστολο Παπαφωτίου σε μέλη της πολύ δραστήριας ομάδας “ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΙΝΘΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ”, κατόπιν σχετικής αδείας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας.

Καταθέτουμε αποσπάσματα από το βιβλίο με τίτλο “Μνημειακή Τοπογραφία της Πρωτοβυζαντινής Κορίνθου (Παλαιοχριστιανικοί Ναοί)”:

«Τοπογραφία του οικοδομικού συγκροτήματος

Η θέση που κτίσθηκε η βασιλική ήταν μια στενή επίπεδη λωρίδα ξηράς μεταξύ της θάλασσας και της δυτικής λεκάνης του εσωτερικού λιμένα του Λεχαίου. Το υψόμετρο του εδάφους είναι γύρω στα 2 μέτρα πάνω από το επίπεδο της μέσης γραμμής θάλασσας (Μ.Γ.Θ.). Η ξηρά, σε μεγάλη επιφάνεια, είχε προκύψει κυρίως κατά τρόπο τεχνητό, από ανθρώπινες επεμβάσεις. Όταν οι Κορίνθιοι θέλησαν να κατασκευάσουν τον λιμένα του Λεχαίου, την αρχαϊκή εποχή, περίπου τον 7ο-6ο π.Χ. αιώνα, διάλεξαν το μέρος αυτό, αν και το θαλάσσιο μέτωπο στον ανοικτό κόλπο δεν προσφερόταν για την κατασκευή λιμένων. Σε αντίθεση με αυτό, η εκβολή-δέλτα του υπάρχοντος χειμάρρου μετά από διαμόρφωση ήταν ένα ασφαλές αγκυροβόλιο. Ο χείμαρρος μετέφερε κατά διαστήματα τα ύδατα απορροής από την Κόρινθο μέχρι τη θάλασσα, σε μήκος τριών χιλιομέτρων περίπου σχηματίζοντας πριν την εκβολή πολλούς μαιάνδρους. Πάνω στη στενή λωρίδα ξηράς που ξεχώριζε αυτούς από τη θάλασσα είχαν δημιουργηθεί από την επίδραση των συχνών και έντονων ανέμων αμμώδεις θίνες παράλληλες στην ακτογραμμή.

Για την κατασκευή του εσωτερικού λιμένα χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της εκσκαφής πολλών λεκανών στην ξηρά και μέσα στο χείμαρρο οι οποίες τελικά ενώθηκαν και μεταξύ τους και με τη θάλασσα. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι η κατασκευή του λιμένα έγιναν την περίοδο των Κυψελιδών τυράννων (7ο – 6ο π.Χ. αιώνα).

Έτσι δημιουργήθηκε ο χαρακτηριστικός λιμένας τύπου «κώθωνος» με στενή είσοδο. Η λωρίδα ξηράς που ξεχώριζε τον εσωτερικό λιμένα από την θάλασσα διαπλατύνθηκε αφού επιχώθηκε τεχνητά. Συγκεκριμένα, έγινε διάστρωση με μεσαίου μεγέθους ακανόνιστους λίθους οι οποίοι καλύφθηκαν με ποσότητες άμμου. Η μεταφορά ιζήματος (άμμου) από τη θάλασσα στην ξηρά, κυρίως κατά τη διεύθυνση Δύση – Ανατολή, πρόσθεσε και άλλες ποσότητες και δημιούργησε νέο έδαφος, ζωτικό χώρο του λιμένα, πάνω στον οποίο αργότερα χτίσθηκε η βασιλική. Οι μηχανικοί της εποχής γνώριζαν καλά το φαινόμενο της στερεομεταφοράς. Έτσι, αξιοποιώντας το φυσικό αυτό φαινόμενο, δημιούργησαν μεγαλύτερη ξηρά από την αρχική. Στη συνέχεια ολοκληρώθηκε, σε απροσδιόριστες εποχές και σε διαφορετικές φάσεις, η κατασκευή του λεγόμενου εξωτερικού λιμένα, με προκυμαίες, κυματοθραύστες, κάθετους προβόλους στην ακτή προς την ανοικτή θά­λασσα. Οι κάθετοι μόλοι είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη επίχωση στα ανάντη, δηλαδή δυτικά των προβόλων. Θεωρείται η κατασκευή του λιμένα του Λεχαίου ένα από τα τρία μεγάλα έργα της εποχής του Περίανδρου. Τα άλλα δύο είναι η οχύρωση του Ακροκορίνθου και η κατασκευή του Διόλκου, ενός λιθόστρωτου δρόμου που ένωνε τους δύο κόλπους Κορινθιακό και Σαρωνικό και πάνω σε αυτόν μεταφέρονταν πλοία, φορτία από τον ένα κόλπο στον άλλο.

