home design 800Χ400

Άργος: Η πόλη του χθες σήμερα

Γράφει η Κατερίνα Γραμματικού

|

Χρόνος ανάγνωσης

12 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Άργος: Η πόλη του χθες σήμερα

Αφήνοντας το κέντρο περνάω στους παράδρομους, μέσα από τα «στενά» οδηγούμαι στην αθέατη πλευρά της πόλης. Το ένδοξο Άργος (Κλεινόν άστυ) με περιμένει και πάλι.

Προσπαθώντας να βρω την αρχή του νήματος κάποιας πρωτόλειας μορφής σύστασης αυτού του κοινωνικού συνόλου και μορφή οργάνωσης, έτσι όπως ορίζεται η έννοια «Πόλις» (Polis-City), ξεκινώ από την αρχαία αγορά, την οδό Θεάτρου. Βηματίζοντας αργά ψάχνω την πόλη μέσα στην πόλη. Συμβαίνει κι αλλού να ξεπροβάλλουν σαν μπάμπουσκες, φλοίδες πόλεις από μία. Πιάνω το νήμα, θέλω να φτάσω κάπου, χωρίς προορισμό (FLÂNERIE), να δω αν κάπου τελειώνει. Τρυπώνω στα δρομάκια, εκεί που η υγρασία θριαμβεύει. Μυρωδιά προδίδουν πεπαλαιωμένα υλικά, υγρασία, η σθεναρή αντίσταση που προβάλει η πλίθρα στο μεγάλο της εχθρό, το νερό.

Νοτισμένα κεραμίδια αποπνέουν υδρατμούς χθεσινής βροχής. Βρύα σχηματίζουν νησίδες σε χάρτη. Απώλεια δηλώνει η πεσμένη γλάστρα.

Άφαντες κληματαριές αποζητούν δικούς ανθρώπους να σκιάσουν. Ό,τι απόμεινε από το παλιό, ό,τι αντικαταστάθηκε από κάποιο μοντέρνο αρχιτεκτόνημα, ίσως να είναι χαραγμένο σε ετούτα τα ταπεινά εναπομείναντα, τα εγκαταλελειμμένα σπιτικά.

Οι σκιές των κατακόρυφων κτιρίων γίνονται προσκήνιο γιγάντων που εξιστορούν νάνοι πρωταγωνιστές στο έργο: χαμόσπιτα με κεραμίδια, τα πρωτόλεια δομικά υλικά.

Σπίτια του χθες, αναγκαστικά φιλιωμένα με σύγχρονες κατοικίες, τελαρώνουν το κάδρο με θέμα: «συστάδες από ηλιοτρόπια». Μια κατακλυσμιαία βροχή, σκέφτεσαι και μπορεί όλα τα συντρίψει.

Πάντα κάπου υπάρχει η Νοσταλγία

Ύστερα είναι κι εκείνο το τρίξιμο της αυθάδικης πόρτας που εγείρει οπτασίες΄ φέρνει πίσω από την αιώνια ζωή τον παππού και την γιαγιά, τους βάζει να καθίσουν μαζί ξανά. Τους αντικρίζεις να σε κοιτούν, σε ξεπροβοδίζουν από το σπίτι τους κι ας σου ανήκει. Από σένα βγαίνουν υποσχέσεις ότι θα ξαναπεράσεις. Θριαμβολογεί η νοσταλγία πίσω από τις σκουριασμένες, τις βαμμένες ξανά και ξανά καγκελόπορτες.

Ψάχνεις για την φυσιογνωμία της σύγχρονης μεταμοντέρνας πόλης, αυτή που έγινε από μπετόν και σίδηρο, αμμοχάλικο, τσιμέντο, γαρμπίλι και μυστρί, τότε… όταν «σήκωναν» διώροφα και τριώροφα ξενιτεμένοι Αργείτες, μεγαλοκτηματίες, υπάλληλοι, εκμεταλλευτές προσοδοφόρων επαγγελμάτων, θα επένδυαν τις αποταμιεύσεις τους, για μια προίκα έστω, σε ένα διαμέρισμα στην πόλη. Εκείνο το καινούργιο το διακρίνεις εύκολα να φορά γύψινες προσόψεις, να ανεβοκατεβάζει ξύλινα ρολά στα παράθυρα, να έχει θυροτηλέφωνο και ξεβαμμένες τέντες στα μπαλκόνια. Τραβάς την κουρτίνα, κλείνεις τα παντζούρια και είσαι μόλις αλλού. Βλέπεις την πόλη από την σκοτεινή τρύπα ενός view master.

