Το ολοκαύτωμα των Ανωγείων όπως το κατέγραψε η πένα του Νίκου Καζαντζάκη:
«Το μεγαλύτερον χωρίον της Κρήτης, τα Ανώγεια, εις τα σύνορα των νομών Ηρακλείου και Ρεθύμνης, με 940 οικίας και 4.000 κατοίκους έρχεται χρονολογικώς πρώτον των κατά την περίοδον ταύτην καταστραφέντων σοινικισμών της νήσου. Οι Γερμανοί δεν είχον εγκαταστήσει εδώ μόνιμον φυλάκιον, μόνον μπλόκα έκαμνον από καιρού εις καιρόν. Το πρώτον έγινεν εις τας 16/2/42, οπότε, καταζητούντες 8 άτομα, συνέλαβον τα 5 εξ αυτών και άλλους 4, τους οποίους εφυλάκισαν επί δύο μήνας. Η εις το χωρίον επιβληθείσα εξ αρχής αγγαρεία ήτο να προσέρχονταιι καθ’ εκάστην 500 άνδρες και να εργάζωνται διά λογαριασμόν των Γερμανών. Οι Ανωγειανοί όμως, δεν προσήρχοντο, διότι ως λαός, ποιμενικός κυρίως, δεν ηδύνατο να εγκαταλείψουν τα ποίμνιά των. Ο αριθμός ούτος ηλαττώθη κατόπιν εις το ήμισυ, και πάλιν όμως οι κάτοικοι ουδεμίαν προθυμίαν έδειχναν να συμμορφωθούν προς την διαταγήν. Φυλακίσεις γερόντων και γυναικών του χωρίου εν Ρεθύμην προς εκβιασμόν, ουδέν αποτέλεσμα έσχον. Δι αυτό εξεδόθη απόφασις κατά τας αρχάς του 1943, να κατεδαφιστούν 16 οικίαι των Ανωγείων προς σωφρονισμόν και προειδοποίησιν.
Επειδή την διαταγήν αυτή ο Φρούραρχος Ρεθύμνης, απόγονος του κατά την μάχην του Πέτα τραυματισθέντος φιλέλληνος στρατηγού Νόρμαν, δεν έσπευσε να την εκτελέση, αλλ’ ελθών εις τα Ανώγεια, εζήτησε φιλικώς να πείσει τους κατοίκους να υπακούσουν εις την διαταγήν της αγγαρείας, μετετέθη αμέσως εκ της θέσεως του. Τον Μάϊον του 1943, εις νέαν εξόρμησιν των Γερμανών, εφονεύθησαν 3 βοσκοί, μεταξύ των οποίων και ο 13ετής Βασ. Κ. Ξυλούρης, απήχθησαν δε και 2.000 αιγοπρόβατα εις τας 19/8/1943 συνελήφθησαν 9 άνδρες (4 εκ της οικογενείας Κουνάλη, 4 εκ της οικογ. Σμπώκου και εις Σταυράκης ονόματι), εξ ων 2 εδραπέτευσαν οι λοιποί ενεκλείθησαν εις τας φυλακάς Αγίας, αποστελλόμενοι δε ύστερον εις την Γερμανίαν, επνίγησαν καθ’ οδόν. Εις τας 3/9/43, έγινε νέα εξόρμησις καθ ήν οι Γερμανοί απήγαγον όσα αιγοπρόβατα συνήντησαν (4-5000), τον δε ποιμένα Μιχ. Βρέντζον, αφού τον εχρησιμοποίησαν ως οδηγόν, διέταξαν να φύγη έπειτα, πυροβολήσαντες δε εκ των όπισθεν εφόνευσαν. Εις τας 13/2/44 εκύκλωσαν πάλιν το χωρίον και συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους εις το σχολείον συμπαρέλαβον 11 άνδρας με την δικαιολογίαν ότι εδοκίμασαν να φύγουν. Τι απέγιναν οι άνδρες ούτοι, δεν εγνώσθη. Λέγεται ότι ετυφεκίσθησαν εις θέσιν Καρτερός.
Εις τας 7/8/44 ήλθεν ο διαβόητος δια την ωμότητά του γερμανός επιλοχίας «Σήφης», φρούραρχος του Γενή-Κααβέ με απόσπασμα τεσσάρων γερμανών και τεσσάρων ιταλών, συνέλαβον όσας γυναίκας και παιδίαα εύρον, και αγρίως ξυλοκοπούντες αυτά τα ωδήγησαν προς το Γενή-Κααβέ με την κατηγορίαν ότι οι άνδρες δεν εδέχοντο να πηγαίνουν εις την αγγαρείαν.