Το έδαφος στο οποίο θεμελιώθηκε η βασιλική ήταν μέχρι βάθους περίπου 3 μέτρων αμμώδες και κάτω από αυτό, σε άγνωστο βάθος και άγνωστη επιφάνεια, βρίσκονταν λίθοι που είχαν τοποθετηθεί από ανθρώπινα χέρια με σκοπό να δημιουργηθεί νέο έδαφος.

Βόρεια της βασιλικής προς τη θάλασσα βρισκόταν ο δυτικός ακραίος εξωτερικός μόλος του λιμένα. Το πλάτος του εκτιμάται σε 14 μ., το δε μήκος του στα 100,0 μ.. Σήμερα είναι ορατά, εντός και εκτός του νερού, τα κατάλοιπα του μήκους 40,0μ. Είναι πιθανόν οι σοροί του Αγίου Λεωνίδη και των μαρτύρων να ξεβράστηκαν στη θέση περίπου της σημερινής βασιλικής, ειδικά αν είχαν ποντισθεί δυτικά, καθόσον τα θαλάσσια ρεύματα, στην περιοχή του λιμένα, κινούνται από δυτικά προς ανατολικά παράλληλα προς την ακτή.

Η προσπέλαση στη βασιλική μπορούσε να γίνει εύκολα από τη θάλασσα με δύο τρόπους:

α) Από το ανοικτό πέλαγος κατευθείαν στον εξωτερικό δυτικό μόλο-κυματοθραύστη που υπήρχε κοντά στη βασιλική. Η προσπέλαση αυτή θα γινόταν με δυσκολία, καθόσον η λεκάνη, ανοίγματος 270,0μ. με δυτικό όριο τον άνω μόλο, δεν προστατευόταν ικανοποιητικά από τους κυματισμούς.

β) Από την εσωτερική λεκάνη, αφού τα πλοία είχαν εισέλθει στον εσωτερικό λιμένα από την κύρια είσοδο η οποία υπήρχε στο ανατολικό τμήμα του λιμένα. Εκεί θα μπορούσαν να σταθούν στη μικρή προκυμαία της δυτικής λεκάνης, νότια της βασιλικής και να γίνει η αποβίβαση των επιβατών.

Αν αποδεχθούμε την πιθανότητα να υπήρχε δεύτερη επικοινωνία του εσωτερικού λιμένα με τον εξωτερικό μέσω διώρυγας, κάτι που φαίνεται μάλλον απαραίτητο για την καλή και συνεχή λειτουργία του εσωτερικού λιμένα και τη μη επίχωση τουλάχιστον της διώρυγας από μεταφορά του θαλασσίου ιζήματος, τότε θα υπήρχε δυνατότητα προσπέλασης στη βασιλική μέσω και της διώρυγας αυτής. Η πιθανή διώρυγα θα ένωνε το μέσον της δυτικής λεκάνης, μεταξύ των δύο αρχικών μόλων του εξωτερικού λιμένα με την πλησιέστερη λεκάνη του εσωτερικού, η οποία βρίσκεται κοντά στη βασιλική και νοτιοανατολικά αυτής.

Η βασιλική είχε χτισθεί εκτός των κυρίων εγκαταστάσεων του λιμένα. Το θαλάσσιο μέτωπο του εξωτερικού λιμένα, με τις σημερινές γνώσεις που διαθέτουμε, εκτείνονταν σε μήκος περίπου 1000,0 μ..

Η αψίδα της βασιλικής απέχει σήμερα περίπου 50,0 μ. από το κατ’ εκτίμηση, νότιο άκρο του δυτικού κυματοθραύστη το οποίο βρίσκεται μέσα στη ξηρά, ενώ το βαπτιστήριο απέχει σήμερα από τον αιγιαλό περίπου 90,0 μ.

Η βασιλική κτίσθηκε ανατολικά της κατάληξης της οδού Λεχαίου, του κυρίου δρόμου που συνέδεε την Κόρινθο με τον λιμένα.

Η κατασκευή του περιβόλου της βασιλικής στο ανατολικό άκρο αυτής υποδεικνύει ότι δεν υπήρχε δυνατότητα κατασκευής αυτού σε άλλη θέση, ούτε προς Βορρά, ούτε προς Νότο, καθόσον ο διαθέσιμος χώρος που απέμενε ήταν πολύ περιορισμένος.