 Ο πολεοδομικός ιστός της πόλης παραμένει πυκνός, φορτικά αστικός, σε κάποια σημεία του δε προβάλλει απωθητική εικόνα. Διάστικτα σε αυτόν τον αστικό καμβά, «Αθηναϊκής αισθητικής» νεοκλασικά κτίρια σύγχρονης για την εποχή (αρχές 20ου αι.) αρχιτεκτονικής (Κλειστή αγορά, Κωνσταντοπούλειο μέγαρο, οικίες αστών). Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος εδώ η σχολή του γερμανού Τσίλερ (όπως και για την Αθήνα υπήρξε μαζί με τον Χάνσεν).

Αστικές κατοικίες, πέτρινα διώροφα, αρχοντικά επιφανών οικογενειών, ηρώων του ’21: Μακρυγιάννη, Τσώκρη, Περούκα, Καλλέργη (Καλλέργειο), οι στρατώνες του Καποδίστρια (ενετικής κατασκευής). Οικίες ξένων περιηγητών και φιλελλήνων που επισκέφτηκαν την πόλη στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου, όπως είναι η οικία Γκόρντον (Γαλλική αρχαιολογική σχολή σήμερα).

Προμετωπίδες και ακροκέραμα μοιάζουν με ακρόπρωρα καραβιών, ζωγραφιστά επιχρίσματα, γιγάντιες κολόνες (πεσσοί), μεγεθυμένα παράθυρα, εξώστες, θα γίνουν ταυτόσημα της προνομιούχας και νεόπλουτης τάξης. Όσο μάλιστα ανθίζει η αστική τάξη των εμπόρων, δικηγόρων, μεταπρατών, ιατρών, βιομηχάνων, θα εμπλουτιστεί και το αστικό τοπίο με καλαίσθητες αρχιτεκτονικές προσθήκες μετριάζοντας κάπως το χάος που επιφέρει η άτακτη ανοικοδόμηση.

Η πλίθρα θα παραχωρεί σιγά σιγά τη θέση της στην πέτρα και το μπετόν. Πέτρινα αρχοντικά κοσμούν το οικιστικό τοπίο του Άργους:

Οικία Πίττα επί της οδού Δ. Υψηλάντη, οικία Γκριτζάνη επί της οδού Γούναρη, οικία Στάμου επί της Τσώκρη, οικία Μαρίκου στη Βασιλ. Σοφίας, κ.ο.κ.

Η πόλη έχει αλλάξει. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Αν και τεχνίτες και εργάτες δεν σταλίζουν στο Σιταροπάζαρο για μεροκάματο, άλλες φυλές συναγωνίζονται με την εργατικής τους δύναμη, ούτε στις κρήνες συναπαντώνται γυναίκες. Στην Παναγία την Πορτοκαλούσα λίγοι πια προσφέρουν για τάμα πορτοκάλια κι εργάτες από καιρό έπαψαν να βγαίνουν από νωρίς το πρωί στους δρόμους για τα εργοστάσια. Κλωστοϋφαντουργεία, σαπωνοποιεία, μεταξουργεία, βυρσοδεψεία στοιχειοθετούσαν την βιομηχανική ανάπτυξη που έλαβε μέρος σε αυτή την πόλη, τότε, όταν ήκμαζε, για τρεις περίπου δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η βιομηχανία όμως σε αυτή την πόλη δεν ξεκινά στα νεότερα χρόνια. Το αρχαίο Άργος έχει άριστους τεχνίτες και εργαστήρια ήδη από την εποχή του Πολύκλειτου και του Ιάσωνα.   

Έξω από τις μάντρες -υπάρχουν ακόμη πολλές αγέρωχες-, τα όρια ιδιοκτησίας χάνονται στα ανορίοτα οικοδομικά «τετράγωνα».