Ολίγον όμως έξω του χωρίου τους προσέλαβο οι αντάρται, εφόνευσαν τους άνδρας του αποσπάσματος και απηλευθέρωσαν τα γυναικόπαιδα. Την επομένην έγινεν το σαμποτάζ της Δαμάστας υπό Ανωγειανών, καθ’ ό εκάησαν 3 γερμανικά αυτοκίνητα και εφονεύθησαν περί τους 15 Ιταλούς, αιχμαλωτισθέντων και 7. Την επομένην, 9/8 ήλθον, περί τους 60 Γερμανούς εις τα Ανώγεια οι άνδρες έλειπον, αλλ’ αι γυναίκες τους περιεποιήθησαν’ οι Γερμανοί εφέρθησαν μετά μεγάλης προσηνείας, εις ουδεμίαν διαρπαγήν προέβησαν, εζήτουν μόνον από τας γυναίκας πληροφορίας περί της κατά του αποσπάσματος του «Σήφη»’ επιθέσεως των ανταρτών.
Εις τας 12/8 το εσπέρας οι άνδρες του χωρίου ειδοποιηθέντες ότι έρχονται πολλοί Γερμανοί, έφυγον, και ούτω προελήφθησαν πολλαί εκτελέσεις. Την 13ην οι Γερμανοί συμπληρώσαντες την κύκλωσιν, εισήλθον εις τα Ανώγεια και διέταξαν τους υπολειφθέντας κατοίκους (θα ήσαν περί τα 1500 γυναικόπαιδα) να αναχωρήσουν εντός ημισείας ώρας προς την κατεύθυνσιν του Γενή-Κααβέ, όποθεν να διασκορπισθούν εις τα διάφορα χωρία της Ρεθύμνης. Μετά ταύτα προέβησαν εις γενικής λεηλασίαν του χωρίου-πλουσιωτάτου εις κτηνοτροφικά και εριουργικά προϊόντα. Μετά την δήλωσιν εκάστη οικία εκαίετο πρώτον και έπιτα ανετινάσσετο διά δυναμίτιδος. Κάθε νύκτα οι Γερμανοί απεσύροντο εις τα Σείσαρχα και την πρωϊαν επανήρχοντο. Το μέγεθος της λεηλασίας θα κατανοήση κανείς, όταν λάβη υπ’ όψιν ότι αυτή διήρκεσεν από της 13 Αυγούστου μέχρι της 5 Σεπτεμβρίου.
Κατά την διάρκειαν της διαρπαγής οι Γερμανοί εφόνευσαν εντός του χωρίου τον Γ. Σπιθούρην, μη δυνηθέντα ν’ αποχωρήση μετά των άλλων κατοίκων, επίσης τους παραλύτους εξαδέλφους Κωνστ. και Ι. Ξυλούρην (ή Κίτρη), και τον υπέργηρον Νικ. Αεράκην, εις τας αγκάλας του οποίου έθεσαν, μετά την εκτέλεσιν, δεξιά και αριστερά τα πτώματα δύο χοίρων προς χλευασμόν. Δύο αδελφαί, η χήρα Εμμ. Καλλέργη και η χήρα Εμμ. Καβλέντη, η χωλή Ειρήνη Καραϊσκου και η Ευαγγ. Ιω. Πασπαράκη, αρνηθείσαι ν’ αποχωρήσουν και προτιμήσασαι τον θάνατον απέθανον καείσαι και καταχωθείσαι έπειτα υπό τα ερείπια των ανατιναχθεισών οικιών των. Επίσης οι Γερμανοί εφόνευσαν τον εκ τραύματος της κεφαλής παράφρονα Εμμ. Ι. Σαλούστρον.
Πολλοί άλλοι εφονεύθησαν εις τα πέριξ. Οι Γερμανοί κατέστρεψαν και τα 4 τυροκομεία της περιοχής και απήγαγον τα ποίμνια των κατοίκων όσα δεν ηδυνήθησαν να συμπαραλάβουν, τα εφόνευσαν. Σήμερον από τας 940 οικίας των Ανωγείων δεν έχει απομείνει ούτε μία το νεόδμητον σχολείον ανετινάχθη, αι 3 εκκλησίαι, τας οποίας οι Γερμανοί είχον μεταβάλει εις σταύλους, έχουν επίσης υποστή ζημίας εκ ωτν πέριξ ανατινάξεων. Η επίσημος κατάστασις της Νομαρχίας Ρεθύμνης αναφέρει 117 Ανωγειανούς εκτελεσθέντας κατά την περίοδον της κατοχής.»
Πηγή: www.anogi.gr