Η μη δυνατότητα κατασκευής άλλων κτιρίων γύρω από τη βασιλική καθιστούσε, με κριτήριο την προβολή αυτής, πολύ επιτυχημένη τη χωροθέτηση του ναού.

Φωτογραφία από αέρος (Ξενικάκης Κώστας)

Κατά την ανασκαφή, από τον Δημ. Πάλλα, της ευρύτερης περιοχής νότια της βασιλικής και εκτός αυτής αποκαλύφθηκαν:

1) Δρόμος πλάτους 2,50 μέτρων παράλληλος σχεδόν προς τη βόρεια πλευρά της δυτικής λεκάνης του εσωτερικού λιμένα και κοντά σε αυτήν. Αυτός ο δρόμος συνέδεε την οδό Λεχαίου με το ανατολικό τμήμα του λιμένα.

Κάποια εποχή ο δρόμος καταργήθηκε και πάνω σε αυτόν κτίσθηκαν οικίες τις οποίες ο Πάλλας χρονολογεί μετά τους σεισμούς του 551/52 μ.Χ.. Ο δρόμος αυτός δεν δύναται να χαρακτηρισθεί κύριος δρόμος λόγω του μικρού πλάτους 2,50μ.

Ο αρχαιολόγος D. Romano για το σχεδιασμό της περιοχής του λιμανιού προτείνει για τους δρόμους με κατεύθυνση Β-Ν (cardo maximus) πλάτος 30 ποδών ή περίπου 9,00 μ. και λιγότερο πλάτος για τους κάθετους δρόμους με κατεύθυνση Α-Δ (decumanus).

2) Βαλανείο (Balneum) βόρεια της βασιλικής προγενέστερης εποχής.

Η κατασκευή της βασιλικής στο λιμάνι δείχνει την ασφάλεια και την ηρεμία που είχε εξασφαλισθεί στην περιοχή και στη Μεσόγειο γενικότερα. Θα πρέπει να αποκλείσουμε πειρατικές επιδρομές την εποχή αυτή. Είναι εύλογο να δεχθούμε ότι η κύρια χρήση του λιμανιού με τον έντονο, ποικίλο και θορυβώδη χαρακτήρα είχε απομακρυνθεί από τον χώρο γύρω από τη βασιλική και είχε μεταφερθεί ανατολικά. Τούτο ενισχύεται από το γεγονός ότι το ανατολικό τμήμα του λιμανιού ήταν περισσότερο απάνεμο από το δυτικό. Στην ανατολική περιοχή της κυρίας εισόδου του εσωτερικού λιμένα είχαν κατασκευασθεί κατά τη ρωμαϊκή εποχή προκυμαίες, πρόβολοι-μόλοι μέσα στη θάλασσα, με τη γνωστή μέθοδο των ξύλινων κιβωτίων με μικρούς λίθους, αδρανή και υδραυλικό κονίαμα.

Ο λιμένας συντηρούνταν σταθερά, ώστε να χρησιμοποιείται συνεχώς. Υπάρχει επιγραφική μαρτυρία για μια σημαντική επέμβαση που έγινε στον λιμένα στο διάστημα 353 – 358 μ.Χ. αλλά και για δεύτερη επέμβαση αργότερα τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Δεν είναι γνωστό πότε σταμάτησε να χρησιμοποιείται ο λιμένας. Τούτο πρέπει να αναζητηθεί πολύ αργότερα ίσως μετά τον 12ο μ.Χ. αιώνα, κατά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Νορμανδούς. Ακόμη και μετά από αυτούς θα πρέπει να υπήρχε μερική χρήση του λιμένα, κυρίως στις εξωτερικές λεκάνες, καθόσον οι εσωτερικές θα είχαν μάλλον επιχωθεί επί τούτου ή από την έλλειψη συντήρησης. Γενικά η μορφολογία της ακτογραμμής της περιοχής του λιμένα θα μεταβαλλόταν συνέχεια, λόγω αστοχίας και αλλαγών των γεωμετρικών στοιχείων των υπαρχόντων έργων, η διατήρηση των οποίων στα αρχικά μεγέθη επέβαλε δαπανηρές συντηρήσεις που ήσαν εκτός οικονομικών δυνατοτήτων της εποχής ειδικά μετά τον 7ον μ.Χ. αιώνα.»

Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.

Σχόλια

Exit mobile version