Ψάχνοντας να βρεις σε ποια κλίμακα τελικά χωρά ν’ αναπαραστήσεις αυτήν την πόλη, αντιλαμβάνεσαι ότι τα μεγέθη είναι μάλλον ανομοιόμορφα εδώ. Λαϊκές κατοικίες διατηρούνται μέχρι σήμερα σε συστάδες από χαμηλά σπίτια, ξύλινες, άλλοτε σιδερένιες βαριές εξώθυρες, πρόσθετοι οικίσκοι- ξυλόντζες, κρεμαστά μπαλκονάκια ή χτιστά με στρογγυλεμένες γωνίες, αυλές με μοντέρνα υλικά σε κτίρια -δείγματα του Αθηναϊκού Μεσοπολέμου, δίπλα δίπλα στις λιθοδομές νεοκλασικών κατοικιών. Μοιάζουν ποιο πολύ με ξεχασμένες επάλξεις στον απόηχο ενός από καιρό Πεσμένοι σοβάδες, αγριεμένες πλίνθες, φτιάχνουν αποχρωματισμούς, το παλίμψηστο στο εξωτερικό τοίχο κάποιας παλιάς οικίας τελειωμένου πολέμου εντός των τειχών.

Πεσμένοι σοβάδες, αγριεμένες πλίνθες, φτιάχνουν αποχρωματισμούς, το παλίμψηστο στο εξωτερικό τοίχο κάποιας παλιάς οικίας.

Μακρινή Αναδρομή

Το πελασγικό Άργος κατέρχεται από το λόφο της Λάρισσας, φτιάχνει Ιερά στη Δειράδα και κατοικείται για 6.000 χρόνια συνεχώς.

Το πρωταρχικό Φορωνικό άστυ, με την ανασύστασή του ελληνικού κράτους θα ζητά να αναπτυχθεί. Τα οικιστικά όρια της πόλης ανοίγονται και χάνονται στον 20ο αι. Οι κατεδαφίσεις θα γίνουν προάγγελοι άπληστης ανέγερσης πολυκατοικιών, σημαδεύοντας αισθητικά με παραμορφώσεις το τοπίο, καταργώντας σε πολλές περιπτώσεις στοιχεία (αυτο)αναφορισμού. Η πόλη απλώνεται μέχρι και τις γραμμές του τραίνου στα ανατολικά της (οι γραμμές είναι ήδη εγκατεστημένες επί Τρικούπη από τα τέλη του 19ου αι.).

Πολεοδομικές παρεμβάσεις με αυθαίρετες κατασκευές και απαλλοτριώσεις ιδιοκτησίας για διάνοιξη δρόμων, πλατείες μινιατούρες, τεθλασμένες οδοί, ελλειμματικά από ζωτικό χώρο πάρκα, τυφλές αυλές, ξεθωριασμένο πράσινο σε μέγεθος τσέπης, σβήνει άρδην. Κάπου εδώ γύρω στο στενάχωρο σχέδιο πόλης είναι και το πάρκο των υποσχέσεων, κοντά στην οδό Λαβυρίνθου!

Στο βωμό της οικιστικής ανάπτυξης (ως δείγμα προόδου) θα θυσιάζονταν ο ζωτικός χώρος και η αισθητική.

Η αυξανόμενη ανάγκη από εισερχόμενο πληθυσμό, υπό την έκταση του φαινομένου της αστυφιλίας, σε μια εποχή που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις καθ’ όλο τον 20ο αιώνα (εκβιομηχάνιση, ανάπτυξη παγκόσμιου εμπορίου και υπηρεσιών -ο τριτογενής τομέας του δημοσίου να γιγαντώνεται). Έπειτα, ο ερχομός των προσφύγων του Πόντου (ρωσάκια) και τα παράλια της Μικράς Ασίας στις αρχές του 20ου αι. αλλά και η πτώση του τείχους του Βερολίνου που θα γίνει συμβολική έξοδος για πολίτες της παλιάς Κομμουνιστικής Ρωσίας και των Βαλκανικών χωρών (κατά τη δεκαετία του 1990) στην αναζήτηση νέας πατρίδας, θα ασκήσουν οικιστική πίεση για λαϊκή οικοδόμηση και τις συνοικίες επιπλέον αντοχές. Η ανάγκη να απορροφηθεί ο υπερβάλλον πληθυσμός δίχως βιώσιμο σχέδιο οδηγεί σε κακοτεχνίες.

Χωροταξικά το Άργος εμφανίζεται λίγο πριν το 1821. Ωστόσο, παρότι η πόλη «μεγαλώνει» και διαρκώς αλλάζει, το φαντασιακό της περιστρέφεται στον ομφαλό της εξακολουθητικά. Δεν αλλάζει σώμα, δεν αναπτύσσεται, η πόλη αυτή δεν έχει προάστιο.

Συνεχίζω να ψάχνω το κέντρο, εκείνο το παλιό, την πρώτη πλατεία Συντάγματος (νυν πλατεία Δημοκρατίας) πριν κάνουν «πλατεία» τον περίβολο του καθεδρικού ναού του Αγίου Πέτρου΄ ένα τοπόσημο συνεύρεσης ανθρώπων, αγοράς και ψυχαγωγίας, ενίοτε (προσωπικής) αναζήτησης και καθρεφτίσματος. Η έννοια της «ανοικτής πόλης» φαντάζει οξύμωρο σχήμα ακόμη και στις μέρες μας. Γιατί το αρχαίο Άργος ήταν διαφορετικό. Παρότι το έκλειναν ψηλά τείχη, αν κοιτάξει κανείς με τον φακό της ιστορίας (που πότε μεγεθύνει και άλλοτε συρρικνώνει), από την καταγωγή της ήδη αυτή η πόλη, απ’ όταν ο γιός του Φορωνέα, Άπις, ιδρύει στην Αίγυπτο την πολιτεία Μέμφις, όσο αναπτύσσεται δημιουργεί πόλεις και αποικίες παντού στον κόσμο. Ήταν συνεπώς κάθε άλλο μια πόλη με εσωστρέφεια παρά μια πόλη που δέχτηκε επιρροές από έξω (υδραγωγεία, νέοι νόμοι, φρεάτια, ναυτιλία, τέχνες).

Ένας ιστορικός περίπατος θα σου αφηγηθεί μέσα από τα οδωνύμια και τις πλατείες, ως τόποι μνημονικοί, το παρελθόν. Ωστόσο η ιστορία της φανερώνεται στα ανοικτά αρχαιολογικά της σκάμματα όπως αλλά και σε εκείνα που κλείνουν χωρίς χρονοτριβές και οι πληγές μολύνουν τα χώματα στα υπόγεια κτίσματα-λείψανα του αρχαίου Άργους όταν μοιάζουν με πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έκτοτε πολλές πληγές της θα κακοφορμίσουν και το αρχαιολογικό Μουσείο παραμένει ακόμα κλειστό για παροχή βοήθειας στον φιλομαθή αναζητητή.

Η ψυχή της πόλης, μια γυναίκα

Άριστοι «τεχνίτες του Διονύσου» οι Αργείοι, από πολύ παλιά η μουσική ήταν αναπτυγμένο είδος τέχνης στο Άργος. Μέχρι και λίγες μόλις δεκαετίες πριν ήταν άλλωστε που ζωντάνευαν στις γειτονιές του αποκριάτικοι χοροί και τραγούδια, μπάντες και χορωδίες παιάνιζαν, μουσικάντηδες σεργιάνιζαν στους δρόμους.

Η φιγούρα της Τελέσιλλα, της αγωνίστριας και λυρικής ποιήτριας της πόλης αντιπροσωπεύει ως φιγούρα πολιτισμού την τοπιογραφία της.

Τόπος, Ο Χώρος Και Ο Χρόνος

Αν κάτι αναζητάς κυρίως μέσα στις σύγχρονες πόλεις είναι ζωτικός χώρος (Lebenstraum), στοιχείο που δεν ταυτίζεται πάντα με ζωντανό όνειρο (Lebensraum). Το φαντασιακό οικοδόμημα που αρχιτεκτονικά σχεδιάζει ή νοητά οραματίζεται η πολιτεία, δεν συνάδει με τις δοσοληψίες και αμετροέπειες των σχέσεων που γεννά η πάντα πληθωρική «οικοδομή» ως αγαθό με αξία.

Ο δημόσιος χώρος γεμίζει με ανθρώπινες ψυχές τις καθημερινές και σχόλες. Πλημμυρίζει, σαν το ποτάμι φουσκώνει. Πλησιάζοντας στο χθες συναντιέσαι με παλιούς και νέους που βγαίνουν απόγευμα στο πάρκο. Τώρα κρατούν «καλάμι ψαρέματος» αντί για παγωτό και το αναψυκτικό ζεσταίνεται γρήγορα κάτω από τις πλαστικές τέντες. Που είναι οι σκιές των δέντρων, στο άλσος όπου καθόταν ο παππούς μου;

Είναι στιγμές που ανακαλείς με τη φαντασία την παλιά πλατεία, μα τίποτα δεν την επαναφέρει.

Μοντερνισμοί στολίζουν τις όχθες του ποταμού. Ένας ακόμα γεροδεμένος Ηρακλής πάνω σε πλατεία στέκεται παραδίπλα στην ατέρμονη προσπάθεια των Δαναήδων να ρίχνουν νερό σε ένα πιθάρι και πιο κει ο τουρκοφάγος Σταματελόπουλος, όλα μαζί και κάτι να λείπει.

Ψάχνεις την γειτονιά σου, την γνωστή αλάνα που σε περιμένουν. «Άμα ακούσω παιδιά», λες μέσα σου, «θα μείνω». Πλεονάζει η σιωπή στην απουσία. Τραβάς άλλη μια φωτογραφία σε φιλμ. Θέλεις να αποτυπωθεί κάπου αυτό που βλέπεις. Ίσως αναβιώνουν ειρωνικά ακόμα και οι φωνές στο κλείστρο της μηχανής.

Τα παντζούρια ανοίγουν σαν λουλούδια, ξεπροβάλλουν ζόρικα μέσα από το μπετό και βλέποντας τυχαία αναμνήσεις να περνούν από εμπρός σου σινεμασκόπ, χωρίς να τις έχεις καλέσει, παρότι μακρινές, όσο πλησιάζεις με τη νοσταλγία ζωντανεύουν, ανθίζουν.

Η Πλατεία Και Μια Λατέρνα

Βιτρίνα της πόλης είναι η κεντρική της πλατεία. Τελευταία, λες κι ένα τεράστιο χέρι τοποθετεί επιδεικτικά πράγματα πάνω της για να γίνει αρεστή, μια κακότροπη νύμφη που αποζητά εναγωνίως γαμπρούς. Φέρνει κάτι από το «καλό», το «κυρίως δωμάτιο», με σαλόνι νεόπλουτου ιδιοκτήτη, που το γεμίζει με έπιπλα από κάποιο αίσθημα στέρησης ή μανίας, και παρότι -εν γνώσει του δέχεται να στερηθεί ζωτικού χώρου-, ο θαυμασμός επιφέρει μεγάλη αυτοϊκανοποίηση.

Ίσως πάλι και να μοιάζει με μαγαζί υπόγειο΄ μέσα του έχουν στριμώξει ένα μικρό Μοναστηράκι -σαν αυτό της Αθήνας. Σε κάθε γωνιά του βρίσκεις πράγματα παλιά, κορνίζες κι αμπαζούρ, οξειδωμένα ασημικά, νομίσματα παλιάς κοπής, θηράματα όλα για μανιώδεις συλλέκτες. Αλλού πάλι θα βρεις ένα γραμμόφωνο που κάθε φορά που το βάζουν να παίξει επιδεικτικά στο μουσαφίρη, το προδίδει η βελόνα του. Ανεβαίνοντας, η οχλοβοή διασπά ξανά την προσοχή σου και μόνη πια μουσική στην κακοφωνία της πόλης ακούγεται από λατέρνα.

Στα μέσα δωμάτια, αναρωτιέσαι, εσύ, ο ξένος επισκέπτης, τι να επικρατεί; Τα δωμάτια στο βάθος είναι και τα πιο σκοτεινά όπως ξέρεις. Αν και σε αυτά ζωντανεύει η ψυχή του σπιτιού, μεταλαβαίνει σώμα και πνεύμα Θεϊκό, τροφοδοτώντας με αίμα την καρδιά της μικρο-οργάνωσης της οικογένειας, το ζωντανό κύτταρο ετούτης εδώ της πόλης δια μαγείας χάνεται.

Μήπως υπάρχει πίσω πόρτα;

Οι αναμορφώσεις χώρων αλλάζουν την «πιάτσα» με νομαδικό τρόπο. Τα νέα τοπόσημα μεταφέρουν νομαδικά τα τραπεζοκαθίσματα από την μια μεριά στην άλλη και οι πεζόδρομοι επανακαθορίζουν την εμπορική κίνηση.

Τοπικοί Ιλουμινάτι

Στα πέτρινα τοιχία του κτιρίου – αρχιτεκτονικό δώρο προς τους λόγιους της εποχής – το ιστορικό παρελθόν είναι βαρύ η λογιοσύνη των σύγχρονων επιφανών εκπροσώπων της αστικής τάξης ελέγχει ως η πνευματική elite διανοούμενων (αν και κατά Καστοριάδη «διανοούμενος είναι ο καθένας») και δια του «οργάνου» της Λέσχης ΔΑΝΑΟΣ ελέγχεται με τη μορφή δουλοπαροικίας – ή λογοκρίνει το σημαίνον για το σημαινόμενό του. Το πνεύμα του λογιοτατισμού των αρχών του 20ου, πρωτοπόρο και αυθεντικό – ίσως να παραμένει μοναδικό, πλανάται ακόμη και σήμερα πάνω από τα πολιτιστικά τσιφλίκια των Αργείων προεστών.

Ο πολιτισμός, η καλλιτεχνία ως έννοια και αγαθό επιδοτούμενο και επενδεδυμένο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μετατράπηκε σε μεγαλομανία και επιδειξιμανία που καμιά φορά αυθαιρετεί υπό την γλυκιά γεύση της αλαζονείας της εξουσίας και αυθαιρεσίας. Τα αληθινά πνευματικά άτομα αυτοκαταργούνται ή εξακοντίζονται γιατί δεν χωρούν στον πενιχρό προϋπολογισμό. Άλλωστε η μοιρασιά γίνεται με ανταμοιβή προνομίων στα αυταρχικά συστήματα διακυβέρνησης. (Αρμονική κουλτούρα σε ένα κόσμο σύγκρουσης με τον πολιτισμό ίσως να μην μπορεί να υπάρξει, κατά τον ΄Εκο). Αρκεί που η αίγλη της πόλης ετεροφωτίζεται στο μάρμαρο, πρόσωπα και μύθοι χρησιμοποιούνται ως μνημεία φανερώνοντας ενίοτε τη μανία του ανθρώπου να ελέγχει και κυριαρχεί και ως άλλος Πανόπτης Άργος ξορκίζει τους δαίμονες που τον φθονούν. Ύστερα αναρωτιέσαι, τι σχέση να έχουν τα κατά παραγγελία μεγαλειώδη αγάλματα (όπως τα μπρούντζινα άλογα) που θαύμαζε από την καγκελαρία του ο Χίτλερ του αγαπημένου του γλύπτη Μπρέκερ (ακούγοντας τον επίσης αγαπημένο του Βάγκνερ) με το σήμερα.

Η πόλη αυτοθαυμάζεται φτιασιδωμένη γιατί θέλει να αρέσει. Η εικόνα που κρύβει το ανείπωτο και ατελέσφορο φοβίζει. Γεγονότα αφήνονται ακόμη να μαριναριστούν μήπως και χωνευτεί η ταπείνωση και ο όλεθρος από την σφαγή των Γάλλων το 1833, την Γκερνίκα του ‘40, τις σφαγές του Εμφυλίου, τους σκιώδεις μαυραγορίτες και τους μικρούς δικτάτορες της επταετίες που αν και έχουν αλλάξει κόσμο και εποχή, αναρωτιέσαι μήπως τελικά κανείς δεν τρομάζει από το παρελθόν του.  

Μοιάζει με πατερναλιστική πόλη το Άργος, μια Κοινωνική Πόλη που κατασκεύασε κάποιος βιομήχανος για να στεγάσει τους εργάτες του. Κι ενώ τους παρέχει προνόμια και πρόνοια τους επιτηρεί και απονέμει χάρες.

Ο λαός διαβάλλεται και εξίστανται, μα κανείς δεν απαντά στις απορίες και συκοφαντίες του.

Παρατηρεί θεαματικά να σφετερίζονται ιδανικά και δικαιώματα να μπλοκάρουν ασυνείδητα την αδαμάντινη επαρχιώτικη αυτό-εικόνα του, με πράξεις και γεγονότα άνευ σημασίας και ακινητοποιημένος στη κερκίδα της αρένας παγώνει. Ο γόρδιος δεσμός με το παρελθόν δεν έχει κοπεί. Ο ομφάλιος λώρος κρατάει ακόμη το νέο σώμα από το σώμα που το γέννησε κι όσο περνάει η ώρα θνήσκει.

Άργος, η πόλη χθες, σήμερα.

Κατερίνα Γραμματικού.

Σχόλια

Exit mobile version